Το πένθος για το θάνατο του τσάρου Αλέξανδρου Γ′ κράτησε ένα χρόνο από το θάνατο του. Έτσι, το φθινόπωρο του 1895 άρχισαν οι προετοιμασίες για τη στέψη του νέου τσάρου. Η καθιερωμένη στέψη των Ρώσων τσάρων γινόταν στη Μόσχα, την παλαιά πρωτεύουσα του κράτους. Η στέψη καθορίστηκε να γίνει μέσα σε ένα χρονικό διάστημα έξι μηνών μετά τη λήξη του αυτοκρατορικού πένθους.
Γράφει ο Τόνις Breidel – Χατζηδημητρίου
Η Μόσχα ακτινοβολούσε τη βυζαντινή αυτοκρατορική παράδοση, τη δόξα και τη λάμψη της ρωσικής μοναρχίας. Το Μάιο του 1896 οι δρόμοι και οι πλατείες είχαν στολιστεί και οι διασημότεροι διακοσμητές και καλλιτέχνες επιστρατεύτηκαν, για να δώσουν στην πόλη την μεγαλοπρέπεια που της άρμοζε για τη σημαντική εκείνη στιγμή. Η τελετή της στέψης δεν ήταν απλώς μια μεγαλειώδης τελετή, αλλά στην πραγματικότητα ένα τελετουργικό με θρησκευτικό και μυστηριακό χαρακτήρα ύψιστης σημασίας. Ο μέγας δούκας Σέργιος ως γενικός διοικητής Μόσχας είχε το γενικό πρόσταγμα των εκδηλώσεων. Αυτός ήταν που ανέλαβε επίσης να εξηγήσει στην Αλεξάνδρα το θρησκευτικό τελετουργικό του αυτοκρατορικού χρίσματος και της στέψης και να τη μυήσει στη βαθιά θρησκευτικότητα που ενέπνεε η τελετή της στέψης στα εκατομμύρια των Ρώσων πιστών.
Ήδη από τις αρχές Μαΐου πλήθη λαού συνέρρεαν στη Μόσχα, για να παρευρεθούν σε αυτό το μοναδικό γεγονός, να δουν το νέο τους Πατερούλη και Μητερούλα, όπως αποκαλούσαν τον τσάρο και την τσαρίνα και αν ήταν δυνατόν να πάρουν και την ευχή τους, μια και τα πρόσωπα τους απέπνεαν μια θεϊκή δύναμη για τον λαό.
Στις 6 Μαΐου το τσαρικό ζεύγος αφίχθη στο ανάκτορο Πετρόφσκι, μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα, όπου θα κατέλυε μέχρι να αρχίσουν οι εκδηλώσεις για τη στέψη. Σύμφωνα με την παράδοση ο μη εστεμμένος τσάρος δε μπορούσε να μπει στη Μόσχα, παρά μόνο για τη στέψη του. Στις 9 Μαΐου πραγματοποιήθηκε η τελετουργική είσοδος του αυτοκρατορικού ζεύγους στη Μόσχα. Τμήματα της έφιππης και πεζοπόρου ανακτορικής φρουράς, ουλάνοι, δραγόνοι, ουσάροι και κοζάκοι, γρεναδιέροι, τυφεκιοφόροι και ευέλπιδες των στρατιωτικών σχολών, παρατάχθηκαν κατά μήκος των δρόμων από όπου θα περνούσε η αυτοκρατορική πομπή, σε μια ακτίνα πολλών χιλιομέτρων από την είσοδο της πόλης μέχρι το Κρεμλίνο.
Εννιά κανονιοβολισμοί από το Κρεμλίνο σήμαναν την είσοδο της αυτοκρατορικής πομπής στην πόλη και οι κωδωνοκρουσίες των ναών δήλωναν τα σημεία, από όπου περνούσε η πομπή, ενώ οι φιλαρμονικές παιάνιζαν και ο κόσμος ζητωκραύγαζε. Της πομπής προηγούνταν πάνω σε λευκά άλογα δεκατέσσερις εράλδοι (κήρυκες), που φορούσαν στολές που ανάγονταν στην εποχή του Πέτρου Α’ με χρυσοκέντητα χιτώνια με κεντημένο επάνω τον αυτοκρατορικό θυρεό. Ακολουθούσαν τέσσερις ίλες έφιππων Κοζάκων της προσωπικής σωματοφυλακής του τσάρου με τις κόκκινες στολές τους και τους μαύρους γούνινους σκούφους, μετά οι κοζάκοι της φρουράς και μετά ιππείς από την Κεντρική Ασία και τον Καύκασο με τις ανατολίτικες χρυσοποίκιλτες και αργυροποίκιλτες ενδυμασίες τους, κατόπιν παλαίμαχοι Κοζάκοι, που μερικοί ίππευαν με τα εγγόνια τους πάνω στο ίδιο άλογο, και ύστερα αξιωματούχοι της αυτοκρατορικής Αυλής και οι κυνηγοί του τσάρου με τις παραδοσιακές τους στολές. Μετά ερχόταν η έφιππη φρουρά των θωρακοφόρων με χρυσούς θώρακες και κράνη που έφεραν το δικέφαλο αετό και γυμνά σπαθιά που άστραφταν στις ακτίνες του ήλιου. Ακολουθούσε ο τσάρος ιππεύοντας ένα σταχτόχρωμο άλογο. Έφερε τη στολή του συντάγματος Πρεομπραζένσκι της ανακτορικής φρουράς. Πίσω του έρχονταν όλοι οι μεγάλοι δούκες της δυναστείας των Ρομανώφ κατά την τάξη της σειράς διαδοχής τους στο θρόνο.
Ακολουθούσαν οι εκπρόσωποι των ξένων δυναστικών οίκων και οι στρατιωτικοί ακόλουθοι των κρατών που ήταν διαπιστευμένοι στη χώρα. Έπονταν οι άμαξες των κυριών. Πρώτη ερχόταν η ολόχρυση κλειστή άμαξα της χήρας αυτοκράτειρας Μαρίας, που έφερε στην οροφή της ένα στέμμα, καθότι ήταν η μόνη εστεμμένη αυτοκράτειρα. Ακολουθούσε αυτή της τσαρίνας Αλεξάνδρας
χωρίς στέμμα, καθότι ακόμα δεν είχε στεφτεί και έπονταν οι άμαξες που έφεραν τις μεγάλες δούκισσες. Μόλις η πομπή έφτασε στο τείχος του Κρεμλίνου, μπροστά στο μικρό εκκλησάκι της Παναγίας των Ιβήρων ο τσάρος ξεπέζεψε και βοήθησε τη μητέρα του πρώτα και μετά τη σύζυγο του να κατέβουν από τις άμαξες τους. Η παράδοση ήθελε τους Ρώσους μονάρχες σε κάθε είσοδο τους στο Κρεμλίνο να ασπάζονται το ιερό εικόνισμα της Παναγίας των Ιβήρων, που ήρθε στη Ρωσία το 1648 από τη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Ακολούθως η πομπή πέρασε τις πύλες του περιτειχισμένου Κρεμλίνου και οι τσάροι προσκύνησαν στις εκκλησίες της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (καθεδρικός πατριαρχικός ναός), του Αρχαγγέλου (μαυσωλείο των τσάρων μέχρι την εποχή του Πέτρου Α’) και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (προσωπικός ναός των τσάρων) και μετά προσχώρησαν στο Μεγάλο Ανάκτορο του Κρεμλίνου, όπου θα έμεναν μέχρι τις 14 Μαΐου, που θα τελείτο η στέψη. Στις 10 και 11 Μαΐου το αυτοκρατορικό ζεύγος δέχθηκε στην αίθουσα του θρόνου του Ανακτόρου του Κρεμλίνου τα συγχαρητήρια του Διπλωματικού Σώματος και των ξένων αντιπροσωπειών, στις 12 Μαΐου εγκαινιάστηκε το Λάβαρο του Κράτους και στις 13 Μαΐου παραδόθηκαν από το θησαυροφυλάκιο τα αυτοκρατορικά διάσημα.
Το πρωί της 14 Μαΐου αυλικοί παρουσίασαν τα αυτοκρατορικά διάσημα: το αδαμάντινο περιδέραιο του Τάγματος του Αγίου Ανδρέα για τον τσάρο και την τσαρίνα, το αυτοκρατορικό ξίφος, το λάβαρο της αυτοκρατορίας, τη σφραγίδα του κράτους, την πορφύρα του τσάρου, το σκήπτρο και τη σφαίρα, το μεγάλο αυτοκρατορικό στέμμα για τον τσάρο και το μικρό αυτοκρατορικό στέμμα για την τσαρίνα. Κρατώντας τα διάσημα παρατάχθηκαν σύμφωνα με τη σειρά απονομής μπροστά στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ανάμεσα σε δυο σειρές, που σχη- ματίζονταν από υπασπιστές του επιτελείου του τσάρου, όλοι τους με το βαθμό του στρατηγού και από άντρες της σωματοφυλακής. Επικεφαλής της πομπής ήταν ο μέγας αυλάρχης με τον μεγάλο τελετάρχη, που κρατούσαν τις ράβδους του αξιώματος τους, έτοιμοι να δώσουν το πρόσταγμα.
Στις 10.30 το πρωί εμφανίστηκε ο τσάρος συνοδευόμενος από τον υπουργό Πολέμου, τον υπουργό της Αυτοκρατορικής Αυλής, τον αρχηγό του Στρατιωτικού Οίκου του αυτοκράτορα, το στρατηγό που είχε το γενικό πρόσταγμα της τελετής και το διοικητή του συντάγματος της έφιππης φρουράς των θωρακοφόρων, που ήταν ο θείος του τσάρου, μέγας δούκας Παύλος, αδελφός του Σεργίου. Ακολουθούσε η Αλεξάνδρα συνοδευόμενη από τις τέσσερις κυρίες επί των τιμών της αυτοκράτειρας και όλη η πομπή έλαβε τη θέση της κάτω από ένα φορητό αυτοκρατορικό κουβούκλιο, που τους ιστούς του, και τα κορδόνια δεξιά και αριστερά, κρατούσαν τριάντα δύο στρατηγοί. Υπό τον ήχο των κωδωνοκρουσιών η πομπή προσήλθε στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Κρεμλίνου που απείχε μερικά μέτρα από το ανάκτορο. Οι ιεράρχες βγήκαν από το ναό, για να προϋπαντήσουν τους μονάρχες. Ο πρώτος τη τάξει ιεράρχης της Ρωσικής Εκκλησίας, μητροπολίτης Αγίας Πετροπουλέως Παλλάδιος, τους έδωσε να ασπαστούν το σταυρό και το ευαγγέλιο και ο μητροπολίτης Κιέβου Ιωαννίκιος τους έρρανε με αγίασμα (ο επιχώριος μητροπολίτης της δευτερόθρονης μητρόπολης Μόσχας, Σέργιος, προφανώς δεν ήταν παρών στη στέψη). Ο Νικόλαος και η Αλεξάνδρα εισήλθαν στο ναό ακολουθούμενοι από όλους τους μεγάλους δούκες και μεγάλες δούκισσες, τους πρίγκιπες και τις πριγκίπισσες της δυναστείας των Ρομανώφ.
Η τελετή της «Αγίας Στέψεως» διήρκεσε σχεδόν πέντε ώρες και αποτελείτο από τα εξής μέρη: την περιβολή (ένδυση του αυτοκράτορα με τον αυτοκρατορικό μανδύα), την περικόσμηση (επίδοση στον αυτοκρατόρα των αυτοκρατορικών διασήμων, του περιδεραίου, του σκήπτρου και της σφαίρας), το χρίσμα (χρίσμα του αυτοκράτορα με άγιο μύρο) και τη στέψη (επίδοση στον αυτοκράτορα του αυτοκρατορικού στέμματος, για να διενεργήσει ο ίδιος την στέψη του).
Στην είσοδο του ναού ο τσάρος ενδύθηκε τον αυτοκρατορικό χρυσοκέντητο μανδύα διακοσμημένο με δικέφαλους αετούς, με κολάρο και επένδυση από γούνα ερμίνας και ο μητροπολίτης Πετρουπόλεως πέρασε γύρω από τους ώμους του το αδαμάντινο περιδέραιο του Τάγματος του Αγίου Ανδρέα, το ανώτατο παράσημο της αυτοκρατορίας.
Στο κέντρο του ναού και απέναντι από την Ωραία Πύλη είχε τοποθετηθεί μια εξέδρα με τρεις θρόνους, για τον τσάρο την τσαρίνα και τη χήρα αυτοκράτειρα.
Αφού έκανε την ομολογία πίστεως ο αυτοκράτορας προχώρησε προς την Ωραία Πύλη, όπου ο ανώτερος μητροπολίτης τον έχρισε με το άγιο μύρο και στη συνέχεια εισήλθε στο ιερό μαζί με τους αρχιερείς και κληρικούς, όπου έλαβε τη θεία Ευχαριστία κατά το ιερατικό τυπικό. Όταν εξήλθε από το ιερό, ο μητροπολίτης Αγίας Πετρουπόλεως του παρέδωσε το βαρύτιμο στέμμα, ο Νικόλαος το πήρε με βαθιά κατάνυξη από τα χέρια του ιεράρχη και το τοποθέτησε στο κεφάλι του. Κατόπιν επιδόθηκαν στον τσάρο τα αυτοκρατορικά διάσημα, το σκήπτρο στο δεξί χέρι και η σφαίρα στο αριστερό.
Μετά ο κεχρισμένος και εστεμμένος αυτοκράτορας, εγέρθηκε, παρέδωσε τα διάσημα του αξιώματος του στους ακολούθους του και κάλεσε την αυτοκράτειρα να έρθει μπροστά του. Αφού ενδύθηκε τον αυτοκρατορικό χιτώνα, παρόμοιο με εκείνο του τσάρου και έλαβε από τον αυτοκράτορα το περιδέραιο του Τάγματος του Αγίου Ανδρέα, η Αλεξάνδρα γονάτισε μπροστά στον αυτοκράτορα, εκείνος έβγαλε το στέμμα από το κεφάλι του, ακούμπησε με αυτό το μέτωπο της και το ξαναφόρεσε. Στη συνέχεια πήρε στα χέρια του ένα μικρότερο στέμμα και την έστεψε αυτοκράτειρα, τη σήκωσε, τη φίλησε και μαζί κατευθύνθηκαν πρός τους αντίστοιχους θρόνους τους. Όπως εκμυστηρεύτηκε η Αλεξάνδρα στις αδελφές της, τη στιγμή της στέψης της είχε την αίσθηση ότι παντρευόταν τη Ρωσία, το συναίσθημα ότι γινόταν δια παντώς ψυχή τε και σώματι, ένα με αυτήν, την Αγία Ρωσία!
Στη συνέχεια ο μητροπολίτης Παλλάδιος ανέπεμψε δέηση για τον αυτοκράτορα, ο οποίος σηκώθηκε από το θρόνο του, ενώ όλο το εκκλησίασμα, ανάμεσα τους και η χήρα αυτοκράτειρα Μαρία και η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα γονάτισαν ενώπιον του ως δήλωση υποταγής στον κεχρισμένο και εστεμμένο μονάρχη τους, τον αυτοκράτορα και κυρίαρχο πασών των Ρωσιών. Μετά καθώς όλοι σηκώθηκαν, ο αυτοκράτορας γονάτισε, για μια και μοναδική φορά στη ζωή του, και προσευχήθηκε στο Θεό για τη Ρωσία και το λαό του.
Μετά το πέρας της τελετής οι εστεμμένοι αυτοκράτορες βγήκαν από το ναό και υπό τον ήχο των κωδωνοκρουσιών των εκκλησιών του Κρεμλίνου και των κανονιοβολισμών καθώς και των επευφημιών του λαού πήραν τις θέσεις τους κάτω από το φορητό αυτοκρατορικό κουβούκλιο. Με τους ιερείς να προπορεύονται ψέλνοντας και πολυχρονίζοντας τους νέους αυτοκράτορες η πομπή, την οποία οδηγούσαν οι τελετάρχες ξεκίνησε για το παρακείμενο ανάκτορο, ενώ οι θωρακοφόροι της έφιππης σωματοφυλακής σχημάτιζαν πεζοί δυο σειρές δεξιά και αριστερά της πομπής και απέδιδαν τιμές με τα γυμνά ξίφη τους. Φτάνοντας στον εξώστη του ανακτόρου το αυτοκρατορικό ζεύγος σταμάτησε, γύρισε προς τον λαό και υποκλίθηκε τρεις φορές, δείχνοντας το σεβασμό του προς τους υπηκόους του. Στο παλάτι οι αυτοκράτορες δέχτηκαν τα συγχαρητήρια και τη δήλωση υποταγής των εκπροσώπων των μουσουλμάνων υπηκόων τους, που λόγω της θρησκείας τους δεν μπορούσαν να παρευρίσκονται στο ναό. Αξιοσημείωτο ήταν ότι σε ένα δωμάτιο βρισκόταν μια ομάδα ανθρώπων με απλοϊκή ενδυμασία, που πρόδιδε την ταπεινή καταγωγή τους. Το γεγονός αυτό ξάφνιασε τους ξένους προσκεκλημένους που ρώτησαν τι δουλειά είχαν αυτοί οι άνθρωποι εκεί. Η απάντηση που τους δόθηκε ήταν, ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν απόγονοι ατόμων που σε διάφορες εποχές είχαν σώσει τη ζωή διαφόρων τσάρων, και μάλιστα μερικές φορές θυσιάζοντας τη δική τους ζωή για το μονάρχη τους. Η παρουσία τους συμβόλιζε την ευγνωμοσύνη των αυτοκρατόρων πρός τις οικογένειες τους, αλλά υπενθύμιζε και την αξία της αυτοθυσίας προς το Ρώσο μονάρχη.
Η δεξίωση δόθηκε στο Ανάκτορο του Συμβουλίου. Εκεί ο τσάρος μαζί με τις δυο αυτοκράτειρες, εκ δεξιών τη μητέρα του και εξ αριστερών τη σύζυγο του, και οι τρεις εστεμμένοι και ενδεδυμένοι τους μανδύες τους, κάθισαν μόνοι τους σε ένα ξεχωριστό τραπέζι, όπου σερβιρίστηκαν, ενώ οι υποτελείς ευγενείς υπέβαλλαν τα σέβη τους. Το συμπόσιο ήταν μόνο για Ρώσους και οι ξένοι αντιπρόσωποι παρακολουθούσαν από τον εξώστη της αίθουσας.
Βασιλικοί και ηγεμονικοί οίκοι της Ευρώπης και της Ασίας αντιπροσωπεύτηκαν στην στέψη, ωστόσο ουδείς μονάρχης προσκλήθηκε, με μόνη εξαίρεση τη βασίλισσα των Ελλήνων Όλγα, με την ιδιότητα της ως μέλος του οίκου των Ρομανώφ, καθότι γεννημένη μεγάλη δούκισσα της Ρωσίας. Μόλις βράδιασε, η αυτοκράτειρα πάτησε ένα κουμπί, που ηλεκτροδότησε ολόκληρη τη Μόσχα.
Τέσσερις μέρες αργότερα, κατά το έθιμο της στέψης, ετοιμάστηκε μια υπαίθρια δεξίωση για το λαό στο λειβάδι Χόντυνκα έξω από τη Μόσχα, όπου θα προσφέρονταν ποτά, εδέσματα και αναμνηστικά δώρα, κύπελλα με το θυρεό, το μονόγραμμα των τσάρων και την ημερομηνία της στέψης. Χωρικοί από όλα τα μέρη της Ρωσίας άρχισαν να καταφθάνουν στο χώρο υποδοχής από το προηγούμενο βράδυ και μέχρι τα ξημερώματα είχαν μαζευτεί μισό εκατομμύριο άνθρωποι. Η ανυπομονησία και η φήμη ότι τα δώρα δε θα αρκούσαν για όλους, ώθησε το ασυγκράτητο πλήθος να ορμήξει στο χώρο, όπου βρίσκονταν τα κεράσματα και τα δώρα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πανικός και οχλαγωγία που στοίχισε τη ζωή σε χίλια τετρακόσια είκοσι εννέα άτομα που ποδοπατήθηκαν, ενώ χιλιάδες ήταν και οι τραυματίες και όλα αυτά πολύ πριν την ώρα έναρξης της εκδήλωσης.
Όταν πληροφορήθηκαν το τραγικό συμβάν ο Νικόλαος και η Αλεξάνδρα θορυβήθηκαν και πέρασαν την υπόλοιπη μέρα επισκεπτόμενοι τους τραυματίες στα νοσοκομεία της Μόσχας. Η κύρια ευθύνη για το συμβάν βάρυνε το θείο του τσάρου, το μεγάλο δούκα Σέργιο που ως γενικός διοικητής της Μόσχας είχε την εποπτεία των εορτασμών. Κατώτεροι αξιωματούχοι απαλλάχτηκαν των καθηκόντων τους, αλλά καμιά ευθύνη δεν επιρρίφθηκε στο Σέργιο.
Το παρόν αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου «Οι Αγίες των Ρομανώφ» του Τόνι Breidel – Χατζηδημητρίου. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας, ISBN: 978-960-89374-5-1, ημ. έκδοσης: 2008, σελίδες 528.
Το ίδιο βράδυ ο Γάλλος πρέσβης, οργάνωνε δεξίωση προς τιμή του αυτοκρατορικού ζεύγους. Παρά την αρχική τους απόφαση να μην παραστούν, πείστηκαν τελικά να πάνε για διπλωματικούς λόγους, ώστε με την παρουσία τους να ενδυναμωθεί η συμμαχία της Ρωσίας με τη Γαλλία που υπεγράφη το 1884 πριν από το θάνατο του Αλέξανδρου Γ’. Ήταν μια συμμαχία μεταξύ των δυο πλέον αντιφατικών πολιτικών καθεστώτων: της μοναδικής Δημοκρατίας και του πλέον απολυταρχικού καθεστώτος στην Ευρώπη.
Το γεγονός της συμμετοχής του αυτοκρατορικού ζεύγους στη δεξίωση δημιούργησε φήμες ανάμεσα στο λαό, που έφεραν τους αυτοκράτορες να πίνουν και να διασκεδάζουν, την ώρα που χιλιάδες απλοϊκοί άνθρωποι που ήθελαν να τους ευχηθούν για τη στέψη τους βρίσκονταν στο κρεβάτι του πόνου, ενώ ο απεχθής θείος του τσάρου και γαμπρός της τσαρίνας παρέμενε στη θέση του, γενόμενος ακόμα πιο αντιπαθής στο μοσχοβίτικο λαό.
Οι εορτασμοί για τη στέψη κράτησαν μέχρι τις 7 Ιουνίου, οπότε αναχώρησαν και οι ξένες αντιπροσωπείες και ο Νικόλαος με την Αλεξάνδρα πήγαν στην έπαυλη Ηλίνσκογιε, για να περάσουν μερικές ήρεμες μέρες μαζί με το Σέργιο και την Ελισάβετ.
Όταν ο τσάρος Νικόλαος Β’ ανήλθε το 1894 στο ρωσικό θρόνο και στέφτηκε το 1896, ήταν ο εικοστός τέταρτος τσάρος στη σειρά και δέκατος όγδοος της δυναστείας των Ρομανώφ.
Επιμέλεια: Ανδρέας Μέγκος