ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΧΑΝΙΩΝ, 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1897.
Ιωάννης Καστρινάκης
Όσοι έχουν επισκεφτεί την Κρήτη σίγουρα θα έχουν αντικρύσει σε αναμνηστικά σουβενίρ τη μορφή ενός βρακοφόρου επαναστάτη κρητικού που κρατά με υψωμένα τα χέρια του την ελληνική σημαία. Ποιοι άραγε γνωρίζουν ότι η μορφή αυτή είναι ο ζωντανός θρύλος του Ακρωτηρίου Χανίων, ο Σπύρος Καγιαλές-Καγιαλεδάκης, όπου με το θάρρος του, την τόλμη του και την κρητική κουζουλάδα, θα νικήσει την ευρωπαϊκή διπλωματία κατά την επανάσταση των Κρητικών στις αρχές του 1897 εναντίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αλλά ας δούμε τα ιστορικά γεγονότα από την αρχή. Στις 20 Ιανουαρίου 1897 οι Τούρκοι πυρπολούν πολλές συνοικίες και ιδιοκτησίες χριστιανών στα περίχωρα των Χανίων. Οι Χριστιανοί αναλαμβάνουν δράση, δημιουργούν προγεφυρώματα και πολιορκούν περιοχές όπου κυριαρχούσε το τουρκικό στοιχείο. Στις 24 Ιανουαρίου γίνεται σύσκεψη στο σπίτι του Έλληνα πρόξενου στη Χαλέπα, όπου συμμετέχουν ο ίδιος και οι Κ. Μητσοτάκης, Α. Σήφακας, Ν. Ζουρίδης και Κ. Φούμης. Εκεί αποφασίζεται να κηρυχθεί η Ένωση της νήσου με την Ελλάδα και να κληθεί ο βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος Α’ να καταλάβει το νησί. Μοίρα του ελληνικού πολεμικού στόλου υπό τον πρίγκιπα Γεώργιο, αποπλέει από τον Πειραιά με προορισμό την Κρήτη. Στις 2 Φεβρουαρίου αποβιβάζονται στο Κολυμπάρι Χανίων 1.500 έλληνες στρατιώτες υπό τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, υπασπιστή του βασιλιά. Βαδίζει με κατεύθυνση προς τα Χανιά αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τις τουρκικές δυνάμεις που συναντά στο δρόμο του. Η προέλαση όμως ανακόπτεται από αγήματα του ενωμένου στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων υπό τη διοίκηση του ιταλού ναύαρχου Κανεβάρο. Η ελληνική κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη συνιστά «ψυχραιμία» στο Βάσσο και αποφυγή σύγκρουσης με τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Όμως οι Κρήτες επαναστάτες από τις 26 Ιανουαρίου, υπό τον οπλαρχηγό Αντώνη Σήφακα έχουν πάρει ήδη θέση στο Ακρωτήρι Χανίων όπου δημιουργούν το στρατηγείο τους, υψώνοντας την ελληνική σημαία. Ανάμεσα στα μέλη της επαναστατικής Επιτροπής και ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Στις 4 Φεβρουαρίου ο Γενικός Διοικητής Κρήτης Ισμαήλ Βέης καλεί τους Χριστιανούς να καταθέσουν τα όπλα αλλά η έκκληση πέφτει στο κενό. Την ίδια μέρα ο ύπαρχος του θωρηκτού «Ύδρα» Κωνσταντίντος Κανάρης εγγονός τους ναύαρχου Κανάρη της μεγάλης ελληνικής επανάστασης, παραδίδει στους επαναστάτες την μεγάλη πολεμική ελληνική Σημαία, με την κορώνα στη μέση, για να ανυψωθεί στο στρατόπεδο του Ακρωτηρίου που τοποθετείται σε περίοπτη θέση, στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία στο Ακρωτήρι.
Ο βομβαρδισμός του Ακρωτηρίου ξεκινά το μεσημέρι της 9ης Φεβρουαρίου 1897. Το αρχικό σύνθημα για το βομβαρδισμό δίνεται από το θωρηκτό «Σικελία», που αποτελούσε την ναυαρχίδα του αρχηγού του ενωμένου στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων που ναυλοχούσε έξω από το λιμάνι των Χανίων. Αμέσως και τα υπόλοιπα πολεμικά πλοία αρχίζουν χωρίς προειδοποίηση ένα σφοδρό βομβαρδισμό του στρατοπέδου του Ακρωτηρίου. Ολόκληρη την περιοχή «κάλυψε βαριά πολεμική αντάρα που έκανε την γη να σείεται μέσα σε πυκνούς καπνούς, δέσμες φωτιάς, σύννεφα σκόνης υπό την υπόκρουση σφοδρών θορύβων». Οι τούρκοι «αλαλάζοντες» επωφελούνται και επιχειρούν έφοδο κατά του στρατοπέδου για να το καταλάβουν αλλά οι ηρωικοί αγωνιστές του Ακρωτηρίου πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση και τους απώθησαν με επιτυχία. Πεντακόσιοι περίπου Ευρωπαίοι αξιωματικοί και πεζοναύτες, παρακολουθούν τις σκηνές φρίκης από τις επάλξεις του φρουρίου Χανίων, όπου είχαν στηθεί μαζί με την τουρκική και οι σημαίες των Μεγάλων Δυνάμεων.
Όπως σημειώνεται στο «Ημερολόγιο του Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου», τα γερμανικά πυρά ήταν τα πρώτα που ξεκίνησαν τον βομβαρδισμό. Τα αγγλικά ήταν ιδιαίτερα πυκνά. Τα ρωσικά εξαιρετικά ευθύβολα. Τα αυστριακά προφανώς «επίτηδες» ρίχνονταν, μάλλον, κατά των τουρκικών θέσεων και όχι κατά των χριστιανικών. Κατά τους γάλλους τα πολεμικά πλοία τους, δεν έλαβαν μέρος στον βομβαρδισμό, ενώ κατά ιταλούς πολεμικούς ανταποκριτές που παρακολουθούσαν τα γεγονότα και τα ιταλικά πολεμικά δεν μετείχαν στην «επαίσχυντη αυτή ενέργεια».
Ξαφνικά, μία ρωσική οβίδα πλήττει το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και άλλη, που προερχόταν από το ρωσικό πολεμικό «Μπελίκη» χτυπά και καταρρίπτει τον ιστό με την μεγάλη ελληνική πολεμική Σημαία. Τότε ο άξιος στρατοπεδάρχης Μιχάλης Καλορίζικος, διατάζει να στηθεί και πάλι στη θέση του ο κομμένος ιστός με τη Σημαία. Ο Σπύρος Καγιαλές με τα άρματά του πετάγεται από το ταμπούρι του και με μεγάλο κίνδυνο της ζωής του, μέσα στην πύρινη κόλαση του βομβαρδισμού, έχοντας στα χείλη του -όπως ο ίδιος διηγούταν αργότερα- τους γνωστούς στίχους «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδας την ελευθερία», αρπάζει τον ιστό, αναδιπλώνει την τεράστια σημαία γύρω από τον ώμο του, ξαναστήνει τον ιστό και απλώνει την σημαία που κυματίζει και πάλι μέσα σε πανδαιμόνιο ενθουσιασμού των επαναστατών. Όμως ξανά μια νέα οβίδα καταρρίπτει και πάλι τον ιστό. Ο Σπύρος Καγιαλές πετάγεται και τον ξαναστήνει όπως πριν, ενώ το στρατόπεδο σείεται από ενθουσιώδεις ζητωκραυγές. Προτού όμως αυτές κατασιγάσουν μια τρίτη οβίδα πέφτει και θρυμματίζει πια τον ιστό ρίχνοντας κάτω την ελληνική σημαία.
Τότε συνέβη κάτι το απίστευτο, κάτι το ανεπανάληπτο. Ο Σπύρος Καγιαλές, ορμά αμέσως, αρπάζει τη σημαία, κάνει το ίδιο του το σώμα ιστό, και ανυψώνει με τα χέρια του τη σημαία, που συνέχιζε να κυματίζει περήφανη απέναντι από τα κανόνια του ξένου στόλου. Το στρατόπεδο δονείται από τις ζητωκραυγές και τους πανηγυρισμούς. Στο θωρηκτό «‘Υδρα» ψέλνεται ο εθνικός ύμνος. Μόλις οι ναύαρχοι του στόλου είδαν με τα κιάλια ότι η σημαία κυματίζει με κοντάρι έναν επαναστάτη δεν πίστευαν στα μάτια τους. Θαύμασαν τόσο, που διέταξαν αμέσως παύση πυρός. Ο ιταλός ναύαρχος Κανεβάρο, γράφει στα απομνημονεύματά του:
«Μου έκανε βαθιά εντύπωση η ψυχραιμία των επαναστατών. Μου έφερε δάκρυα στα μάτια η στάση των. Μου συγκλονιζόταν η ψυχή όταν μετά από κάθε οβίδα ακουγόταν η ζητωκραυγή: Ζήτω η Ελλάς. Η ανύψωση της σημαίας με αυτόν τον τόσο ηρωικό τρόπο, αποτέλεσε μια στιγμή της ζωής μου που δεν θα λησμονήσω ποτέ. Η ψυχή μου ήταν απ’ αρχής μαζί τους, όπως και των πληρωμάτων μου, που βομβάρδιζαν με πόνο στην καρδιά και ζητωκραυγάζοντας τους γενναίους.»
Η είδηση για την ηρωική πράξη ταξίδευσε γρήγορα στα πέρατα του κόσμου και προκάλεσε θύελλα. Σ’ αυτό συνέβαλαν πολλοί ξένοι έγκριτοι δημοσιογράφοι και πολεμικοί ανταποκριτές. Ήταν αιτία να οργανωθούν πολλά συλλαλητήρια σε διάφορες χώρες, κατά τα οποία απαίτησαν οι ελεύθεροι λαοί, να βοηθηθεί η Κρήτη και να ζήσει επιτέλους ελεύθερος ο λαός της. Ο ευρωπαϊκός τύπος βάφτισε τότε το βομβαρδισμό του Ακρωτηρίου ως «αντιναυαρίνο», εκφράζοντας έτσι την αποδοκιμασία του γι’ αυτόν και χαιρέτισε τον ηρωισμό και την αυτοθυσία των Κρητικών. Η ηρωική πράξη του «Θρύλου του Ακρωτηρίου» προκάλεσε την υποβολή, από τους ναυάρχους, ευνοϊκών εισηγήσεων προς τις κυβερνήσεις τους με αποτέλεσμα μετα από λίγους μήνες την παραχώρηση αυτονομίας στην Κρήτη η οποία προηγήθηκε της πολυπόθητης Ένωσης της με την Ελλάδα την 1η Δεκεμβρίου 1913.
Ο Σπύρος Καγιαλές πέθανε στη Χαλέπα Χανίων στις 5 Σεπτεμβρίου 1929. Μετά το θάνατό του τιμήθηκε από το Δήμο Χανίων, που στις 30 Αυγούστου 1960 έδωσε το όνομά του σε μία γραφική πλατεία κοντά στο σπίτι του. Επίσης τιμήθηκε και από την Κοινότητα των Στερνών Ακρωτηρίου, που του έστησε άγαλμα – αναπαράσταση της θρυλικής του πράξης. Τέλος εορτασμός στην μνήμη του Σπύρου Καγιαλέ τελείται από το δήμο Ακρωτηρίου όπου γιορτάζει κάθε χρόνο την επέτειο του βομβαρδισμού της 9ης Φεβρουαρίου 1897 και μαζί τιμά με καταθέσεις στεφάνων στον ανδριάντα του (δίπλα στους τάφους των Βενιζέλων), τον ήρωα Σπύρο Καγιαλέ – Καγιαλεδάκη, που έγινε σύμβολο στον αγώνα των Κρητικών για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Την κατασκευή του μεγάλου αγάλματος του Θρύλου του Ακρωτηρίου χρηματοδότησαν οι Κρήτες των ΗΠΑ που φιλοτέχνησε στα Χανιά ο γλύπτης Γιάννης Μαρκαντωνάκης και που τοποθετήθηκε στο σημείο εκείνο, όπου έπεσε η σημαία από τις οβίδες και την ύψωσε κάνοντας το ίδιο του το κορμί κοντάρι. Τα εγκαίνια του ανδριάντα έγιναν το 1997 κατά την επέτειο των 100 ετών από την ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλέ και την μεγάλη Επανάσταση του 1897, σε μία λαμπρή τελετή.