Στα 1911, Άνοιξι θάτανε, γιατί το παν ευωδίαζε και λουόταν κατ΄από τις αχτίδες ενός χρυσοστέφανου ήλιου, βρέθηκα παρέα με το Φλώρο Πάγκαλο, ένα θεότρελλο παιδικό μου φίλο, που σήμερα (1969) είναι Συνταγματάρχης εν αποστρατεία, επιβλέποντας την καλλιεργειαν των κτημάτων του πάνω στις ψηλές ράχες της Απειράνθου της Νάξου.
Του Νικολάου Πολυχρόνη
Μ΄αυτό λοιπόν το θεότρελλο παλλικάρι που στους πολέμους γέμισε το κορμί του από πληγές και το στήθος του από παράσημα, στην ωραία ηλικία των 21 ετών, βρέθηκα το μαγευικό εκείνο πρωινό στην Ακρόπολι, κάτω από τη σκιά της μετόπης του Παρθενώνος.
Κόσμος ήταν μαζεμένος εκεί δίπλα στο ακατάλυτο μνημείο. Κάποιος σπουδαίος Γερμανός Αρχαιολόγος, ανεβασμένος στην κορυφή ενός σωρού από κομματιασμένα μάρμαρα, έκανε φαίνεται μιά πολύ ενδιαφέρουσα αρχαιλογική ομιλία, αν έκρινε κανείς από το καλό κόσμο και τα ψηλά καπέλλα που τον παρακολουθούσαν με προσοχή.
Πλησιάσαμε κι΄εμείς, έτσι από περιέργεια, αλλά στην παρυφή της ομηγύρεως σταματήσαμε σαν μαγνητισμένοι.
Μια κοπέλλα με καστανόξανθα μαλλιά, με γαλανά μάτια και τριανταφυλλένια μάγουλα, καθόταν λίγο πάρ – έξω από κει που σταθήκαμε, σαν κάποιο ξωτικό λουλούδι που είχε ξεφυτρώσει ανάμεσα στα σπασμένα μάρμαρα, που βρισκόταν ακόμα, ατάκτως σωριασμένα εδώ και εκεί την εποχή εκείνη.
Θάταν ως δεκαεννέα χρόνων. Φαινόταν να ήταν ξένη. Ίσως παιδαγωγός σε κάποιο πολύ πλούσιο σπίτι της Αθήνας, γιατί τα παιδιά που συνώδευε, ένα αγόρι 10 χρόνων κι΄ένα κορίτσι 7, ήσαν εξαιρετικά καλοντυμένα.
Στον έκδηλο θαυμασμό μας, γύρισε κατά πάνω μας, τα μάτια της. Ένα πλήθος από γαλάζια κύματα ξεχύθηκαν από τα βλέμματά της, ενώ ένα γλυκύ χαμόγελο, άνθισε στα κοραλλένια της χείλη. Το βλέμμα της σταμάτησε κάπως περισσότερο επάνω μας σαν και να περίμενε κάτι το ιδιαίτερο κι΄από τους δυό μας. Και η πριγκίπισσα Ελένη, γιατί αυτή ήταν, μαζί με τ’ αδέρφια της, τον Παυλάκη και την Ειρήνη, αντί το χαιρετισμό ή την υποκλισί μας, βρήκε ένα άγριο φλερτ κι΄από τους δυο μας, που διεκδικούσαμε με πείσμα την εκ μέρους της ανταποκρισί του.
— Εμένα, βρε, κοιτάζει, μου ψιθύρισε ο Πάγκαλος. Δεν βγάνεις τα στραβά σου από τη μέση;
— Καλά, ζαβέ, έλεγ΄από μέσα μου, ακόμα δεν κατάλαβες πως το βλέμμα της βυθίζεται στο δικό μου;
Η πριγκίπισσα, που στην αρχή φάνηκε αμήχανη από τη συμπεριφιρά μας, καταλαβαίνοντας τη γκάφα μας, άρχισε να διασκεδάζη μαζί μας και θέλοντας να διαπιστώση μέχρι ποιού σημείου έφθανε ο κατήφορος που πήραμε, μας τροφοδοτούσε με γαλάζια βλέμματα και πνιχτά χαμόγελα, που για κείνην αποτελούσαν την απόρροια της κωμικής παρεξηγήσεως που αντιμετώπιζε, ενώ για μας αποτελούσαν εναύσματα για την νεανική καρδιά μας.
Δεν ήξευρα τί να κάμω. Να συγκρατώ τον ατίθασο Πάγκαλο να μης της πετάξη κανένα φθηνό ερωτόλογο ή να συγκρατήσω τον εαυτόν μου από του να γονατίσω και προσφεροντά της ένα μυρωμένο τριαντάφυλλο που κρατούσα στο χέρι, να της ψιθυρίσω χωρίς να ξέρω ότι την προσαγορεύω με την πραγματική της ιδιότητα:
–Βασιλοπούλα μου χαρισέ μου την καρδιά σου!
Ευτυχώς η λύσις επήλθεν απρόοπτος, αλλά για να περιπλέξη ακόμα περισσότερο την κατάστασι. Ο Γερμανός αρχαιολόγος που αγόρευε, κάπως στραβοπάτησε και βρέθηκε καθιστός πάνω στο σωρό των σπασμένων μαρμάρων. Ευκίνητος, ανασηκώθηκε αμέσως και συνέχισε την ομιλία του, όχι όμως προτού ο Πάγκαλος που τον πήρε το μάτι του να πέφτη, να ξεφωνήση:
— Πάει γκρεμοτσακίστηκε ο Γερμανοκούταλος!
Τί ήταν εκείνο που αντικρήσαμε; Ένας άνδρας με πολιτική περιβολή , ψηλός σαν πύργος και μιά κυρία δίπλα του, έστρεψεν αποτόμως τα προσωπά των προς το μέρος που ακούσηκε η φωνή. Ποτέ μου δεν φαντάστηκα λαιμούς ανθρώπων να κάνουν μιά τέτοια ολοκληρωτική στροφή με εντελώς ακίνητο τον κορμό τους. Τα γαλανά μάτια του πελωρίου άνδρα, ήταν γεμάτα από τέτοια οργή που θα την αντίκρυζες μόνο σ΄ένα μανιασμένο γαλάζιο κύμα, ενώ τα γκριζιγάλανα μάτια της κυρίας σπίθιζαν τόσο τρομερά που μόνο με σχήματα φωτεινών φιδιών μπορούσες να τα παραβάλλεις.
— Βρε παιδιά προσέχτε και λιγάκι, μας ψιθύρισε κάποιος κύριος δίπλα μας. Δεν βλέπετε τον διάδοχο Κωνσταντίνο με την Σοφία;
Νομίσαμε πως ο ουρανός έπεσε και μας πλάκωσε. Μα και η σκέψις μας που μόλις λειτουργούσε στράφηκε κι΄αλλού.
— Με συγχωρείτε κύριε, ψιθύρισα στον πληροφορητή μας, μήπως και η κοπέλλα εκείνη….
— Είναι η πριγκίπισσα Ελένη με τα Βασιλόπουλα. Το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να το σκάσετε όσο γρηγορώτερα μπορείτε.
— Βρε τί πάθαμε, μου ψιθύρισε ο μέλλων Συνταγματάρχης Πάγκαλος, ενώ ήδη ευρισκόμεθα εν υποχωρήσει. Και τώρα, από που βγαίνουμε; μου είπε. Η έξοδος από τα Προπύλαια είναι πιασμένη από χωροφύλακες. Δεν ξέρεις να υπάρχη καμμιά άλλη κατάβασις από την Ακρόπολι;
— Ξέρω δυό του είπα. Αλλά να μου ειπής ποιάν προτιμάς καλύτερα. Αυτήν απ΄όπου έπεσεν η Άγραυλος ή εκείνην απ΄όπου έπεσεν η Μαίρη του Μιμήκου;
Κείμενο από το βιβλίο του Ν. Π. Πολυχρόνη «Σκόρπιες Θύμησες», Αθήνα 1969, Ιδιωτική Έκδοση. Ο Νικόλαος Πολυχρόνης υπήρξε δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ακρόπολις» και άλλων εντύπων. Εργάστηκε και στην Εθνική Τράπεζα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έγραψε επίσης αρκετά λογοτεχνικά βιβλία.