Η φιλία που ένωνε τον πρίγκιπα Γεώργιο με τον Νίκο Καζαντζάκη είναι γνωστή. Η μοίρα το έφερε να πεθάνουν το ίδιο έτος με διαφορά τριάντα ημερών. Ο Καζαντζάκης πέθανε στο Φράινμπουργκ της Γερμανίας στις 26 Οκτωβρίου 1957 ενώ ο πρίγκιπας Γεώργιος στο Παρίσι όπου κατοικούσε μονίμως στις 25 Νοεμβρίου 1957. Και οι δύο διέθεταν μια έντονη προσωπικότητα που από πολλούς κατακρίθηκε και αμφισβητήθηκε. Ο Καζαντζάκης προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας με τα λογοτεχνικά του έργα Καπετάν Μιχάλης και Τελευταίος Πειρασμός.
Μπορεί τελικά να μην αφορίστηκε επισήμως αλλά ο ορθόδοξος κλήρος τον είχε αποκηρύξει αρνούμενος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα στην Αθήνα, όπως επίσης αρνήθηκε να ταφεί στο νεκροταφείο του Ηρακλείου. Ο μοναδικός ιερέας που συνόδευσε την σορό του στην ταφή, τιμωρήθηκε. Ο πρίγκιπας Γεώργιος δεν μπόρεσε να παραστεί στην κηδεία του Καζαντζάκη γιατί ήταν και ο ίδιος με καταπονημένη υγεία στο Παρίσι και αντιμετώπιζε σοβαρά κινητικά προβλήματα, αλλά απέστειλε στεφάνι, τόσο αυτός, όσο και η σύζυγος του Μαρία Βοναπάρτη και τα παιδιά του, πρίγκιπας Πέτρος και πριγκίπισσα Ευγενία.
Και ο Γεώργιος στην διάρκεια της ζωής του δέχτηκε σχόλια και επικρίσεις. Η στενή φιλία με τον θείο του, πρίγκιπα Βαλντεμάρ της Δανίας (τον μικρότερο αδερφό του πατέρα του, βασιλιά Γεώργιο Ι, δημιουργούσε παρατεταμένους ψιθύρους στις βασιλικές αυλές. Μετά την παραίτηση από το αξίωμα του Ύπατου Αρμοστή της Κρήτης, τον Σεπτέμβριο του 1906, σιώπησε για πενήντα περίπου χρόνια. Έλυσε την σιωπή του γράφοντας αρχικώς στην δανική γλώσσα τις Αναμνήσεις του από την παραμονή του στην Κρήτη (1898-1906), ως μια προσωπική του απάντηση στους επικριτές του.Το 1959 η σύζυγός του Μαρία Βοναπάρτη δημοσίευσε στην Ελλάδα τις Αναμνήσεις του. Μετά την κηδεία του και την ταφή του στο αγαπημένο του Τατόι, το βασιλικό ζεύγος Παύλου και Φρειδερίκης, αρνήθηκε την τέλεση επισήμου μνημοσύνου. Δύο εραστές της Κρήτης είχαν πεθάνει έχοντας βιώσει πολλά προσωπικά δεινά.
Ο θάνατος, η κηδεία και η πραγματική ιστορία μερικών ηρώων από τα λογοτεχνικά έργα του Νίκου Καζαντζάκη.
Ο Νίκος Καζαντζάκης ξύπνησε στο νοσοκομείο του Φράινμπουργκ ανήσυχος, λουσμένος στον ιδρώτα, με δυνατούς πόνους στο λαιμό. «Δεν αισθάνομαι καλά», ψιθύρισε στην γυναίκα του που ξαγρυπνούσε δίπλα του. Ήταν η πρώτη φορά που έλεγε κάτι τέτοιο στο διάστημα των δύο μηνών περίπου που νοσηλευόταν στο Φράιμπουργκ. « Οι ποιητές δεν πεθαίνουν σχεδόν ποτέ» συνήθιζε να λέει στην γυναίκα του όταν την έβλεπε ανήσυχη, «αλλά βέβαια αυτό το σχεδόν έχει μεγάλη σημασία». Το εμβόλιο που είχε κάνει πριν πάει στην Κίνα τον είχε ρίξει για τρεις μήνες στο κρεβάτι και λίγο έλειψε να χάσει το χέρι του. Αυτό για τον Νίκο Καζαντζάκη θα ήταν ίσως χειρότερο και από τον θάνατο. Ευτυχώς η επέμβαση του διάσημου ιατρού Χαϊλμάγερ του είχε σώσει το χέρι. Τώρα ο Καζαντζάκης ήταν αισιόδοξος. Κάθε πρωί ανοιγόκλεινε τα δάκτυλά του για να δει αν μπορεί να κρατήσει μολύβι. Βιαζόταν να γράψει.
Το πρωί του Σαββάτου οι γιατροί που τον εξέτασαν κούνησαν το κεφάλι τους. «Δεν είναι διφθερίτιδα» είπαν στη γυναίκα του αλλά η ανησυχία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Ο θάνατος σ΄αυτές τις περιπτώσεις έρχεται χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Η πίεση του αρρώστου είχε πέσει απότομα, ενώ ο πυρετός είχε ανέβει στα 39.8. Το μέτωπο του Καζαντζάκη ήταν λουσμένο στον ιδρώτα. Το πρωί έφαγε λίγο γιαούρτι.’Ήταν η τελευταία τροφή που έβαζε στο στόμα του. Η γυναίκα του, του σκούπιζε με ένα βρεγμένο μαντήλι το μέτωπο. – « Νίκο», του είπε σκύβοντας από πάνω του λίγο πριν πεθάνει, «το αίμα σου είναι τέλειο, το χέρι σου πηγαίνει προς το καλύτερο, σε δύο τρεις ημέρες θα μπορέσεις να ξαναγράψεις. Αυτός ο πυρετός είναι το τελευταίο εμπόδιο. Προσπάθησε να τον νικήσεις». Κάτι σαν χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο του συγγραφέα. «Θα προσπαθήσω» ψιθύρισε. Αλλά όσο προχωρούσε η μέρα, η κατάστασή του χειροτέρευε. Στις 10 και 10 το βράδυ άνοιξε το στόμα του σα να ήθελε να πει κάτι.«Διψάω», ψιθύρισε. «Λίγο νερό, νερό». Η αναπνοή του είχε γίνει γρήγορη. Δέκα λεπτά αργότερα, στις 10 και 20 ακριβώς του Σαββάτου 26 Οκτωβρίου 1957, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο μεγαλύτερος ίσως Έλληνας συγγραφέας και ένας από τους μεγαλύτερους του κόσμου, δεν ζούσε πια….
Η σορός του Νίκου Καζαντζάκη έφθασε στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου το απόγευμα της Δευτέρας 5 Νοεμβρίου. Εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα στην Μητρόπολη του Ηρακλείου μέχρι τις 11 το πρωί της επομένης, οπότε και έγινε η κηδεία. Και άρχισαν να περνούν μπροστά από το φέρετρο του μεγάλου νεκρού χιλιάδες άνθρωποι – άντρες και γυναίκες, γέροι και παιδιά – βουβοί από την λύπη.
Πλαισιωμένο από Κρητικούς λεβέντες, με μαύρες βράκες και μαύρα κεφαλομάντηλα, το φέρετρο ακολούθησε τη στράτα που φέρνει στο Ενετικό Κάστρο. Προηγείτο η φιλαρμονική του Δήμου Ηρακλείου, ανακρούοντας το πένθιμο εμβατήριο που είχε παιχθεί για πρώτη και μοναδική φορά στην κηδεία του Βενιζέλου. Έργο του συμμαθητή και στενού φίλου του Νίκου Καζαντζάκη, Γ. Ντελιβασίλη. Ακολουθούσε μια ομάδα σπουδαστών της Παιδαγωγικής Ακαδημίας κρατώντας στα χέρια τα έργα που δόξασαν σε όλον τον κόσμο την Κρήτη και τον Καζαντζάκη, την «Οδύσσεια», τον «Καπετάν Μιχάλη», τον «Ζορμπά», τον «Χριστό»… Από τον προμαχώνα του Μαρτινέγκου η πομπή φαινόταν να ανεβαίνει προς τον τάφο σαν ένα ατέλειωτο ποτάμι. Ο ήλιος έκαιγε και το γρασίδι που σκαρφάλωνε στο λόφο έλαμπε καταπράσινο. Γύρω ορθώνονταν τα λασιθιώτικα βουνά και ο Γιούχτας, το θεόμορφο βουνό, που τόσο λάτρεψε ο Καζαντζάκης. Στο βάθος η θάλασσα της Κρήτης , λουλακιά, τρυφερή, απέραντη. Εκεί στο σημείο αυτό, έθαψαν το νεκρό σώμα του Καζαντζάκη. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή που ετοιμάζονταν να σκεπάσουν τον τάφο – μια στιγμή πνιχτή, γεμάτη βουβό, αβάσταχτο πόνο – ο καπετάν Μανούσακας , ένας λεβέντης Χανιώτης που λες και ξεπήδησε μέσα από τις σελίδες του Καπετάν Μιχάλη, στάθηκε στην πρώτη σειρά ολόισιος σαν κυπαρίσσι και αναποδογυρίζοντας επάνω από τον τάφο μια μικρή λήκυθο έριξε μέσα λίγο χώμα ψιθυρίζοντας : «Λίγο χώμα από τα χανιώτικα βουνά, για να σου κρατά συντροφιά. Ήσουνα καλός Κρητικός , άνθρωπος δικός μας. Η μάνα Κρήτη είναι περήφανη για σένα, Νίκο Καζαντζάκη».
Αλήθεια αν η Κρήτη ήταν περήφανη για αυτόν, τι άλλο περισσότερο μπορούσε να ποθήσει ένας Κρητικός σαν τον Καζαντζάκη;
«Φωνάζει αλάργα η βάρδια του βουνού: καράβι κατεβαίνει
Φωνάζει ευθύς η βάρδια του γιαλού: Μες στο λιμάνι εμπήκε.
Φωνάζει ο δοξαράς κι αρπάει τη γής: Κρήτη καλώς σε βρήκα!»
Ποτέ άλλοτε ένας λαός δεν δέθηκε τόσο πολύ με τον συγγραφέα του , αλλά και ποτέ άλλοτε ένας συγγραφέας δεν μίλησε τόσο βαθιά στην ψυχή του λαού του. Από τα κυριότερα μυθιστορήματα του, ο «Καπετάν Μιχάλης» και ο «Ζορμπάς» έχουν στενή και άμεση σχέση με την κρητική πραγματικότητα.
Ο καπετάν Μιχάλης είναι ο ίδιος ο πατέρας του συγγραφέα, ο Μιχάλης Καζαντζάκης, που πέθανε το 1934. Ήταν άνθρωπος περίεργος, σκληρός, αφάνταστα χειροδύναμος και παλικάρι. Οι παλαιότεροι από τους Κρητικούς τον θυμούνται ακόμη να χυμά, καβάλα στο άλογο, μέσα στους Τούρκικους καφενέδες, αναποδογυρίζοντας , τραπεζάκια, καρέκλες και ναργιλέδες. Βέβαια πολλές από τις πράξεις και τα έργα του Καπετάν Μιχάλη ανταποκρίνονται στη δράση άλλων καπεταναίων της εποχής. Ο Μιχάλης Καζαντζάκης δεν σκοτώθηκε στο βουνό, αλλά στο Κάστρο, ελεύθερος, γέρος και πολύ γαληνεμένος. Ο τύπος του καπετάν Μιχάλη είναι ουσιαστικά ένα άθροισμα διαφόρων ηρωικών μορφών της εποχής, με κεντρικό πυρήνα τον Μιχάλη Καζαντζάκη.
Και ο καπετάν Πολυξίγκης υπήρξε. Ήταν ράφτης και όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1896, πέταξε τα πολιτικά και βγήκε στο βουνό. Ήταν παλικάρι και ο Μιχάλης Καζαντζάκης τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Το τέλος του Πολυξίγκη ήταν άδοξο. Το κράτος του αρνήθηκε τη σύνταξη που ζήτησε, μη αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του. Κι ο καπετάν Πολυξίγκης για να ζήσει αναγκάστηκε να γίνει παιδονόμος σε ένα δημοτικό σχολείο του Ηρακλείου.
Αλλά και ο Αλέξης Ζορμπάς, ο άλλος θρυλικός τύπος του Καζαντζάκη, ήταν τύπος ολοζώντανος και πραγματικός. Ίσως μάλιστα ο Ζορμπάς να έχει ακόμη περισσότερη σχέση με την πραγματικότητα από τον καπετάν Μιχάλη. Ο Ζορμπάς είναι το πρώτο βιβλίο που χάρισε μία διεθνή φήμη στον Νίκο Καζαντζάκη. Εκατομμύρια αναγνωστών σε όλον τον κόσμο αναρωτήθηκαν αν αυτός «ο εξαίσιος δουλευταράς, ποιητής και αλήτης » υπήρξε στην πραγματικότητα. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική. Η ύπαρξή του ήταν ακόμη πιο πληθωρική από ότι είναι στο βιβλίο.
Η κόρη του Ζορμπά ζούσε στο Ηράκλειο.Ήταν μια απλή και φιλόξενη γυναικούλα που μιλούσε με υπερηφάνεια για την λεβεντιά του πατέρα της.
Ο Ζορμπάς ζούσε στον Πολύγυρο με την γυναίκα του και τα 14 παιδιά του. Μία μέρα έβαλε μέσα στο σακούλι του το μπουζούκι του και είπε στην γυναίκα του ξηρά: -Φεύγω. , – Φεύγεις; Πού πας; , – Σάμπως ξέρω; Όπου με βγάλει η άκρη. Βαρέθηκα να σας βλέπω κάθε μέρα. Και έφυγε. Κάποτε συναντήθηκαν με τον Καζαντζάκη και έβαλαν μπρος το μεταλλείο, το οποίο όμως δεν βρισκόταν στην Κρήτη, αλλά στην Πρεστοβά της Μάνης. Εκεί ο Ζορμπάς κάλεσε την κόρη του την Αναστασία να πάει. Πήγε πράγματι στην Πρεστοβά και έζησε μαζί του έξι μήνες.
– Ήταν παράξενος άνθρωπος ο Καζαντζάκης, ανέφερε η κόρη του Ζορμπά αργότερα. ¨Έγραφε όλη τη μέρα κλεισμένος στο δωμάτιό του και έβγαινε μονάχα το βράδυ, φορώντας μια μάλλινη φανέλα. Για να μην τον ενοχλήσουμε, δεν μπαίναμε ποτέ μέσα. Ακόμη και το φαγητό, του το αφήναμε μέσα σε ένα δίσκο έξω από την πόρτα του…..
Αργότερα μετά την ιστορία των μεταλλείων, ο Ζορμπάς ταξίδεψε στην Γιουγκοσλαβία. Εκεί έκανε λίγα χρήματα και συνδέθηκε με μία Γιουγκοσλάβα 45 χρόνια μικρότερή του. Αργότερα την βαρέθηκε και την πάντρεψε με έναν μηχανικό. Λίγο καιρό πριν πεθάνει έστειλε από την Γιουγκοσλαβία μια φωτογραφία του στην κόρη του. Αλλά η φωτογραφία αυτή δείχνει τον Ζορμπά στο στάδιο ίσως της συνθηκολόγησης με τον «αστικό» τρόπο ζωής. Ήταν παχύς, καλοντυμένος, και χαρούμενος γιατί όλα πήγαιναν καλά. Ύστερα από μερικούς μήνες, στις 17 Νοεμβρίου 1940, ο Ζορμπάς έσβησε αθόρυβα περιστοιχισμένος από δύο – τρεις Έλληνες της περιοχής.
Μιλώντας για τον Ζορμπά δεν θα ήταν τίμιο να μην αναφερθούμε στην Μπουμπουλίνα του την μαντάμ Ορτάνς. Ζούσε στην Ιεράπετρα, σ΄ένα μικρό ξενοδοχείο που της είχε χαρίσει ο τελευταίος πλούσιος θαυμαστής της. Η ζωή της μαντάμ Ορτάνς ήταν όλη μία συλλογή σκανδάλων με πασάδες και ναυάρχους. Αλλά κάποτε η ωραία εποχή της νεότητας πέρασε και η Ορτάνς έγινε μία κοντόχοντρη και μαραμένη γυναικούλα που αναλάμβανε να λύνει τις ερωτικές διαφορές των ζευγαριών.
– ‘Υπάρκει αγκάπη; ρωτούσε η Ορτάνς τον νεαρό που της ζητούσε τη συμβουλή της
– Υπάρχει.
– Ε, όταν υπάρκει αγκάπη, υπάρκουν όλα. Πήγκαινε να τη βρείς.
Αυτοί ήσαν οι αλησμόνητοι άνθρωποι του Νίκου Καζαντζάκη. Ο δημιουργός τους αναπαύεται στο χώμα της Κρήτης. Κουρασμένος από τον ατέλειωτο μόχθο της ζωής, γύρισε πίσω στην πάτρια γη, για να της δώσει <το χώμα που του δάνεισε>. Αλλά οι τύποι των βιβλίων του, ο Ζορμπάς , ο καπετάν Μιχάλης, η Ορτάνς, ο Πολυξίγκης, όλοι αυτοί οι απίστευτα ζωντανοί άνθρωποι, θα ζουν για πάντα ανάμεσά μας αποτελώντας με την παρουσία τους την πιο τρανή και την πιο ασάλευτη απόδειξη του μεγαλείου του Ανθρώπινου Πνεύματος.
βιβλιογραφία: Φρέντυ Γερμανού, Ο γιος της Κρήτης , Αθήνα 1957.
Ιστότοπος Εκδόσεων Καζαντζάκη.