Του Νικολάου Στεφανίδη
Μόνο δύο μήνες απομένουν μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο και τα δεινά της Βραζιλίας συνεχίζονται αμείωτα, με υπουργό στην προσωρινή κυβέρνηση να αναγκάζεται να παραιτηθεί αφού κατηγορήθηκε ότι συνωμοτούσε για να σταματήσει την πανεθνική έρευνα για τη διαφθορά στη χώρα. Δεν είναι μόνο η Πρόεδρος της αχανούς χώρας, Ντίλμα Ρούσεφ που ερευνάται, φυσικά. Το ένα τέταρτο του Κογκρέσου της Βραζιλίας κατηγορείται για εγκληματικές πράξεις, γεγονός που υποδηλώνει ότι η χώρα μπορεί να έχει ένα «μικρό» πρόβλημα με τη διαφθορά.
Υπάρχει μια λύση στο πρόβλημα, ωστόσο, την οποία φαίνεται ν’ αρχίζει να σκέφτεται ο λαός. Σε διαδικτυακή δημοσκόπηση στο Twitter που έλαβε χώρα τον περασμένο Μάιο για λογαριασμό των Financial Times τα δύο τρίτα των συμμετασχόντων Βραζιλιάνων δήλωσαν ότι θα ήθελαν να ξεφορτωθούν τους προέδρους δημοκρατίας συνολικά ως θεσμό – και να φέρουν πίσω τη Μοναρχία (https://twitter.com/ft/status/732955403294801921). Υπενθυμίζουμε ότι η Βραζιλία ήταν συνταγματική κοινοβουλευτική αυτοκρατορία μέχρι το 1889, οπότε το μοναρχικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα ανατράπηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα και εγκαθιδρύθηκε η ημιδικτατορική προεδρική δημοκρατία. Σε παρόμοια διαδικτυακή έρευνα στο Twitter που προηγουμένως διενήργησε τον Απρίλιο η δημοφιλής Βραζιλιάνα δημοσιογράφος Mariana Godoy, το 42% των συμμετεχόντων τάχθηκε υπέρ της Μοναρχίας (https://twitter.com/mariana_godoy/status/718123629624561665,https://twitter.com/mariana_godoy/status/718283950435790848). Και αν αυτό φαντάζει εξωπραγματικό σε κάποιους, εντούτοις υπάρχει ένας άνθρωπος που αναμένει καρτερικά μια τέτοια εξέλιξη.
O διεκδικητής του θρόνου της Βραζιλίας, Πρίγκιπας Μπέρτραντ ντε Ορλεάν ε Μπραγάνσα ε Βίτελσμπαχ
Ο εβδομηνταπεντάχρονος πρίγκιπας Μπέρτραντ Μαρία Χοσέ Pίο Ζανουάριο Μιγκέλ Γκαμπριέλ Ραφαέλ Γκονζάγκα ντε Ορλεάν ε Μπραγάνσα ε Βίτελσμπαχ, ο οποίος προτιμά το πιο … «άτυπο» όνομα Μπέρτραντ Μαρία Χοσέ Pίο Ζανουάριο Μιγκέλ Γκαμπριέλ Ραφαέλ Γκονζάγκα ντε Ορλεάν ε Μπραγάνσα, είναι ο τρισέγγονος του Πέτρου Β’, τελευταίου αυτοκράτορα της χώρας, και ζει σε ένα νοικιασμένο σπίτι δύο υπνοδωματίων στο Σάο Πάολο. O κληρονομικός διάδοχος του αυτοκρατορικού βραζιλιανού θρόνου, πρίγκιπας Μπέρτραντ σε πρόσφατη συνέντευξή του στους Financial Times είπε: «Η αβασίλευτη δημοκρατία διαφθείρει … η Βασίλισσα Ελισάβετ δεν χρειάζεται να αγοράσει ψήφους και έχει ένα επίπεδο δημοτικότητας που ουδείς αρχηγός του κράτους έχει … Οι Βραζιλιάνοι αγαπούν τη βρετανική βασιλική οικογένεια. Συνάγεται το συμπέρασμα ότι πρέπει να θέλουν τη δική τους», προσέθεσε.
Η Βραζιλία, μια σχετικά νεαρή χώρα του νέου κόσμου, οπωσδήποτε δεν μας έρχεται με μιας στο νου ως το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας εν δυνάμει μοναρχίας, ωστόσο θα μπορούσε επίσης να είναι ακριβώς το είδος εκείνο της κοινωνίας που επωφελείται από έναν βασιλιά: τεράστια σε δυνατότητες, είναι επίσης μια χώρα με τεράστια διαφθορά και χαμηλή κοινωνική αλληλεγγύη, η οποία δημιουργεί αυτό που οι Αμερικανοί συνηθίζουν να αποκαλούν «ρεπουμπλικανική αρετή». Κι όμως η Βραζιλία υπήρξε μία Μοναρχία επί 300 περίπου χρόνια πορτογαλικής αποικιακής κυριαρχίας, ενώ ιδρύθηκε ως ένα ανεξάρτητο βασίλειο το 1822 υπό τον Πέτρο Α’ του Οίκου των Μπραγάνσα (1822 – 1831).
Και οπωσδήποτε το μοναρχικό παρελθόν της Βραζιλίας, στο οποίο ολοένα και πιο πολλοί Βραζιλιάνοι ανατρέχουν με νοσταλγία, έχει να επιδείξει επιτεύγματα και πρόοδο. Ιδίως επί Πέτρου Β’ (1831 – 1889), του φωτισμένου και εκσυγχρονιστή μονάρχη, επί της βασιλείας του οποίου η Βραζιλία μπήκε στον δρόμο της εκβιομηχάνισης και του εκσυγχρονισμού. Κατασκευάστηκαν οι πρώτοι μεγάλοι λιθόστρωτοι δρόμοι, η πρώτη ατμομηχανή, εγκαταστάθηκε το τηλέφωνο και τα τηλεγραφικά καλώδια και καταργήθηκε η δουλεία. Μάλιστα ο αυτοκράτορας Πέτρος Β’ ταξίδεψε (1876) στις ΗΠΑ και γνώρισε τον Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ, που του παρουσίασε την νέα του εφεύρεση, το τηλέφωνο, και αναφέρεται ως ο πρώτος Βραζιλιάνος που το χρησιμοποίησε. Ο Πέτρος Β’ για τις εκσυγχρονιστικές πολιτικές του κέρδισε τον θαυμασμό του Κ. Δαρβίνου, του Β. Ουγκώ και του Φ. Νίτσε, ενώ υπήρξε προσωπικός φίλος του Ρ. Βάγκνερ και του Λ. Παστέρ.
Το 1850 στη Βραζιλία υπήρχαν 50 εργοστάσια και στο τέλος της αυτοκρατορικής περιόδου το 1889 υπήρχαν 636 εργοστάσια (6,74% ετήσιος ρυθμός αύξησης). Ο πρώτος σιδηρόδρομος κατασκευάστηκε στη χώρα το 1854 με 15 χλμ μήκος σε μια εποχή που πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν είχαν σιδηρόδρομο. Το 1889 είχαν κατασκευαστεί 9.200 χλμ σιδηροδρόμου και άλλα 9.000 χλμ ήταν υπό κατασκευή, γεγονός που καθιστούσε τη Βραζιλία ως τη χώρα με το μεγαλύτερο σιδηροδρομικό δίκτυο στη Λατινική Αμερική. Εργοστάσια κατασκευάστηκαν σε όλη την αυτοκρατορία τη δεκαετία του 1880, επιτρέποντας πόλεις της Βραζιλίας να εκσυγχρονιστούν και να «απολαύσουν τα οφέλη του φυσικού αερίου, ηλεκτρικού, της αποχέτευσης, τηλεγραφήματα και εταιρείες τραμ. Η αυτοκρατορική Βραζιλία ήταν η πέμπτη χώρα στο κόσμο που εγκατέστησε σύγχρονο αποχετευτικό δίκτυο πόλης, η τρίτη με επεξεργασία λυμάτων και μία από τις πρωτοπόρους στην εγκατάσταση τηλεφωνικής υπηρεσίας. Εκτός από τις ανωτέρω βελτιώσεις στις υποδομές, ήταν επίσης η πρώτη χώρα της Νότιας Αμερικής με δημόσιο ηλεκτροφωτισμό (1883) και η δεύτερη στην Αμερική (πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες) στη δημιουργία μιας διατλαντικής τηλεγραφικής γραμμής που τη συνέδεσε άμεσα με την Ευρώπη το 1874. H πρώτη εγχώρια γραμμή τηλέγραφου εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του 1852 στο Ρίο Ντε Τζανέιρο. Το 1889, υπήρχαν 18.925 χιλιόμετρα (11.759 μίλια) γραμμών τηλέγραφου που συνέδεαν την πρωτεύουσα της χώρας με μακρινές επαρχίες της Βραζιλίας, όπως και με άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής όπως η Αργεντινή και η Ουρουγουάη.
Γενικά οι ανά τον κόσμο μοναρχίες έχουν αποδειχθεί ως οι πλέον πρόσφορες και κατάλληλες στην οικοδόμηση της κοινωνικής αλληλεγγύης, δημιουργώντας μια αίσθηση συνέχειας και συντροφικότητας γύρω από μια βασιλική οικογένεια. Η ύπαρξη ενός βασιλιά είναι επίσης ένας υγιής τρόπος για μια χώρα να προβάλει πατριωτικά αισθήματα, τα οποία διαφορετικά θα μπορούσαν να λάβουν μια άσχημη στρεβλή τροπή. Οι μονάρχες μπορούν να χρησιμεύσουν ως σχετικά ουδέτερα ενοποιητικά στοιχεία, ιδιαίτερα χρήσιμα σε κοινωνίες που πλήττονται από συγκρούσεις ή αντιπαραθέσεις, φυλετικές, εθνοτικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές, όπως π.χ. η Ισπανία ή το Βέλγιο. Δεν είναι τυχαίο φερ’ ειπείν ότι σε μια χώρα όπως η μεσογειακή Ισπανία που πλήττεται από οικονομική και πολιτική κρίση και από τις εσωτερικές εθνογλωσσικές αντιπαραθέσεις, ο νέος χαρισματικός βασιλιάς Φίλιππος Στ’, απολαμβάνει δύο μόλις χρόνια μετά την ενθρόνισή του, υψηλότατα ποσοστά αποδοχής και δημοτικότητας, που αγγίζουν το 80% και λειτουργεί αποτελεσματικά ως ένα σύμβολο ενότητας και προβολής του διεθνούς κύρους της χώρας. Και οπωσδήποτε δεν αποτελεί σύμπτωση το ότι στη παγκόσμια κατάταξη των χωρών με βάση τον δείκτη ευτυχίας (World Happiness Report) των Ηνωμένων Εθνών για το έτος 2016 η βασιλευόμενη Ισπανία κατατάσσεται στη 37η θέση παγκοσμίως, αρκετά υψηλότερα από τις άλλες αβασίλευτες «προβληματικές» μεσογειακές οικονομίες της Ιταλίας (50η θέση), της Πορτογαλίας (94η θέση) και της Ελλάδος (99η θέση).
Ο Βασιλιάς της Ισπανίας, Φίλιππος Στ’
Δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς το ότι αν υπάρχει ένα ασφαλές μέρος ζωής στη Μέση Ανατολή εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από το αν κυβερνάται από έναν μονάρχη ή έναν πρόεδρο. Και δεν είναι περίεργο λοιπόν, ότι, η αποκατάσταση της μοναρχίας στη Λιβύη δεν είναι εντελώς απίθανη ιδέα αυτή τη στιγμή. Η κυβέρνηση της Λιβύης αποφάσισε το 2014 να αποκαταστήσει, μετά θάνατον, τον βασιλιά Μοχάμεντ Ιντρις Αλ Σενούσι, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο της Λιβύης όταν η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της, το 1951 και ανατράπηκε το 1969 με το πραξικόπημα του αντισυνταγματάρχη τότε Μουαμάρ Καντάφι, ενώ ο ίδιος βρισκόταν για λόγους υγείας στα Καμένα Βούρλα, όπου έκανε ιαματικά μπάνια. Σύμφωνα με ένα διάταγμα που δόθηκε στη δημοσιότητα, οι νέες αρχές της χώρας αποφάσισαν να αποδώσουν και πάλι τη λιβυκή υπηκοότητα στον Αλ Σενούσι και την οικογένειά του, να καταγράψουν τα περιουσιακά στοιχεία του που είχε κατασχέσει ο Καντάφι και να τα επιστρέψουν στους νόμιμους κληρονόμους. Πρόσφατα μάλιστα οι New York Times τον περασμένο Φεβρουάριο δημοσίευσαν ένα άρθρο του Declan Walsh με τίτλο: «A Radical Idea to Rebuild a Shattered Libya: Restore the Monarchy» όπου προτεινόταν η παλινόρθωση της μοναρχίας στη βορειοαφρικανική χώρα ως η καλύτερη λύση για την αποκατάσταση της ειρήνης, της σταθερότητας, της κοινωνικής γαλήνης και ηρεμίας.
Ο διάδοχος του θρόνου της Λιβύης, Πρίγκιπας Moχάμεντ Ελ Σενούσι
Τα ανωτέρω ευρήματα και δεδομένα διαψεύδουν λοιπόν τους σύγχρονους αντιβασιλικούς εκείνους θεωρητικούς του 18ου, του 19ου και του 20ου αιώνα που υποστήριζαν ότι η βασιλεία είναι ένας αναχρονιστικός θεσμός που λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας για την ανθρώπινη πρόοδο και ευημερία. Όπως χαρακτηριστικά είπε το Φεβρουάριο του 1794, ίσως ο πιο αντιπροσωπευτικός αντιβασιλικός θεωρητικός του 18ου αιώνα, ο Ροβεσπιέρος: «Επιθυμούμε στην πατρίδα μας η ηθική να αντικαταστήσει την έπαρση, η εντιμότητα την ατιμία, οι αρχές τα έθιμα, τα καθήκοντα τους καλούς τρόπους, η αυτοκρατορία της λογικής την τυραννία της υψηλής κοινωνίας …. η ευφυΐα το πνεύμα … ένας λαός μεγαλόψυχος, ισχυρός, ευτυχισμένος έναν λαό αξιαγάπητο, επιπόλαιο και μίζερο. Με μια λέξη, όλες οι αρετές και τα θαύματα μιας δημοκρατίας αντί όλων των ανηθικοτήτων και των παραλογισμών μιας μοναρχίας… ανηθικότητες, προκαταλήψεις αποτελούν τον δρόμο προς τη μοναρχία…». Η ιστορική εξέλιξη επιβεβαιώνει μάλλον το αντίθετο, ότι δηλαδή οι χώρες με μοναρχικό συνταγματικό πολίτευμα εξελίσσονται και προοδεύουν ομαλότερα και ταχύτερα σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, προσφέροντας πολύ υψηλό επίπεδο διαβίωσης, διαφάνειας, ευημερίας, ασφάλειας, κοινωνικής σταθερότητας, μόρφωσης και ευτυχίας στους πολίτες τους, δικαιώνοντας έτσι τον Ιρλανδό φιλομοναρχικό φιλόσοφο του 18ου αιώνα, Έντμουντ Μπερκ ο οποίος πίστευε ότι «Η Μοναρχία είναι ο κεντρικός θεσμός της πολιτικής τάξης, το «φυσικό» αντικείμενο πολιτικής υπακοής και ευλάβειας, το σύμβολο της εθνικής συνέχειας. Αν και αυτά τα χαρακτηριστικά έκαναν τη μοναρχία την πρωταρχική προϋπόθεση της καλής διακυβέρνησης, η απόλυτη σημασία της μοναρχίας έγκειται στη δυναμική της να αναπτυχθεί σε μια μικτή και ισορροπημένη κυβέρνηση. Η αρχή της κληρονομικής συνέχειας εγγυάται την ειρηνική διαδοχή στο θρόνο. Και αυτή η ίδια αρχή είναι η εγγύηση της κληρονόμησης των δικαιωμάτων των πολιτών».
Ο καθηγητής οικονομικών και πρώην μέλος της επιτροπής νομισματικής πολιτικής της Τράπεζας της Αγγλίας, Tim Besley συνέταξε ένα κείμενο εργασίας στις αρχές του 2016 καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «μια χώρα με αδύναμη εκτελεστική εξουσία, όταν μεταπηδά από έναν μη κληρονομικό ηγέτη σε έναν κληρονομικό ηγέτη, τότε αυξάνεται η μέση ετήσια οικονομική ανάπτυξη της χώρας κατά 1,03 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως».
Η Πέτρα Σλέιτερ και ο Κεντ Έντουαρντ Μόργκαν Τζόουνς του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης έχουν επισημάνει ότι οι κυβερνήσεις σε συνταγματικές μοναρχίες έχουν περισσότερες πιθανότητες να συμβουλεύονται τον λαό τους με πρόωρες εκλογές, σε σύγκριση με αβασίλευτες χώρες, όπου οι πρόεδροι είτε διορίζονται και είτε εκλέγοναι άμεσα.
Το πλεονέκτημα της μοναρχίας είναι ότι, αν και είναι ουσιαστικά αντιδραστική, στη σύγχρονη συνταγματική μορφή της είναι υποκατάστατο της αντίδρασης, το οποίο είναι ίσως το καλύτερο είδος της. Διατηρεί όλα εκείνα τα ωφέλιμα πράγματα από το παρελθόν που λείπουν σήμερα: δηλαδή την αίσθηση της κοινότητας, την αίσθηση βεβαιότητας και τις παραδοσιακές τελετουργίες, αλλά αφαιρώντας τα μειονεκτήματα του παρελθόντος. Με την αστάθεια και την αβεβαιότητα να κυριαρχούν ολοένα και περισσότερο σε διεθνές πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι αναλυτές που προσβλέπουν σε μια πολιτειακή λύση που θα προσφέρει περισσότερη σταθερότητα και μια αίσθηση ασφάλειας. Και τουλάχιστον εμπειρικά οι ανά τον κόσμο μοναρχίες έχουν αποδειχθεί ως επί το πλείστον οι πρωταθλήτριες της εξασφάλισης κοινωνικής ειρήνης, ευημερίας και κοινωνικής συνοχής, με πολύ καλύτερα κοινωνικά αντανακλαστικά απ’ ότι οι αβασίλευτες δημοκρατίες. Στην Ισπανία λ.χ. ένας χαρισματικός βασιλιάς, ο Φίλιππος ο Στ’ κατόρθωσε ν’ αναδειχθεί ως φάρος ενότητας και σταθερότητας, ενώ κατάφερε μέσα σε μόλις δυο χρόνια να περισώσει το τρωθέν κύρος του ισπανικού θρόνου και να εκτινάξει τη δημοτικότητά του στα ύψη, ώστε ακόμη και το 64% των αριστερών ψηφοφόρων των Podemos να τον στηρίζει ως μονάρχη. Μάλιστα σε σχετική έρευνα του περασμένου Ιουνίου το 78% των Ισπανών δήλωσε ότι η Μοναρχία συνέβαλε και συμβάλλει στη δημιουργία μιας θετικής εικόνας για τη χώρα στο εξωτερικό.
Όπως επισημαίνει ο Ed West στο άρθρο του «Are we about to see the return of the Kings?” στο εβδομαδιαίο βρετανικό περιοδικό «The Spectator», στην Ευρώπη εξακολουθεί να υπάρχει ευρεία υποστήριξη για την αποκατάσταση της μοναρχίας στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και τη Σερβία, ακόμα και στη Ρωσία υπάρχει λόγος για μια επιστροφή των Ρομανώφ, με το 1/3 των Ρώσων πρόσφατα να τάσσεται υπέρ της παλινόρθωσης της μοναρχίας. Δυστυχώς δεν νομίζω ότι θα ζήσουμε για να δούμε τον μέλλοντα βασιλέα της Γαλλίας να στέφεται στη Notre-Dame de Reims, όπως οραματίστηκε ο φιλοβασιλικός παραδοσιοκράτης Γάλλος συγγραφέας Ζαν Ρασπάιγ στο μυθιστόρημά του «Sire», αλλά μπορούμε πάντα να ονειρευόμαστε. Στην Ελλάδα της αδιέξοδης οικονομικής κρίσης επίσης δεν είναι τυχαίο ότι τον τελευταίο καιρό συζητείται πολύ έντονα στον Τύπο η πιθανότητα μιας δυναμικής επανόδου της βασιλείας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λόγω και της απότομης και ραγδαίας κατολίσθησης της θέσης, του κύρους και της εικόνας της χώρας διεθνώς.
Σχεδόν εκατό χρόνια μετά την εκδίωξη ή την ανατροπή των Ρομανώφ, των Αψβούργων και των Χοετζόλερν, θα μπορούσε να ανατείλει η αυγή μιας νέας χρυσής εποχής για την Μοναρχία; Η πορεία των πραγμάτων θα δείξει. Πάντως εν κατακλείδι και εν είδει επιλόγου ας θυμηθούμε τα σοφά λόγια ενός μεγάλου Ρουμάνου στοχαστή και λογοτέχνη του 20ου αιώνα, του Ευγένιου Ιονέσκο: «Θα καταλήξουμε να αποκαταστήσουμε τη Μοναρχία μία μέρα, για να θέσουμε τέρμα στη δικτατορία και την αναρχία».
Ο αυτοκράτορας της Βραζιλίας Πέτρος Β΄
Ευχαριστούμε τον κύριο Στεφανίδη για την συνεργασία.