Το Φθινόπωρο του 957 φτάνει στην Βασιλεύουσα η Μεγάλη Πριγκίπισσα του νεοσύστατου, σχεδόν, τότε, ρώσικου κράτους, Όλγα «βάρβαρη» ηγεμονίδα του βορρά. Κατέβηκε από τον Πόντο και θα επέβαινε, ασφαλώς, σε κανένα μονόξυλο, κατάλληλα διασκευασμένο σε «βασιλικό πλοίο», σαν εκείνα, που όχι πολλά χρόνια πριν, οι προγονοί της με τα πρωτόγονα όπλα τους, είχαν φτάσει κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως και απείλησαν να την πάρουν, όπως τόσοι άλλοι βάρβαροι πριν και μετά, ώσπου έπεσε οριστικώς στους Οθωμανούς, βαρβάρους και τούτους.
Του Θάνου Δασκαλοθανάση
Aυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος, ο οποίος στο σπουδαίο του βιβλίο «Περί Βασιλείου τάξεως», μας περιγράφει την υποδοχή της Όλγας στο ιερόν παλάτιον. Το βιβλίο αυτό του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου είναι η μοναδική πηγή της εποχής εκείνης, από την οποία αντλούμε πληροφορίες για την επίσκεψη της Όλγας στην πρωτεύουσα της Ρωμανίας, την Βασιλεύουσα.
Η Όλγα ήταν σύζυγος του ηγεμόνα του Κιέβου Ιγκόρ, και κυβέρνησε με ισχυρή πυγμή την Κιεβινή Ρωσία, σαν επίτροπος του γιού της Σβιατοσλάβου. Εκδικήθηκε τον θάνατο του συζύγου της, καίγοντας ζωντανούς τους δολοφόνους του (την φυλή των Δρεβλιανών). Το απάνθρωπο αυτό εθιμικό δίκαιο της εποχής, την απομάκρυνε σταδιακά από την ειδωλολατρία, και την οδήγησε στο Χριστιανισμό.
Όλα αυτά τα διηγείται το Χρονικό του Νέστορος. Ο Ιστορικός της αυτοκρατορικής Ρωσία Νικολάι Καραμζίν δικαιολογεί την αγριότητα της Όλγας και γράφει, ότι είχε αυτή την συμπεριφορά «επειδή η τότε θρησκεία και αυτοί οι πολιτικοί των ειδωλολατρών νόμοι επέτρεπαν αδιάλλακτον εκδίκησιν, ώστε εμείς πρέπει να κρίνωμεν τους ήρωες της ιστορίας κατά τα ήθη και έθιμα του χρόνου, καθ’ αν έζησαν».
Η Όλγα ήταν, ασφαλώς, ευφυής, εύστροφη και φιλόδοξη. Η νέα ηγεμονίδα είχε όλα τα προσόντα πού απαιτούσαν οι περιστάσεις (και η εποχή) για να διατηρήσει την εξουσία και να στεριώσει ένα κράτος σαν εκείνο το δικό της, το ρωσικό, που ακόμα διαμορφωνόταν μέσα στο χάος ενός κόσμου ασχημάτιστου. Βρισκόμαστε στα πρώτα βήματα κρατικής εξουσίας διεσπασμένης μάλιστα σε πολλές ηγεμονίες αλληλοσπαρασσόμενες συχνά, πολλά χρόνια πριν από την ηγεμονία της Μόσχας, που θα σημάνει το τέλος των διαφόρων ηγεμονιών, τις οποίες θα καθυποτάξει υπό το σκήπτρον της. Από τότε το Κίεβο θα παραμείνει η παλαιά, η πρώτη πρωτεύουσα, κάτι σαν ιερή πόλη της «Αγίας Ρωσίας».
Η Όλγα, αφού αισθάνθηκε ασφαλής, άρχισε μεγάλη περιοδεία στην βόρειο Ρωσία, στην περιοχή του Νόβγκοροντ και «διεμέρισε τας γαίας κατά δήμους και τμήματα, έπραξε δ’ αναμφιβόλως παν ό,τι ήτο αναγκαίο υπέρ του Κράτους… και έδειξε πανταχού προορατικωτάτη φρόνηση. Διο μετά εκατόν πεντήκοντα έτη ο λαός ενεθυμείτο εισέτι ευγνωμόνως της ευεργετικής περιηγήσεως της Όλγας…», γράφει ο Καραμζίν και προσθέτει, ότι στην εποχή του Νέστορος ακόμα στην πόλη Πσκώφ, στην οποία είχε γεννηθεί η Όλγα, διατηρούσαν «το έλκυθρον αυτής ως κειμήλιον».
Η Όλγα, όπως προαναφέρθηκε, βαπτίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 957 μ.Χ. ή σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή το 955 μ.Χ. Ανάδοχός της ήταν ο Κωνσταντίνος ο Ζ΄και έλαβε το χριστιανικό όνομα Ελένη από τη νονά της Ελένη Λεκαπηνή, σύζυγο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ο οποίος ο ίδιος έγραψε για την επίσκεψή και την όλη διαδικασία.
Αναφέρει λοιπόν πώς ο πατριάρχης Πολύευκτος, που τέλεσε το μυστήριο, της προσέφερε τον σταυρό για ευλογία της, πάνω στον οποίο ήταν γραμμένα τα ακόλουθα : « Η Ρωσική γη υψώθηκε στην κατά θεόν ζωή με το βάπτισμα της ευλογημένης Όλγας.»
Η διατύπωση αυτή από τον πατριάρχη, γράφει ο μοναχός Επιφάνιος Chernov, υπήρξε προφητική και είχε σπουδαιότατη σημασία.
Την «Όλγα συνόδευε πολυπληθής ακολουθία, υπό του Κωνσταντίνου δε του Πορφυρογέννητου αναφέρεται ως «Έλγα», όνομα μάλλον Σκανδιναβικό, «Έλγκα» ή «’Έλγα». «Μηνί Σεπτεμβρίω —γράφει ο Κωνσταντίνος ο βασιλεύς θ’, ημέρα εγένετο δοχή… επί τη εφόδω «Ελγας της αρχοντίσσης Ρωσίας, και εισήλθεν αυτή η αρχόντισσα μετά των οικείων αυτής συγγενών αρχοντισσών και προκριτοτέρων θεραπαινών, εκείνη μεν προηγουμένη πασών των άλλων γυναικών… όπισθεν δε αυτής εισήλθαν οι των αρχόντων Ρωσίας αποκρισιάριοι και πραγματευταί…».
Η υποδοχή ήταν επίσημη και περιγράφεται υπό του Κωνσταντίνου με κάθε λεπτομέρεια. Όμως φαίνεται, ότι πριν από την μεγαλοπρεπή αυτή υποδοχή με όλο το τυπικό της βυζαντινής αυλής το ιερόν παλάτιον εκράτησε την Ρωσίδα αρχόντισσα σε απόσταση, όταν ακόμα ήταν στο λιμάνι μέσα στο πλοίο. Τελικώς όμως όλα έγιναν κατά την τάξη, χωρίς καμία διάκριση.
Η Όλγα παρέμεινε «επί μακρόν εν Κωνσταντινουπόλει» και το γεγονός, ότι δεν αναφέρεται το βάφτισμά της υπό του Κωνσταντίνου, σημαίνει, ότι «έλαβε χώραν προφανώς μεταγενέστερον της υπό ειδικής υπηρεσίας συντάξεως των πρακτικών της υποδοχής». Πάντως η βάπτισή της είναι βέβαιη και η σχετική μαρτυρία του ρώσικου χρονικού, του Νέστορος, «αναμφισβήτητος». «Το γεγονός άλλως τε ότι κατά το βάπτισμα έλαβε το χριστιανικό όνομα Ελένη, ήτοι το όνομα της αυτοκράτειρας του Βυζαντίου, αποδεικνύει τούτο σαφώς».
Την αρχική κατήχηση έλαβε από τον Κιεβινό Χριστιανό ιερέα Γρηγόριο, ενώ στην συνέχεια, μετά από τις επαφές της με το Βυζάντιο, την κατήχηση ολοκλήρωσε ο πατριάρχης Πολύευκτος.
Κατά το Ρωσικό Χρονικό ἡ Όλγα ὑπήρξε «ἡ πρόδρομος τῆς Χριστιανικῆς γῆς τῆς Ρωσίας, ὡς ἡ ἠ ώς προηγεῖται τοῦ ἡλίου καί ἡ αὐγή τῆς ἡμέρας, διότι αὐτή ἔλαμψεν ὡς ἡ σελήνη ἐν νυκτί καί ἠκτινοβόλει μεταξύ τῶν ἀπίστων ὡς ὁ μαργαρίτης ἐν βορβόρῳ».
Επιστρέφοντας στη Ρωσία περιέτρεξε τη χώρα κηρύσσοντας τον Χριστό και ίδρυσε την πόλη Πσκωφ, μετά από τήν εμφάνιση μιας τριπλής ακτίνας φωτός που κατέβαινε από τον ουρανό. Κατά την απουσία του γιου της Σβιατοσλάβ που μετείχε σε εκστρατείες, η αγία Όλγα ανέλαβε τη μόρφωση των τριών γιων του, Ιαροπόλκ, Όλεγκ και Βλαδίμηρου, δεν κατάφερε όμως να τους βαπτίσει, εξαιτίας της αντίθεσης του πατέρα τους που παρέμενε αμετάπειστος ειδωλολάτρης.
Το 969 αρρώστησε και προσπάθησε για τελευταία φορά να μεταστρέψει το μεγάλο ηγεμόνα, συνάντησε όμως την άρνησή του. Η Ολγα προέβλεψε τότε την επικείμενη μεταστροφή της Ρωσίας στον Χριστιανισμό καθώς και το θλιβερό τέλος του γιου της, που δολοφονήθηκε τρία χρόνια αργότερα από τους Πετσενέγκους. Παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό στις 11 Ιουλίου 969. Τα[άφθαρτα] λείψανά της μεταφέρθηκαν στο Κίεβο από τον εγγονό της Βλαδίμηρο, φυλάχθηκαν κρυμμένα κατά τις συχνές λεηλασίες της πόλης και δεν γνωρίζει κανείς που βρίσκονται σήμερα. ο Βλαδίμηρος θα γίνει αργότερα ο ηγέτης των Ρως που θα εισάγει το χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους.
πηγή κειμένου: http://vizantinaistorika.blogspot.gr/