Από τις «Αναμνήσεις» της βασιλόπαιδος Μαρίας
«…Την πρωτοχρονιά όλη η βασιλική οικογένεια πήγαινε με κάθε επισημότητα στην Μητρόπολη μέσα σε ανοικτά αμάξια à la Daumont, με τέσσερα άλογα και με συνοδείαν μιας ύλης ιππικού. Στους δρόμους ήταν παρατεταγμένος ο στρατός, και πίσω του στεκόνταν τα πλήθη κ′ εζητωκραύγαζαν. Μετά την δοξολογία γυρίζαμε στ′ Ανάκτορα, κι′ εκεί η Μητέρα, εγώ κι όλες οι κυρίες φορούσαμε μιά στολή ελληνική που η Μητέρα είχε καθιερώσει για ενδυμασία της Αυλής. Κατόπιν πηγαίναμε στην Αίθουσα του Θρόνου, όπου μας περίμεναν ο Πατέρας και τ′ αδέρφια μου, με μεγάλη στολή. Οι γονείς μου έστεκαν σ΄ένα χαμηλό βάθρο εμπρός στο θρόνο, με τους Πρίγκιπες στα δεξιά τους και τις Πριγκίπισσες στ′ αριστερά τους. Οι κυρίες της αθηναϊκής κοινωνίας περνούσαν μπρός απ′ τους γονείς, υποκλίνοντο κ′ έφιλούσαν το χέρι της Μητέρας. Το ίδιο κ′ οι υπουργοί και οι αξιωματικοί του Στρατού και του Ναυτικού που ήσαν τοποθετημένοι στην πρωτεύουσα. Ήταν χαρά να τους κοιτάμε να περνούν, και, αν τύχαινε να είναι ανάμεσά τους ένας στενός γνώριμος, λέγαμε αστεία με σιγανή φωνή για να τον πειράξουμε.
Την ίδια ημέρα είχαμε και την υποδοχή του διπλωματικού σώματος: όλοι οι ξένοι διπλμωμάται στέκονταν στη σειρά, κ΄έπρεπε να περάσουμε μπροστά τους και να πούμε μερικά λόγια στον καθένα. Ήταν σκληρή δουλειά – το λέω εκ πείρας – και την αντιπαθούσαμε εξαιρετικά. Ο Βέλγος πρέσβυς, ο Βαρώνος Γκιγιώμ, που ήταν στην Αθήνα για καιρό, ήταν στενός μου φίλος, και θυμάμαι πως όταν έφθανα σ΄αυτόν συνήθιζα να τον παρακαλώ να μου μιλάη εκείνος, γιατί είχα εξαντλήσει με τους άλλους όλα τα θέματα της τυπικής συνομιλίας.
Την δεύτερη μέρα του Νέου Έτους ήταν ο μεγάλος χορός της Αυλής: εμείς τα παιδιά κοιτάζαμε το θέαμα από ένα παράθυρο, αλλά δεν μας άφηναν μα μείνουμε μετά τα μεσάνυχτα. Το επόμενο πρωί τρέχαμε ενωρίς στην αίθουσα του χορού ψάχνοντας για χαμένα κοσμήματα, και όλο και κάτι βρίσκαμε. Ένας από τους αδελφούς μου βρήκε κάποτε ένα μαργαριτάρι με διαμάντια κι ο Πατέρας το κράτησε στη συλλογή του επί χρόνια, περιμένοντας να εμφανισθή ο κάτοχος -που ποτέ όμως δεν παρουσιάσθη.
Όταν έκλεισα τα δεκαεπτά μου χρόνια επέτρεψαν και σ΄εμένα να πάω για πρώτη φορά στον χορό αυτόν, και θυμάμαι πως διασκέδασα εξαιρετικά. Σαν παιδί είχα πάει φυσικά σε παιδικούς χορούς που έδιναν τ’ αδέρφια μου, και πάντα διάλεγα τους πιό ψηλούς καβαλιέρους. Ο χορός της Αυλής ήταν βεβαίως επίσημη υπόθεσις, κ΄οι κόρες του Βασιλέως διάλεγαν τους καβαλιέρους τους για όλους τους χορούς, εκτός από το «κοτιγιόν» στο οποίον οποιοσδήποτε μπορούσε να μας ζητήση να χορέψουμε. Τ΄αδέρφια μου δεν συμπαθούσαν τους επίσημους χορούς γιατί έπρεπε να φορούν μεγάλη στολή, που τους ήταν άβολη. Τα μεσάνυχτα παίρναμε ¨το «σουπέ» με το διπλωματικό σώμα, ύστερα γυρίζαμε στην αίθουσα του χορού για το κοτιγιόν, το πιό όμορφο μέρος της βραδιάς. Ο χορός κρατούσε συνήθως ως τις τέσσερις και πέντε το πρωί…»
Η πριγκίπισσα Μαρία της Ελλάδος (1876-1940) ήταν το πέμπτο παιδί και η δεύτερη κόρη του βασιλιά Γεωργίου Α′ και της βασίλισσας Όλγας. Μεγαλύτερα αδέρφια της ήσαν: ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο πρίγκιπας Γεώργιος, η πριγκίπισσα Αλεξάνδρα και ο πρίγκιπας Νικόλαος. Μετά την Μαρία γεννήθηκαν οι πρίγκιπες Ανδρέας και Χριστόφορος.
Κείμενο : Τέπη Πιστοφίδου