Το δεύτερο από τα παιδιά του βασιλέως Γεωργίου Α΄και της βασίλισσας Όλγας που έγραψε τα απομνημονεύματά του ήταν η πριγκίπισσα Μαρία. Η Μαρία μετά τον θάνατο της αδερφής της Αλεξάνδρας ήταν η μόνη θυγατέρα των βασιλέων Γεωργίου και Όλγας. Μικροσκοπική και λεπτοκαμωμένη, εμφανίσιμη αλλά όχι όμορφη, διέθετε μια αποφασιστική προσωπικότητα και ένα δυναμισμό που απέδειξε σε πολλές περιόδους της ζωής της. Οι συγγενείς της την αποκαλούσαν «Greek Μinnie» για να την ξεχωρίζουν από την θεία της, αυτοκράτειρα της Ρωσίας, Μαρία Φεοντόροβνα, που επίσης έφερε το ίδιο υποκοριστικό.
Το 1951 ο δεύτερος σύζυγός της, ναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης, δημοσίευσε τα απομνημονεύματά της με τον τίτλο «Αναμνήσεις της Βασιλόπαιδος Μαρίας». Γράφει ο ίδιος στον πρόλογό του:
«Η παρούσα έκδοσις των «Απομνημονευμάτων» της συζύγου μου Βασιλόπαιδος Μαρίας αποτελεί εκπλήρωσιν ιερού καθήκοντος, το οποίον αι πολεμικαί και άλλες περιστάσεις δεν μου επέτρεψαν να φέρω εις πέρας ενωρίτερον.
Μολονότι δια λόγους ευρυτέρας κυκλοφορίας το κείμενον εγράφη εις την αγγλικήν, προηγείται η έκδοσις της ελληνικής μεταφράσεως κατ΄επιθυμίαν της αειμνήστου Πριγκιπίσσης.
Αι «Αναμνήσεις» σταματούν εις το έτος 1933. Είναι συνεπώς προφανές ότι εγράφησαν εις μίαν εποχήν καθ’ ήν αι εντυπώσεις εκ της περιπετείας της βασιλικής Οικογενείας ήσαν έτι νωπαί. Τα φέρετρα των Βασιλέων ευρίσκοντο ακόμη εις το υπόγειον Παρεκκλήσιον της Ρωσικής Εκκλησίας της Φλωρεντίας, όλη δε η οικογένεια ήτο διεσπαρμένη εις διαφόρους χώρας της Ευρώπης και εστερημένη της ελληνικής ιθαγενείας.
Ως εκ τούτου δεν εγένετο καμμία περικοπή εις το κείμενον, αφ΄ενός εξ οφειλομένου σεβασμού προς την μνήμην της Πριγκιπίσσης και αφ΄ετέρου διότι τα γεγονότα εις τα οποία αναφέρεται ανήκουν πλέον εις την Ιστορίαν. Άλλωστε είμαι βέβαιος ότι το ενδιαφέρον του αναγνώστου θα στραφή προς τα σημεία εκείνα τα οποία αποκαλύπτουν τας πτυχάς της ατομικής ζωής της Πριγκιπίσσης, ζωής η οποία δύναται να χρησιμεύση ως υπόδειγμα δια τας νεωτέρας γενεάς.
Πράγματι η ζωή της Βασιλόπαιδος Μαρίας είχεν ως βάθρον την πίστιν εις τον Θεόν, την στοργήν προς τον πλησίον και την αγάπην της Ελληνικής Πατρίδος. Καίτοι εις μίαν εποχήν ήτο η πλουσιωτέρα των Μεγάλων Δουκισσών της Ρωσίας, αργότερον όχι μόνον αντεμετώπισε τα πλήγματα της Μοίρας με εγκαρτέρησιν, αλλά και την ζωήν της αφιέρωσεν εις την ανακούφισιν της δυστυχίας των άλλων, κατά παράδειγμα της Μητρός της, της βασιλίσσης των Ελλήνων Όλγας.
Την αγάπην αυτήν αποκαλύπτουν και αι τελευταίαι σελίδες του ημερολογίου της, αι οποίαι, γραφείσαι εις το κρεββάτι του πόνου, συμπίπτουν με τας ενδόξους νίκας του προελαύνοντος Ελληνικού Στρατού, τον Δεκέμβριον του 1940.
«Ο Θεός να προστατεύη και να σώζη την αγαπημένην μας Πατρίδα», αναφέρει εις κάθε σελίδα. Η ιδία φράσις επαναλαμβάνεται και την 9ην Δεκεμβρίου, ολίγας ημέρας προ του θανάτου της.
Μετά την ημέραν αυτήν αι σελίδες του ημερολογίου είναι λευκαί.
Η Α.Β.Υ. η Βασιλόπαις Μαρία της Ελλάδος απεβίωσε την 13ην Δεκεμβρίου 1940, ημέραν Παρασκευήν, εις τα εν Ψυχικώ Ανάκτορα της Α.Β.Υ. του τότε Διαδόχου Παύλου, με την υστάτην ικανοποίησιν των νικών της Κορυτσάς, των Αγίων Σαράντα και του Αργυροκάστρου, τα οποίας η Ιδία αισθάνεται ως ιεράν ανακούφισιν των τελευταίων στιγμών της ζωής της.
Επί του τάφου της, πλησίον των Γονέων της και εκεί όπου ευρίσκονται οι τάφοι της Βασιλικής Οικογενείας, εχάραξα τα προσφιλές της ρητόν από τους Ψαλμούς:
«Εγγύς Κύριος τοις συντετριμμένοις την καρδίαν, και τους ταπεινούς τω πνεύματι σώσει.»
Αντιναύαρχος Π. Ιωαννίδης Β.Ν. ε.α.
Η πριγκίπισσα Μαρία ήταν το πέμπτο παιδί από τα οκτώ του βασιλιά Γεωργίου Α΄και της μεγάλης δούκισσας Όλγας της Ρωσίας. Από μικρή αγάπησε την Ελλάδα και σίγουρα δεν θα έφευγε ποτέ αν δεν ήταν υποχρεωμένη να πραγματοποιήσει δυναστικό γάμο. Τα αισθήματά της φανερώνει στην εισαγωγή του βιβλίου της:
«Γεννήθηκα στας Αθήνας τον Φεβρουάριο του 1876 (γρηγοριανό Ημερολόγιο). Όπου κι αν βρέθηκα αργότερα-στη Ρωσία, τη Δανία, την Αγγλία ή αλλού στην Ευρώπη-σ’ όλα τα χρόνια που η μοίρα κατέτρεχε την οικογένειά μου, δεν έπαυσα ποτέ να σκέπτωμαι τας Αθήνας, τον τόπο όπου εγεννήθηκα. Δεν έπαυσα ποτέ ν΄αναπολώ τα ευτυχισμένα εκείνα χρόνια που έζησα κάτω από την σκιά της Ακροπόλεως.»
Τα παιδικά της χρόνια κύλισαν με την κλασική ανατροφή μιας πριγκίπισσας της εποχής της. Επίβλεψη από διάφορες γκουβερνάντες και ιδιαίτερα μαθήματα από καθηγητές που είχαν επιλεγεί σχολαστικά από τον βασιλιά Γεώργιο Α΄.
«Από όλα τα παιδιά του Βασιλέως Γεωργίου, η Πριγκήπισσα Μαρία ήτο εκείνη η οποία του ωμοίαζε περισσότερον ως προς τον χαρακτήρα. Ευφυεστάτη, εύθυμος, ετοιμόλογος και ζωηρά, ειλικρινής, απλουστάτη και αφελής όσον δεν δύναται τις να φαντασθή· όταν έδιδε την φιλίαν της, την έδιδε δια παντός.» αναφέρει για αυτήν η Κυρία επί των Τιμών Χριστίνη Κριεζή-Κωστή στο βιβλίο της «Αναμνήσεις εκ της Αυλής του Γεωργίου Α΄».
Η Μαρία περιγράφει στο βιβλίο της πολύ παραστατικά την ζωή της οικογένειας στα διάφορα κτήματα που διέθεταν οι βασιλείς. Η ίδια αναφέρει στο βιβλίο της:
«Ο Πατέρας είχε ένα μικρό κτήμα στην είσοδο του λιμανιού στον Πειραιά. Το έλεγαν «Θεμιστοκλής», από τον νικητή της Σαλαμίνος, που το μνημείο του υποτίθεται πως βρίσκεται εκεί κοντά. Στον «Θεμιστοκλή» πηγαίναμε τις Κυριακές κ΄ετρώγαμε στο μικρό περίπτερο. Ο Πατέρας αγαπούσε πολύ αυτό το κτήμα, γιατί ήταν δίπλα στη θάλασσα, που δεν είχε παύσει ποτέ να λατρεύη από τότε που είχε αρχίσει την σταδιοδρομία του στο Ναυτικό. Του άρεσε ν΄αντικρίζη τα πλοία που έμπαιναν ή έβγαιναν από το λιμάνι. Αργότερα, όταν μεγαλώσαμε, δίναμε μερικούς χορούς στον «Θεμιστοκλή» την τελευταία Κυριακή της αποκριάς κ΄εκαλούσαμε τους φίλους μας.
(..) Τα καλοκαίρια τα περνούσαμε σ΄ένα όμορφο θέρετρο, το «Τατόϊ», δεκατέσσερα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα, που είχε αγοράσει ο Πατέρας το 1871(1) από την οικογένεια Σούτσου. Το Τατόϊ, η αρχαία Δεκέλεια, ήταν φρούριο των Σπαρτιατών εναντίον των Αθηναίων, και σώζονται ακόμα ίχνη των παλαιών τειχών. Στην αρχή οι γονείς μου έμεναν στο παλιό σπίτι, που ήταν αρκετά πρωτόγονο, αληθινό χωριατόσπιτο. Είναι θαύμα πως τα κατάφερναν να μένουν όλοι στο μικρό αυτό σπίτι, με τέσσερα παιδιά.
Αλλά ο Πατέρας ήταν άνθρωπος λιτός και ποτέ δεν μας επέτρεπε καμιά πολυτέλεια. Συνήθιζε να λέγη:«Ποιός ξέρει, μπορεί καμιά μέρα να βρεθούμε σε ανάγκη, ή στην εξορία. Πρέπει να συνηθίσετε να ικανοποιήσθε με ολίγα πράγματα.» Ποτέ δεν εφανταζόμαστε, εκείνες τις ευτυχισμένες μέρες, πόσο θα έβγαινε αληθινός. Εγώ προσωπικά του χρωστώ ευγνωμοσύνη γι΄αυτές τις συμβουλές του.
Όσο μεγάλωνε η οικογένεια, χρειάστηκε να χτιστή στο Τατόϊ ένα σπίτι μεγαλύτερο, που να την χωράη. Όλοι μας αγαπούσαμε την μικρή αυτή γωνιά της γης όσο κι ο Πατέρας, κ΄είχαμε απόλυτη ελευθερία να κάνουμε ό,τι θέλουμε και να τρέχουμε στο δάσος. Η Μητέρα είχε κτίσει ένα παρεκκλήσιο μέσα στον πευκιά, δέκα λεπτά από το σπίτι, κι΄κεί πηγαίναμε τις Κυριακές και τις γιορτές.
(..)Στο Τατόϊ το πρωινό σερβιριζότανε στο περιβόλι, σ΄έναν εξώστη πάνω από την λίμνη, με κισσούς, τριαντάφυλλα και αγιοκλήματα σε βέργες σιδερένιες. Μερικά σκαλοπάτια από την εκκλησία έφθαναν στο μέρος όπου παίζαμε κατά τα διαλείμματα των μαθημάτων μας. Ήτο από κάτω από θαυμάσια έλατα. Πηγαίναμε επίσης ιππασία σ΄όλο το κτήμα, μαζί με τον Πατέρα, ή περίπατο στις ράχες και τις ρεματιές, κ΄έτσι ξέραμε όλον τον τόπο απ΄έξω.
Συνήθως εμέναμε στο Τατόϊ ίσαμε τα μέσα Οκτωβρίου, αλλά από τον Σεπτέμβριο ξαναρχίζαμε τα μαθήματά μας. Οι δάσκαλοι έρχονταν με αμάξι τρεις φορές την εβδομάδα κ΄είναι παράξενο πως διατηρούσαν την υπομονή τους ύστερα από το κουραστικό αυτό δίωρο ταξίδι. Την 1ην Οκτωβρίου, που άνοιγαν τα σχολεία, τ’ αγόρια γύριζαν οριστικά στην Αθήνα.
Εκτός από το Τατόϊ ο Πατέρας είχε και μιαν άλλη όμορφη γωνιά: στην Κέρκυρα. Την έλεγε «Μον Ρεπό», γιατί στ΄αληθινά ήταν το μόνο μέρος όπου μπορούσε να ξεκουραστή. Μα είχαμε κι άλλο ένα παλάτι μες στη χώρα, που χρησιμοποιούσαμε σε επίσημες περιστάσεις, δείπνα, δεξιώσεις και τελετές.
Το «Μον Ρεπό» είναι χτισμένο πάνω από την θάλασσα. Θέρετρο των Άγγλων αξιωματικών στα παλιά χρόνια, έχει όλες τις ανέσεις του αγγλικού σπιτιού κ΄ένα σωρό ταράτσες και εξώστες. Το περιβόλι είναι πανέμορφο, με κυπαρίσσια γέρικα, και δένδρα φουντωμένα, και λουλούδια, κ΄ένα μικρό παρεκκλήσιο σε μια γωνιά του. Πηγαίναμε εκεί την άνοιξη που το νησί όλο μοιάζει μ΄ένα απέραντο περιβόλι, κάναμε μπάνια, παίζαμε στα βράχια, τρέχαμε κάτω από τις πορτοκαλιές, κι όλη μας η ζωή έμοιαζε ξένοιαστη και ουράνια. Στο «Μον Ρεπό» γεννήθηκαν δύο από τα αδέρφια μου: ο Γεώργιος και η Αλεξάνδρα.»
Ήταν μόλις έξι μηνών όταν πραγματοποίησε με την οικογένειά της το πρώτο της ταξίδι στην Δανία ενώ το 1886 σε ηλικία 10 ετών επισκέφτηκε την Ρωσία (σίγουρα είχε μεταβεί πιο μικρή στην Ρωσία με την μητέρα της αλλά η ίδια αυτήν την επίσκεψη αναφέρει ως πρώτη στο βιβλίο της). Στην Οδησό περίμενε την μητέρα της, βασίλισσα Όλγα, την δεκαεξάχρονη αδερφή της Αλεξάνδρα, τον τετράχρονο αδερφό της Ανδρέα, και την ίδια, η αυτοκρατορική αμαξοστοιχία για να τους μεταφέρει στο Παυλόσκ όπου έμεναν οι γονείς της βασίλισσας Όλγας. Η πολυτέλεια του αυτοκρατορικού σιδηροδρόμου εντυπωσίασε την Μαρία και τον περιέγραψε πολύ παραστατικά στο βιβλίο της: «Ήταν μια αποκάλυψη για μας το τραίνο τούτο, γιατί παρόμοιο δεν είχαν δει τα μάτια μας ως τότε: είχε σαλόνι, υπνοδωμάτια, τραπεζαρία – σαν θαλαμηγός – και τα οχήματα συγκοινωνούσαν μεταξύ των, ευκολία ανύπαρκτη ακόμα στους άλλους ευρωπαϊκούς συρμούς της εποχής. Ιδιαιτέραν εντύπωση μου έκαμε – θυμάμαι – το διαμέρισμα ύπνου της Μητέρας, που είχε μιαν αχνογάλαζη επένδυση κι αντί για κρεβάτι ένα μεγάλο δίχτυ από χοντρό μεταξωτό γαλάζιο σχοινί. Πάνω στο δίχτυ ήταν το στρώμα, κ΄η αιωρούμενη αυτή κλίνη λικνιζότανε, καθώς το τραίνο προχωρούσε, κι αλάφρωνε το τράνταγμα και την ταλαιπωρία.(..) Στον Σταθμό του Παυλόσκ μας περίμενε η Γιαγιά, η Μεγάλη Δούκισσα Κωνσταντίνου. Την έβλεπα για πρώτη φορά, και μου έκαμαν μεγάλη εντύπωση η ομορφιά και η αρχοντιά της. Ήταν πανύψηλη, με υπέροχη κορμοστασιά και πάντα ντυμένη με θεσπέσια καλαισθησία. (..) Η Μεγάλη δούκισσα Κωνσταντίνου ήταν φημισμένη σ΄όλη την Ευρώπη για τα κοσμήματά της, με τα οποία στολιζότανε ολόκληρη στις επίσημες τελετές. Όσο ήμουνα μικρή το γεγονός αυτό δεν μου έκανε εντύπωση, αλλ΄όταν πια μεγάλωσα έμενα πάντα έκθαμβη εμπρός στο θέαμα των λαμπερών διαμαντικών και των μαργαριταριών που το καθένα ήταν μεγάλο σαν φουντούκι. Όλα τα ατίμητα αυτά κοσμήματα χαθήκανε, μαζί με κάθε τι άλλο, στην Μπολσεβικική Επανάσταση κ΄είναι πολύ απίθανο αν θα ξαναβρεθούν ποτέ.»
Στις 5 Ιουνίου 1889 τελέστηκαν στην Αγία Πετρούπολη οι γάμοι της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας με τον μέγα δούκα Παύλο Αλεξάντροβιτς. Η Αλεξάνδρα ήταν το πρώτο από τα παιδιά του Γεωργίου Α΄και της Όλγας που παντρεύτηκε. Δυστυχώς δύο χρόνια αργότερα (24 Σεπτεμβρίου 1981) η Αλεξάνδρα θα έχανε την ζωή της μετά τον πρόωρο τοκετό του δεύτερου παιδιού της. Ο θάνατος της Αλεξάνδρας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ζωή της Μαρίας.
Τον Απρίλιο του 1896 η Μαρία αρραβωνιάστηκε τον μέγα δούκα Γεώργιο Μιχαήλοβιτς, εγγονό του τσάρου Νικολάου Α΄. Στο βιβλίο της η Μαρία είναι πολύ λιτή στην αναφορά της σε αυτό το σπουδαίο γεγονός της ζωής της:«Τον Απρίλιο ο Μέγας Δουξ Γεώργιος της Ρωσίας ήλθε στην Αθήνα να με ζητήση εις γάμον, και εδέχθηκα». Ο γάμος τους όμως άργησε να πραγματοποιηθεί. Η Μαρία δεν επιθυμούσε να φύγει από την Ελλάδα. Ήταν στενά συνδεδεμένη με τον πατέρα της. Συχνά τον συνόδευε στις επίσημες τελετές. Ο θάνατος της αδερφής της στην Ρωσία, χώρα που και η ίδια θα εγκαθίστατο μετά την τέλεση των γάμων της, την είχε επηρεάσει αρνητικά. Ιστορικοί αναφέρουν πως είχε θυμώσει πολύ εναντίον των Ρώσων γιατί έκρινε πως δεν βοήθησαν επαρκώς τους Έλληνες στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η καθυστέρηση της τέλεσης των γάμων της εξαγρίωσε τον Τσάρο ο οποίος θεωρούσε πως θιγόταν η τιμή της δυναστείας των Ρομανώφ. Το Πάσχα του 1900 ο μεγάλος δούκας Γεώργιος μετέβη στην Κέρκυρα όπου διέμενε η βασιλική οικογένεια της Ελλάδος. Η Μαρία δέχτηκε να τον παντρευτεί μετά από τέσσερα χρόνια αναμονής, γεγονός σκανδαλώδες σύμφωνα με τα ήθη της εποχής. Η ίδια δεν κάνει καμία επεξήγηση για αυτήν την πολύχρονη αναμονή. Κάνει όμως μια εύστοχη αναφορά στις συγγενικές σχέσεις που επικρατούσαν στην δυναστεία των Ρομανώφ : «Την εβδομάδα του Πάσχα επήγαμε όλοι στην Κέρκυρα όπου ήλθε και μας συνάντησε ο μνηστήρ μου, ο Μέγας Δούξ Γεώργιος Μιχαήλοβιτς. Στο σημείον αυτό πρέπει να προσπαθήσω να εξηγήσω με ποιόν τρόπο ο γάμος της αδελφής μου και ο δικός μου μπέρδεψαν τις συγγενικές σχέσεις της οικογένειάς μου: Και οι δύο παντρευτήκαμε πρώτους εξαδέλφους της μητέρας μας. Η δεύτερη αδελφή του πατέρα μου, η Αυτοκράτειρα Μαρία Φεοδώροβνα, ήταν η νύφη του Μεγάλου Δουκός Πάυλου, του συζύγου της αδελφής μου, ο οποίος ήταν ο νεώτερος αδελφός του Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου του Γ΄, και συνεπώς η αδελφή μου κατέληξε με αυτόν τον τρόπο να γίνη συννυφάδα της θείας της! Ο πατέρας του συζύγου μου ήταν αδερφός του παππού μου! Θα πρέπη όμως να λυπηθώ τους αναγνώστας μου και να μην προχωρήσω περισσότερο. Νομίζω πως τελικά έφθασα να είμαι θεία του εαυτού μου!»
Με την άδεια του αυτοκράτορα Νικολάου Β΄, ο γάμος τελέστηκε στην Κέρκυρα. «Έτσι αισθάνθηκα ανακούφιση», μας πληροφορεί στο βιβλίο της, «που δεν ήμουν υποχρεωμένη να εμφανισθώ με την μεγαλοπρεπή αμφίεση και τα κοσμήματα μιας Αυτοκρατορικής Νύφης, όπως συνηθίζεται στη Ρωσία. Το νυφικό μου ήταν από λευκό σατέν, και στο κεφάλι μου έφερα ένα μικρό στέμμα που η Μητέρα είχε παραγγείλει ειδικά για την περίσταση. Ήταν από κόκκινο βελούδο σε συρμάτινο σκελετό, και στο βελούδο ήταν ραμμένα μερικά διαμάντια κ΄ένας μικρός διαμαντένιος σταυρός στην κορυφή. Ήταν τόσο ωραίο που όλοι λυπηθήκαμε όταν, μετά την τελετή, χρειάσθηκε να ξηλωθή. Από το στέμμα κρεμόταν επίσης ο νυφικός δαντελωτός πέπλος. Όλοι μας είχαμε φορέσει τον ανεκτίμητο αυτόν πέπλο στην βάπτιση μας. Δυστυχώς λίγα χρόνια αργότερα κάηκε στην πυρκαγιά των Ανακτόρων των Αθηνών.
Ο γάμος έγινε σε μία μικρή εκκλησία στο παλαιό Ενετικό Φρούριο. Για να φθάσουμε εκεί χρειάσθηκε να περάσουμε με αμάξι την κρεμαστή γέφυρα. Σε ανοικτό αμάξι, επειδή ο καιρός ήταν ζεστός, καθόμουν εγώ με την Μητέρα, και ακολουθούσαν σε άλλο ο Πατέρας με τον γαμπρό. Την ουρά του νυφικού κρατούσαν ο αδελφός μου Χριστόφορος, που ήταν τότε δώδεκα ετών, και ο ανεψιός μου Γεώργιος (ο νυν Βασιλεύς των Ελλήνων), που ήταν δέκα ετών, και οι δύο ντυμένοι με λευκή ναυτική στολή. Στους δρόμους ήσαν παρατεταμένοι Έλληνες στρατιώται και Ρώσοι ναύται. Σημαίες ήσαν κρεμασμένες από παντού, και ο πληθυσμός ήταν γεμάτος ενθουσιασμό.»
Η μεγάλη δούκισσα Μαρία ανεχώρησε από την Κέρκυρα την ίδια μέρα που τελέστηκαν οι γάμοι της με τον μέγα δούκα Γεώργιο. Δυστυχώς η αναχώρησή της πραγματοποιήθηκε με κλάματα.
«Με τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς γράφω τας γραμμάς αυτάς. Επιστρέφομεν από την αποβάθραν, όπου απεχαιρετήσαμεν την αγαπητήν μου φιλτάτην Πριγκιπέσσαν τώρα πλέον Μαγάλην Δούκισσαν της Ρωσσίας. Ο Θεός μαζύ της, και είθε να είναι ευτυχής όσον της αξίζει!(..) Επεβιβάσθη της λέμβου. Η μουσική ανέκρουσε τον Ελληνικόν Ύμνον, και ο κόσμος εφώναξε: «Ζήτω της Βασιλοπούλας μας». Και απεμακρύνθη η βάρκα η φέρουσα την αγαπητήν Πριγκιπέσσαν κλαίουσαν απαρηγόρητα, διότι απεμακρύνετο της αγαπητής της Πατρίδος.» μας πληροφορεί στο βιβλίο της η Κριεζή.
Μετά τον μήνα του μέλιτος, που τον πέρασαν στην Ιταλία και στην Αυστρία, εγκαταστάθηκαν – όπως ήταν αναμενόμενο – στην Ρωσία, στο παλάτι που διέθετε ο πεθερός της κοντά στην Αγία Πετρούπολη. Κάθε χειμώνα αναζητώντας τον ήλιο της Ελλάδος επέστρεφε στην αγαπημένη της Αθήνα. Το 1901 απέκτησε την πρώτη της κόρη, την Νίνα, και το 1903 την δεύτερη, την Ξένια.
Το 1907 εγκαταστάθηκε στην έπαυλη που έκτισε ο μέγας δούκας Γεώργιος στην Κριμαία. Την ονόμασαν «Χάραξ» και έγινε ο επίγειος παράδεισος της. Είχαν γείτονες πολλά από τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Συχνός επισκέπτης τους ήταν ο τσάρος Νικόλαος Β΄που του άρεσε η παρέα της Μαρίας και του Γεωργίου. Δεν έφευγε ποτέ πριν τα μεσάνυχτα.«Είναι καταπληκτικό πόσο διαφορετική φαίνεται η ζωή όταν έχη κανείς δικό του σπίτι και κήπο. Το αισθανθήκαμε όλοι αυτό μόλις κατοικήσαμε στο «Χάραξ», και προτιμούσαμε να ζούμε εκεί παρά οπουδήποτε αλλού» μας πληροφορεί η Μαρία.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα η δυναστεία του Γεωργίου Α΄ φαινόταν να έχει εδραιωθεί στην Ελλάδα και όλα τα μέλη της ζούσαν μια ήρεμη και απλή ζωή. Τίποτα δεν προμήνυε τα δεινά που θ΄ακολουθούσαν για την ίδια, για την Ευρώπη, αλλά και για την δυναστεία των Ρομανώφ. Ο μέγας δούκας Γεώργιος θα εκτελείτο από τους κομμουνιστές το 1919. Όταν ευρίσκετο φυλακισμένος στο φρούριο Πέτρου και Παύλου στην Πετρούπολη ανέφερε σε μία συγκρατούμενή του που είχε την τύχη να επιζήσει: «Δεν καταλαβαίνω γιατί βρίσκομαι εδώ. Ποτέ δεν αναμείχθηκα στην πολιτική. Η μόνη μου ασχολία και η μόνη μου ευχαρίστηση υπήρξε η συλλογή νομισμάτων. »
Ο μέγας δούκας Γεώργιος ήταν ένας στοργικός σύζυγος και πατέρας. Πιθανώς η Μαρία να μην τον αγάπησε ποτέ, όμως απόλαυσε στα 14 χρόνια που κράτησε ο έγγαμος βίος τους, την άνετη και πολυτελή ζωή που της παρείχε ο πλούτος του, αλλά και τις τιμές που της προσέφερε ο τίτλος της μεγάλης δούκισσας. Ο πεθερός της, μέγας δούκας Μιχαήλ Νικολάγιεβιτς, διέθετε μια πολυτελή έπαυλη στις Κάννες, στην οποία διέμενε συχνά τους καλοκαιρινούς μήνες. Η Μαρία φιλοξενείτο εκεί μαζί με την οικογένειά της. Στις Κάννες συγκεντρωνόντουσαν πολλά μέλη βασιλικών οικογενειών με τα οποία η Μαρία έκανε παρέα. Οι περισσότεροι ήταν και συγγενείς της.
To 1913 ήρθε στην Ελλάδα συγκλονισμένη από την απρόσμενη δολοφονία του πατέρα της για να παραστεί στην κηδεία του. Όταν αναχωρούσε για να επιστρέψει στην Ρωσία δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα περνούσαν επτά ολόκληρα χρόνια μέχρι να πατήσει ξανά το πάτριο έδαφος (1920) και έχοντας αλλάξει η ζωή της ολοκληρωτικά.
Τον Ιούνιο του 1914 αναχώρησε από την Ρωσία με προορισμό την Αγγλία. Ο προφανής λόγος ήταν η εύθραυστη υγεία της κόρης της Ξένιας. Ο γιατρός της υπέδειξε την παραμονή τους σε εύκρατο κλίμα. Πολλοί λένε πως ο κύριος λόγος ήταν η επιθυμία της Μαρίας να απομακρυνθεί από την ρωσική αυλή και τον σύζυγό της. Στο σιδηροδρομικό σταθμό της Βαρσοβίας, ο μέγας δούκας Γεώργιος, με δάκρυα στα μάτια τους αποχαιρέτησε, λες και είχε προαίσθημα για το ζοφερό του μέλλον. Πίστευαν όλοι πως μετά από τρεις εβδομάδες θα συναντιόντουσαν στην Αγγλία. « Το ίδιο βράδυ αποχαιρετούσαμε τον σύζυγό μου στον σταθμό, και ενώ εγώ συνέχισα το ταξίδι μου για το Παρίσι. Ποιός να φανταζόταν τότε πως δεν θα τον ξαναβλέπαμε ποτέ. Δοξασμένος ο Κύριος εν τη ευσπλαχνία Του, που κρατεί το μέλλον σκοτεινόν» αναφέρει η Πριγκίπισσα.
Όταν η μεγάλη δούκισσα ταξίδευε στο εξωτερικό έπαιρνε μαζί της όλα τα κοσμήματά της. Διέθετε, όπως όλες οι μεγάλες δούκισσες, μοναδικής αξίας κοσμήματα, τα οποία είχε ταξινομημένα στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του ανακτόρου όπου διέμενε, σύμφωνα με το είδος των πολυτίμων λίθων που έφεραν. Όταν αναχώρησε για την Αγγλία και έχοντας την προοπτική να παραμείνει μόνο τρεις εβδομάδες, μετέφερε ελάχιστα μαζί της. Αυτά τα ελάχιστα κοσμήματα ήταν τόσο πολύτιμα που της επέτρεψαν να ζήσει αξιοπρεπώς ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Η πρώτη αγοράστρια των κοσμημάτων της ήταν η βασίλισσα Μαίρη της Μεγάλης Βρετανίας. Όταν αργότερα πούλησε μια σειρά από μοναδικά μαργαριτάρια, ο αγοραστής της παρέδωσε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό σε ρευστό. -Πως σκοπεύετε να γυρίσετε τώρα στην οικία σας; την ρώτησε ο αυλάρχης της. – Με το λεωφορείο , του απάντησε…. Ευτυχώς πείστηκε να χρησιμοποιήσει ταξί. Δυστυχώς όπως όλα τα μέλη των Ρομανώφ στην εξορία, και αυτή έπεσε θύμα απατεώνων. Ένας γνωστός της, πήρε μια πολύτιμη καρφίτσα της για να πάει να του την εκτιμήσουν και δεν επέτρεψε ποτέ…
Στις 4 Αυγούστου 1914 η Αγγλία κήρυξε τον πόλεμο στην Γερμανία. Η Μαρία παρέμεινε στην Αγγλία με τις κόρες της. Η θεία της, η χήρα αυτοκράτειρα Μαρία Φεοντόροβνα, είχε αναχωρήσει λίγες μέρες νωρίτερα από την Αγγλία όπου και η ίδια βρισκόταν για να επισκεφτεί την αδερφή της, βασίλισσα Αλεξάνδρα, παρ΄όλους τους κινδύνους του ταξιδιού. Η Μαρία θα μπορούσε να την είχε ακολουθήσει στο ταξίδι της επιστροφής. Πρόβαλε ως δικαιολογία πως τα παιδιά της δεν βρισκόντουσαν στο Λονδίνο. Θα μπορούσε να τα είχε φέρει. Η άρνησή της προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες έσωσε την ζωή της. Τότε έλαβε ένα τηλεγράφημα από τον σύζυγό της που έλεγε:«Περιμένετε όλα θα έχουν τελειώσει σ΄ένα μήνα. Γεώργιος».
Στην Αγγλία, στο Harrogate, η Μαρία οργάνωσε με πολύ δυναμισμό τρεις κλινικές για τους τραυματίες του πολέμου. Ήταν οι μόνες ιδιωτικές κλινικές που υποδεχόντουσαν τραυματίες που τους μετέφεραν απ΄ευθείας από το μέτωπο. Συνολικώς διέθεταν 114 κρεβάτια, 33 νοσοκόμες και δύο άριστα οργανωμένα χειρουργεία. Η νοσηλεία και η ανάρρωση των τραυματιών γινόταν με τον καλύτερο τρόπο. Με πολλούς από τους τραυματίες διατήρησε αλληλογραφία μετά το τέλος του Πολέμου.
Στην διάρκεια της παραμονής της στην Αγγλία συναντούσε συχνά την θεία της βασίλισσα Αλεξάνδρα με την οποία ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένη. Μετά το 1917 όταν τα τραπεζικά εμβάσματα από την Ρωσία σταμάτησαν να καταφτάνουν στο Λονδίνο, την στήριξε πολύ οικονομικώς και ηθικώς η μέλλουσα σύζυγος του αδερφού της, πρίγκιπα Χριστοφόρου, η πάμπλουτη Νάνση Λήντς. Η Μαρία παρέμεινε στην Αγγλία μέχρι το τέλος του πολέμου το 1919. Ο μέγας δούκας Γεώργιος στο τελευταίο του γράμμα της έγραφε: «Αν με μεταφέρουν έξω για να με εκτελέσουν θα τους ζητήσω να μην καλύψουν τα μάτια μου, αλλά να με αφήσουν να τους κοιτώ κατάματα ώστε να δουν πως ο Θεός είναι μαζί μου και δεν φοβάμαι τίποτα.» Λίγες ημέρα αργότερα η σύζυγος του αυλάρχη της, λάμβανε ένα τηλεγράφημα από την Φινλανδία. «’Ενημερώστε την μεγάλη δούκισσα πως ο σύζυγός της, μαζί με τον μέγα δούκα Νικόλαο Μιχαήλοβιτς, και τους μεγάλους δούκες Παύλο Αλεξάνδροβιτς (ο σύζυγος της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας της Ελλάδος) και Δημήτρη Κωνσταντίνοβιτς εκτελέστηκαν χθες». Η μεγάλη δούκισσα είχε κάνει ό,τι ήταν δυνατόν από το Λονδίνο για να σώσει την ζωή του συζύγου της. Όλες της οι ενέργειές της τελικά αποδείχτηκαν μάταιες. Ο μέγας δούκας εκτελέστηκε στο Φρούριο του Αγίου Πέτρου και Παύλου νωρίς την αυγή στις 16 Ιανουαρίου 1919.
Στις 5 Νοεμβρίου 1920 έλαβε το εξής τηλεγράφημα από την μητέρα της, που βρισκόταν στο Τατόϊ: «Ράλλης σχηματίζει νέαν Κυβέρνησιν. Αναλαμβάνω την Αντιβασιλείαν αύριον. Δύνασθε επιστρέψετε οποτεδήποτε θελήσετε. Αγαλλίασις. Ευχαριστώ Ύψιστον». Η χαρά όλων των εξόριστων μελών της βασιλικής οικογένειας ήταν απερίγραπτη. Η Μαρία περιγράφει αυτές τις στιγμές στην βιογραφία της λεπτομερώς: «Μετά την λήψη του τηλεγραφήματος της μητέρας μας ο Ανδρέας, ο Χριστόφορος κ΄εγώ απεφασίσαμε να αναχωρήσουμε αμέσως για την Αθήνα, ενώ οι οικογένειές μας θα μας ακολουθούσαν αργότερα. Στις 7 Νοεμβρίου 1920 ξεκινήσαμε και οι τρεις μας με πολλούς Έλληνες φίλους και γνωστούς, για το Μπρίντεζι με μεγάλο κέφι. Την επομένη επιβιβαστήκαμε στο πλοίο του Λόυδ «Λεόπολις». Ο πλοίαρχος πολύ ευγενικά, μου παρεχώρησε την καμπίνα του. Στις 3μ.μ. της 9ης Νοεμβρίου εφθάσαμε στην Κέρκυρα. Ολόκληρος ο πληθυσμός, που είχε πληροφορηθή την άφιξή μας ήλθε με κάθε είδους βάρκες να μας προϋπαντήση. Χιλιάδες κόσμου ανέβηκαν στο πλοίο μας, και το πλήθος ήταν τόσο πυκνό ώστε δεν υπήρχε χώρος να κουνήση κανείς το πόδι του. Τελικά, και με μεγάλο κόπο καταφέραμε να βγούμε έξω. Ήταν εκεί ο Μητροπολίτης τριγυρισμένος απ΄όλο του τον κλήρο. Εμπήκαμε σ΄ένα αυτοκίνητο, αλλά προχωρούσαμε με μεγάλη δυσκολία, γιατί απ΄όλες τις πλευρές κρεμόταν ο κόσμος. Από τα παράθυρα μας πετούσαν λουλούδια. Τελικά αναγκασθήκαμε να συνεχίσουμε με τα πόδια, γιατί ήταν εντελώς αδύνατο να προχωρήσουμε με το αυτοκίνητο. Οι αδελφοί μου μ΄ εκρατούσαν από την μία και την άλλη πλευρά, και ανοίξαμε δρόμο για την εκκλησία όπου βρίσκεται το λείψανον του Αγίου Σπυρίδωνος, όπου και έγινε δοξολογία.
Από εκεί επήγαμε στο ανάκτορό μας, ακολουθούμενοι πάντοτε από τον λαό. Φθάνοντας στο ανάκτορο χρειάσθηκε να μπούμε μέσα βιαστικά και να κλείσουμε καλά τις πόρτες πίσω μας. Κατόπιν ανεβήκαμε στο μπαλκόνι, απ΄όπου ο Ανδρέας ευχαρίστησε με θερμά λόγια τον λαό για τις συγκινητικές του εκδηλώσεις. Όταν το πλήθος διελύθη επήγαμε με αυτοκίνητο στο Mon Repos, το οποίον μετά τον θάνατο του πατέρα μου ανήκε στον Ανδρέα. Καθώς ετοιμαζόμαστε να φύγουμε είδαμε πλήθος κόσμου που είχε έλθει πεζή κ΄επερίμενε έξω από το σπίτι. Εζητωκραύγαζαν διαρκώς κ΄εφώναζαν: «Φέρτε μας τον Βασιλιά μας!» Κατά τις 7 ξαναπήγαμε στο πλοίο και ξεκινήσαμε αμέσως.
Οι εκδηλώσεις της Κέρκυρας έμελλαν να ξεπερασθούν στας Αθήνας. Την επόμενη, ενωρίς το πρωί, μεταξύ Πατρών και Κορίνθου ξυπνήσαμε από τον χαιρετισμό 21 κανονιοβολισμών του αντιτορπιλλικού «Ιέραξ», που είχε σταλή από την μητέρα μου για να μας προϋπαντήση. Κυβερνήτης του ήταν ένα από τα θύματα του Βενιζέλου, ο πλοίαρχος Ιωαννίδης Β.Ν., ο οποίος είχε παραμείνει τρία χρόνια στη φυλακή επειδή δεν ηθέλησε να προδώση τον όρκο που είχε δώσει στον Βασιλέα του.(..) Στην Κόρινθο η «Λεόπολις» αγκυροβόλησε και ο Πλοίαρχος Ιωαννίδης ανέβηκε επάνω στο πλοίον για να μας πη ότι η Βασίλισσα Όλγα, που ασκούσε τα καθήκοντα Αντιβασιλέως τον είχε στείλει για να μεταφέρη τους τρεις μας στον Πειραιά. Επιβιβασθήκαμε στον «Ιέρακα» και ολοταχώς, μέσον του Ισθμού της Κορίνθου, επλεύσαμε για τον Πειραιά. Η υποδοχή που μας έγινε στον «Ιέρακα» ήταν περισσότερο από συγκινητική. Οι αξιωματικοί και το πλήρωμα, με δάκρυα στα μάτια, μας καλωσόρισαν σαν φίλους χαμένους από πολύν καιρό. Το πλοίο ήταν στολισμένο με κλωνάρια ελιάς, που αποτελούσαν το έμβλημα των Βασιλοφρόνων. Την ώρα που περνούσαμε τον Ισθμό οι χωρικοί των γύρω χωριών είχαν συγκεντρωθή εκατέρωθεν και κατά μήκος όλης της διώρυγος, φωνάζοντας, χειρονομώντας και ρίχνοντας λουλούδια στο πλοίο, καθώς και φωτογραφίες του Βασιλέως Κωνσταντίνου.
Τέλος στας 10 Νοεμβρίου εφθάσαμε στον Πειραιά. Ποτέ, όσο ζω δεν θα ξεχάσω εκείνο το θέαμα. Όλα τα πλοία στο λιμάνι ήταν σημαιοστόλιστα και γεμάτα κόσμο. Ακόμα και τα ξένα πλοία είχαν σημαιοστολισθή, εκτός από ένα γαλλικό πολεμικό, ο μη σημαιοστολισμός του οποίου ήταν ενδεικτικός· εκτός από τον ναύτη σκοπό που ήταν στο πρόστεγο, άλλη ζώσα ψυχή δεν φαινόταν πουθενά.»
Η Μαρία τέλεσε τον δεύτερο γάμος τον Δεκέμβριο του 1922 στο Βίζμπαντεν. Αρχικώς εγκαταστάθηκε με τον σύζυγό της στην Αγγλία και μετά οριστικώς στην Ρώμη όπου εκεί διέμενε και ο πρίγκιπας Χριστόφορος με την μητέρα τους, βασίλισσα Όλγα.
Το 1939 με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ιταλία υπό την φασιστική κυβέρνηση του Μουσολίνι, και κατέφυγε στην Ελλάδα. Φιλοξενήθηκε στο σπίτι των τότε διαδόχων Παύλου και Φρειδερίκης. Έφθασε όμως στην Αθήνα ασθενής και εξασθενημένη. Το καρδιακό νόσημα από το οποίο έπασχε ήταν πολύ σοβαρό. Είχε δύσπνοια και έντονους πόνους στην καρδιά. Αισθανόταν μεγάλη κόπωση και ακόμα και η ομιλία την κούραζε. Ο γιατρός της απαγόρευε στους συγγενείς και φίλους να την επισκέπτονται για πολύ ώρα.
Οι κόρες της είχαν παντρευτεί πολύ νέες και οι δύο. Η Ξένια παντρεύτηκε τον γιό της Νάνσυ Λήντς, Γούλιαμ, και η Νίνα τον πρίγκιπα Paul Chavchavadze. Εγκαταστάθηκαν και οι δύο στην Αμερική στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Οι σχέσεις τους με την μητέρα τους δεν ήταν πολύ αγαστές. Η αυταρχικότητα και η αυστηρότητά της ως μητέρα δεν τους ήταν αρεστή και απομακρύνθηκαν από κοντά της. Η Μαρία, που ήταν κόρη μιας μεγάλης δούκισσα της Ρωσίας, δεν δέθηκε ποτέ ιδιαίτερα με την Ρωσία. Το ίδιο συνέβη και με τις κόρες της. Δεν αισθάνθηκαν κανένα ιδιαίτερο δεσμό με την Ελλάδα και ο δεύτερος γάμος της μητέρας του, σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετά την εκτέλεση του πατέρα τους, τις απομάκρυνε ακόμα περισσότερο απ΄αυτήν. Επιπλέον, μετά τον δεύτερο γάμο της δεν έφερε πλέον τον τίτλο της μεγάλης δούκισσας Γεωργίου, αλλά τον τίτλο της πριγκίπισσας της Ελλάδος.
Η Μαρία που είχε την τύχη να γνωρίσει όλες τις αυλές της Ευρώπης και να ζήσει τις τιμές ως μεγάλη δούκισσα πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου 1940 στα ανάκτορα του Ψυχικού, ένα μήνα μετά την άφιξή της, αφού χειροκρότησε με εθνική υπερηφάνεια το Αλβανικό Έπος και είδε την Ελλάδα νικήτρια και δοξασμένη, όπως την εποχή του αδερφού της, του στρατηλάτη βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄. Δίπλα στο κρεβάτι της είχε ένα τσαρούχι στολισμένο με πολύτιμες πέτρες. «Πάλι έκανε το θαύμα του» έλεγε υπερήφανα.
«Έκειτο επί την κλίνης της εσπαρμένης με άνθη. Αι χείρες της εσταυρωμέναι υπό το μικρόν εικόνισμα, εμαρτύρουν δια της ωχρότητός των ότι τας είχεν εγκαταλείψει η ζωή! Μου εφάνη τόσον νέα, τόσον μικρά, όπως την είχον ιδεί προ τεσσαράκοντα πέντε χρόνων δια πρώτην φοράν, εις το επίσημον εκείνο γεύμα των Ανακτόρων, εις την Αυλήν του Αειμνήστου Πατρός της, οπότε ήτο δεκαεννέα χρονών.
(..) Η Βασιλόπαις Μαρία-Μαγδαληνή, θυγάτηρ του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄και της Βασιλίσσης Όλγας, γεννηθείσα την 20ην Φεβρουαρίου 1876, ενεταφιάσθη εις το Τατόι, πλησίον των Αημνήστων Γονέων της και αδελφών και την εκάλυψε το νωπόν του χώμα, επί του οποίου έπαιξεν ως μικρό παιδί, και ως νεάνις ωνειροπόλησε την μέλλουσαν ζωή της.
Εκεί θα ακούη πάντοτε τον θρουν των δένδρων και το κελάηδημα των μικρών πουλιών, το οποίον όταν επεριπατούσαμεν μαζί, εσταματούσε και ήκουε προσεκτικά.» Εκεί στα νεανικά της χρόνια γελούσε ανέμελα όταν τις Κυριακές συγκεντρωνόντουσαν οι φίλοι της ίδιας και των αδερφών της. «Τι γέλια και τι ευθυμία εσκορπίζετο υπό τα πυκνά δένδρα του δάσους, όταν ο Χρήστος Χατζηπέτρος – αργότερα υπασπιστής του βασιλιά Κωνσταντίνου – άρχιζε τις διηγήσεις του. Ο ηχηρός γέλως της πριγκίπισσας Μαρίας, ακουγόταν παντού.»
Στην λίμνη «Κιθάρα» που βρίσκεται μέσα στο κτήμα του Τατοΐου υπήρχαν δύο μικρές πηγές οι οποίες έφεραν τα ονόματα των δύο θυγατέρων του Γεωργίου Α΄, «βασιλοπούλα Αλεξάνδρα» και «βασιλοπούλα Μαρία». Η ζωή το έφερε να αναπαύονται και οι δύο πριγκίπισσες στο κοιμητήριο του Τατοΐου, παρόλο που παντρεύτηκαν Ρώσους Ευγενείς. Η αγάπη τους για την Ελλάδα επιβλήθηκε στην πριγκιπική τους μοίρα και τώρα «κατοικούν ανενόχλητες» και οι δύο στον τόπο που τόσο αγάπησαν.
Τα απομνημονεύματα της πριγκίπισσας Μαρίας δημοσιεύτηκαν και στην Αμερική το 1988 από τα δύο της εγγόνια, Νάνση και Ντέιβιντ, με τίτλο «Α Romanov Diary» σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία.
(1) Η ημερομηνία της αγοράς του κτήματος του Τατοΐου που αναφέρει η πριγκίπισσα Μαρία στο βιβλίο της είναι λανθασμένη. Η αγορά έγινε στις 15 Μαΐου 1872.
Επιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου.
Βιβλιογραφία:
- Αναμνήσεις της Βασιλόπαιδος Μαρίας, Εκδόσεις «ΑΛΦΑ» , Ι.Μ. ΣΚΑΖΙΚΗ
- Αναμνήσεις εκ της αυλής Γεωργίου Α΄, Χριστίνης Ν. Κωστή, Αθήναι 1949
- Not all Vanity, Baroness de Stoeckl, London 1950
- My dear Marquis, Baroness de Stoeckl, London 1952 . H Baroness de Stoeckl ήταν η σύζυγος του Αυλάρχου της μεγάλης δούκισσας Γεωργίου.
- Royalty Digest Quarterly, issues 2 and 3 , 2014, A True Daughter of Greece, by Charlotte Zeepvat
- Iστότοπος Pireorama