Σας παρουσιάζουμε ένα πραγματικά ενδιαφέρον χρονογράφημα, «Τα ανέκδοτα του βασιλιά Γεωργίου Α′», από την πρώτη έκδοση που κυκλοφόρησε το 1913, λίγο μετά την δολοφονία του βασιλέως στην Θεσσαλονίκη. Θα ήθελα να σημειώσω ότι ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό.
Επιμέλεια: Ανδρέας Μέγκος
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τα ανέκδοτα ενός ατόμου, αποτελούσιν εν συνόλω τον ιδιωτικόν βίον αυτού κυρίως και ανάγονται εις τας κοινωνικάς και οικογενειακάς σχέσεις αυτού. Με μίαν λέξιν τα ανέκδοτα ανθρώπου τινός είνε το κάτοπτρον της ψυχής αυτού.
Προκειμένου δε να αναφέρωμεν ενταύθα τα κατά τον αείμνηστον Βασιλέα ημών Γεώργιον τον Α′. τον πεσόντα εθνομάρτυρα χάριν των Ελληνικών δικαίων, φρονούμεν ότι επιβάλλεται ημίν μεγίστη προσοχή, καθόσον έχομεν την γνώμην ότι πρέπει δι’ αυτών να παραδώσωμεν εις τον Ελληνικόν λαόν πιστήν την εικόνα του αγαθωτάτου εκείνου βασιλέως του οποίου η μνήμη τόσον ζωηρά παραμένει εις τον νουν όλων μας.
Πεντηκονταετής περίπου βίος ηγεμόνος και πολύ περισσότερον ηγεμόνος ως του ιδικού μας, παρέχει ύλην προς συγγραφήν τόμων ολοκλήρων.
Ημείς όμως εις την παρούσαν περιγραφήν εφροντίσαμεν να σταχυολογήσωμεν όλα εκείνα τα ουσιώδη σημεία του κοινωνικού βίου του αειμνήστου Άνακτος και να φέρωμεν εις φως όλα τα χαριτωμένα εκείνα ανέκδοτα διά τα οποία ο βασιλεύς εκείνος προσείλκυσε την αγάπην των υπηκόων του.
Είχε μεγάλην επιθυμίαν να γνωρίση εκ του σύνεγγυς τον λαόν του, να αισθανθή τας αδυναμίας του, να προσανατολισθή προς τα ήθη και τα έθιμα αυτού, να γνωρίση κατά βάθος τον χαρακτήρα του.
Και το κατώρθωσεν; Ουδείς άλλος βασιλεύς δεν εγνώρισε τόσον τον λαόν του όσον ο Γεώργιος ο Α′ αλλά και ουδείς άλλος λαός δεν ηυτύχησε να έχη βασιλέα τόσον φιλόλαον, τόσον προσηνή και μειλίχιον όσον ο Ελληνικός.
Υπήρξεν ανεξάντλητος εις αγαθότητα και ευγένειαν. Και ταύτα ακριβώς ήσαν τα χαρίσματα εκείνα με τα οποία κατώρθωσε να καταστή εις άκρον λαοφιλής και να καταλίπη μνήμην αγαθού και φιλανθρώπου ηγεμόνος.
ικήν ενδυμασίαν και το απαραίτητον μπαστούνι του με το οποίον εκτύπα τα πετραδάκια. Κάποτε συνηντήθη με ένα οπωροπώλην ο οποίος εκτύπα το ζώον του που δεν ήθελε να προχωρήση. Ο βασιλεύς επλησίασε και απηύθυνε παρατηρήσεις εις αυτόν διά την σκληρότητά του, συγχρόνως δε εθώπευσε το ζώον και λαβών το καπίστρι επροχώρησε μετ’ αυτού, υπό την κατάπληξιν των διαβατών οι οποίοι απεκαλύπτοντο ευλαβώς.
ΠΩΣ ΗΛΘΕΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ο Βασιλεύς Γεώργιος ήτο, ως γνωρίζομεν, ο δευτερότοκος υιός του Βασιλέως της Δανίας Χριστιανού του 9ου. Ότε ανεκηρύχθη βασιλεύς της Ελλάδος ήτο μόλις δεκαοκταετής την ηλικίαν και μαθητής της σχολής των Δοκίμων.
Ότε οι αντιπρόσωποι των Δυνάμεων εζήτησαν την συγκατάθεσίν του διά το στέμμα το οποίον του προσέφεραν τον ηρώτησαν.
— Υψηλότατε, σας προσφέρομεν έν στέμμα, το δέχεσθε;
Ο νεαρός τότε πρίγκηψ απήντησεν αδιστάκτως. Το δέχομαι ευχαρίστως, αλλά ποίος είνε ο λαός τον οποίον πρόκειται να διοικήσω;
— Είνε ο Ελληνικός λαός, υψηλότατε, απήντησαν.
— Τότε σας ευχαριστώ διά την προτίμησιν, προσέθηκεν ο βασιλεύς.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗΣ
Την δευτέραν ημέραν της αφίξεώς του εις την Ελλάδα, ο νεαρός βασιλεύς εζήτησε να εξέλθη έφιππος εις περίπατον. Τον συνώδευσε δε εις τον περίπατόν του εκείνον είς Δανός ανώτερος αξιωματικός, και είς Έλλην. Ο περίπατος εγένετο μέχρι του πεδίου του Άρεως. Εκεί ο ίππος συνηντήθη με ένα κάρρον και προς στιγμήν έδειξε σημεία αφηνιάσεως. Ο μικρός καρραγωγεύς κατελθών αμέσως εζήτησε να πλησιάση τον βασιλικόν ίππον και να τον πραΰνη αγνοών τις ήτο ο υψηλός αναβάτης του. Ο βασιλεύς εμειδίασε δια την απλοϊκότητα του μικρού βιοπαλαιστού και διέταξε τον Δανόν συνοδόν του να του προσφέρη έν Δανικόν νόμισμα, το οποίον ιδών ο μικρός ήρχισε να υποκλίνεται ευχαριστών, εν ώ ο αείμνηστος βασιλεύς απεμακρύνετο γελών και παρακολουθών δια του βλέμματος τον καρραγωγέα.
Η ΓΡΑΙΑ ΜΕ ΤΑ ΧΟΡΤΑ
Μίαν πρωίαν εξήλθεν εις περίπατον ανά τους Αμπελοκήπους. Εκεί είδε μίαν γραίαν η οποία συνέλεγε χορταρικά. Ο βασιλεύς φέρων πολιτικήν ενδυμασίαν επλησίασε την γραίαν και εζήτησε ναγοράση τα χόρτα. Αφού αντήλλαξεν ένα διάλογον έδωκεν εις την γραίαν χρυσούν νόμισμα. Η γραία του απήντησεν ότι δεν είχε ρέστα και ο αγαθός βασιλεύς απήντησε: Δεν θέλω ρέστα, και απεμακρύνθη χωρίς εννοείται να πάρη τα χόρτα. Η γραία σταυροκοκουμένη ήρχισε να ψιθυρίζη ευχάς. Όταν δε επληροφορήθη ότι ο συνομιλήσας μετ’ αυτής ήτο ο βασιλεύς εφώναξε• «χίλια χρόνια να ζήσης, άρχοντά μου, και στη πόλι νοικοκύρης».
Ο βασιλεύς διά νεύματος ηυχαρίστησε την γραίαν και απεμακρύνετο μειδιών και λίαν φαιδρός.
ΑΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΦΕΣ
Ο αείμνηστος βασιλεύς, ήτο λίαν φιλαναγνώστης. Την πρωίαν συνείθιζε πάντοτε να ροφά τον καφέ του αναγινώσκων τας εφημερίδας της ημέρας. Ουδέποτε απεφάσιζε να πάρη καφέν, αν δεν είχε και εφημερίδας. Εστενοχωρείτο δε πολύ τας ημέρας εκείνας που δεν εξεδίδοντο εφημερίδες.
Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ
Ηρέσκετο πάντοτε να εξέρχηται εις περίπατον ανά τας συνοικίας της πόλεως διά να παρακολουθή εκ του σύνεγγυς τον βίον των υπηκόων του. Έφερε δε κατά τους περιπάτους τούτους πολιτικήν ενδυμασίαν και το απαραίτητον μπαστούνι του με το οποίον εκτύπα τα πετραδάκια. Κάποτε συνηντήθη με ένα οπωροπώλην ο οποίος εκτύπα το ζώον του που δεν ήθελε να προχωρήση. Ο βασιλεύς επλησίασε και απηύθυνε παρατηρήσεις εις αυτόν διά την σκληρότητά του, συγχρόνως δε εθώπευσε το ζώον και λαβών το καπίστρι επροχώρησε μετ’ αυτού, υπό την κατάπληξιν των διαβατών οι οποίοι απεκαλύπτοντο ευλαβώς.
ΤΑ ΕΓΓΟΝΑΚΙΑ ΤΟΥ
Εξαιρετική ήτο η ευθυμία του όταν ευρίσκετο εν μέσω των μικρών εγγόνων του. Οσάκις είχε στιγμάς δυσθυμίας κατήρχετο εις τον κήπον όπου συνήντα τους μικρούς πρίγκηπας και ελάμβανε μέρος εις τα παιγνίδια των. Τοιουτοτρόπως κατώρθωνε να γίνεται εύθυμος και να επανέρχεται εις το γραφείον του ευχαριστημένος.
Ο ΕΠΙΛΟΧΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΣΟΥΓΚΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΥΓΩΝ
Κατά την ημέραν του Πάσχα συνείθιζε να τσουγκρίζη αυγά με τους στρατιώτας του εις τα Παραπήγματα. Κάποτε την ημέραν αυτήν συνηντήθη με ένα επιλοχίαν ο οποίος είχεν εικοσαετίαν ολόκληρον εις τον βαθμόν αυτόν.
— Πόσα χρόνια έχεις στο στρατό; ηρώτησεν ο βασιλεύς.
— Τριανταπέντε μεγαλειότατε.
— Είσαι ποιό μεγάλος από μένα;
— Κανείς δεν είνε μεγαλείτερος από σας, μεγαλειότατε.
— Τότε έλα να τσουγκρίσωμε διά να ιδούμε ποιος είνε ποιο γερός, από τους δύο μας.
Ο επιλοχίας ετσάκισε το Βασιλικόν αυγό και ο βασιλεύς γελών προσέθηκεν. «Έχεις καιρό ακόμη. Θα φθάσης να πάρης και το χρυσό γαλόνι».
Ο ΠΑΡΕΔΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΟΙΡΟΙ
Μίαν φοράν είχε μεταβή εις ένα χωρίον της Φθιώτιδος όπου ο πάρεδρος εξήλθεν ευθύς διά να τον υποδεχθή εκ μέρους των χωρικών.
Ο βασιλεύς παρατηρήσας ότι εις το χωρίον εκείνο υπήρχε πλησμονή χοίρων ηρώτησε τον πάρεδρον.
— Έχετε πολλούς χοίρους εδώ;
Ο πάρεδρος υπέθεσεν ότι ο βασιλεύς τον ηρώτα εάν υπήρχον εις το χωρίον πολλοί χήροι και του απήντησεν.
— Εγώ και ο παπάς είμεθα μόνον, μεγαλειότατε.
Ο αείμνηστος βασιλεύς εξερράγη εις πλατύτατον γέλωτα, το δε επεισόδιον αυτό το διηγείτο ενίοτε εις τους περί αυτόν και εγέλα με όλην του την καρδιά.
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ
Άλλοτε πάλιν ο βασιλεύς μετέβη εις ένα απομεμακρυσμένον δήμον των Καλαβρύτων όπου ο διδάσκαλος του χωρίου τον υπεδέχθη και τον εξένισεν εις τον οίκον του.
Ο Βασιλεύς ηρώτησε τον διδάσκαλον να του είπη πόσα έτη έχει εις την υπερεσίαν και πόσας μεταθέσεις έσχε κατά το διάστημα του διδασκαλικού του σταδίου.
— Έχω εικοσιτρία χρόνια, μεγαλειότατε, και υπηρετώ εδώ αφ’ ότου διωρίσθην.
— Μπράβο! πώς έγεινε αυτό το θαύμα;
— Είνε πολύ καλός διδάσκαλος, μεγαλειότατε, απήντησε παρεμβαίνων ο δήμαρχος.
— Νά λοιπόν που κατηγορούν την συναλλαγήν. Οι καλοί δεν φοβούνται κανένα.
ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ
Περιοδεύων ποτέ ανά τας νήσους των Κυκλάδων κατέλυσεν εις τον οίκον ενός πτωχού οικογενειάρχου όπου του προσέφεραν γλυκό εγχώριον. Του ήρεσε δε τόσον το γλυκό εκείνο, ώστε έσπευσε να ερωτήση πώς το κατασκευάζουν.
— Από κολοκύθια του τόπου μας, μεγαλειότατε.
Και ο βασιλεύς απήντησε. «Ποτέ δεν ειμπορούσα να φαντασθώ ότι τα κολοκύθια κάνουν ένα τόσον ωραίον γλύκισμα.
Όταν ήλθεν εις τας Αθήνας έγραψεν εις τον δήμαρχον να του στείλη από τα κολοκύθια αυτά καθώς και την οδηγίαν της κατασκευής του γλυκού. Το γλυκό αυτό το έπαιρνε πάντοτε το πρωί με τον καφέ του.
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΣ ΤΟΥ
Ο βασιλεύς ησθάνετο μεγάλην συμπάθειαν εις τον αυλάρχην του Σαχίνην τον οποίον επεσκέπτετο κατ’ οίκον συχνά. Επίσης μεγάλην υπόληψιν είχε προς τον Κουμουνδούρον, τελευταίως δε η εκτίμησίς του ήτο μεγάλη προς τον Παπαδιαμαντόπουλον τον αρχηγόν του βασιλικού οίκου Του, του οποίου ο θάνατος τον εβύθισεν εις μεγάλην θλίψιν.
ΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΓΑΛΑ
Υπήρξεν εποχή εν Αθήναις κατά την οποίαν η αστυνομία διεξήγεν απηνή επίβλεψιν επί των γαλακτοπωλείων.
Είχεν ανακαλυφθή ότι οι περισσότεροι γαλακτοπώλαι επώλουν χρωματισμένον νερό.
Τας ημέρας εκείνας έτυχεν ακροάσεως παρά τω βασιλεί ο πρόεδρος των γαλακτοπωλών προς τον οποίον η Α.Μ. μεταξύ άλλων απηύθυνε και την εξής ερώτησιν.
— Δεν μου λέγεις, κ. πρόεδρε, τι βάζετε μέσα στο νερό και γίνεται γάλα;
Προ της ερωτήσεως εκείνης ο ατυχής γαλακτοπώλης έμεινεν ως απολιθωμένος.
ΜΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΟ ΠΤΩΧΟΚΟΜΕΙΟΝ
Μίαν ημέραν ο αείμνηστος βασιλεύς έκαμεν αιφνιδιαστικήν επίσκεψιν εις το πτωχοκομείον. Τι δε νομίζετε ότι εζήτησε να επιθεωρήση πρώτον. Τα αποχωρητήρια και τα άπλυτα ενδύματα των πτωχών.
Ότε βραδύτερον επανέλαβε την επίσκεψίν του εκείνην, πάλιν απ’ εκεί ήρχισε την επιθεώρησίν του. Ότε δε εισήλθεν εις το εστιατόριον και είδεν ότι οι πτωχοί έτρωγον εντός σιδηρών πιάτων έκαμε παρατηρήσεις, προσθέσας ότι τα πιάτα αυτά ως μη δυνάμενα να καθαρισθώσι καλώς είνε ανθυγιεινά.
— Τα πήλινα τα σπάζουν, Μεγαλειότατε, απήντησαν οι άνθρωποι της υπηρεσίας.
— Δεν πειράζει, προσέθηκεν ο Βασιλεύς, αγοράζετε άλλα.
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Εις ένα εκ των υπουργών προ πολλών ετών, παρουσιασθέντα και ζητήσαντα την υπογραφήν ενός εγγράφου, ο Βασιλεύς παρετήρησεν ότι το ζητούμενον προς εκτέλεσιν ήτο αντισυνταγματικόν.
— Απλούς τύπος είνε μεγαλειότατε, απήντησεν ο υπουργός.
— Έστω, αλλά πάντοτε δεν είνε συνταγματικόν.
Και μετά βραχείαν σιωπήν προσέθηκε.
— Οφείλετε να ομολογήσητε κ. Υπουργέ, ότι εξ όλων των Ελλήνων εγώ είμαι ο περισσότερον συνταγματικός.
ΤΕΛΕΙΟΝ ΧΑΡΕΜΙ
Κάποιος Κρης πολιτευόμενος ελθών εις Αθήνας μετά την εις Κρήτην κάθοδον του πρίγκηπος Γεωργίου, έτυχεν ακροάσεως παρά τω Βασιλεί.
— Ε, πώς τα περνάτε εκεί κάτω, με την νέαν κατάστασιν; ηρώτησεν ο Βασιλεύς.
— Θαυμάσια μεγαλειότατε• η τάξις και η ασφάλεια παρακολουθούν τον Ύπατον αρμοστήν.
— Να! αμέσως που τα έφτιασε με δύο ωραίας κυρίας! απήντησεν ο Βασιλεύς. Δεν αμφιβάλλω δε, ότι θα περιποιηθή και την Παιδείαν και την Δικαιοσύνην, διά να καταστήση τέλειον χαρέμι προς το καλόν της Κρήτης.
ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΟΥ ΕΥΖΩΝΟΥ
Όπως γνωρίζομεν εις το εν Δεκέλεια βασιλικόν κτήμα φρουρούν εις διάφορα σημεία Εύζωνοι, οι οποίοι εννοούν να συλλαμβάνουν πάντα πολίτην ο οποίος ήθελε πλανηθή εις μέρη απηγορευμένα.
Κάποτε ο Βασιλεύς εξήλθε της βασιλικής επαύλεως και επλανήθη, φέρων πολιτικήν ενδυμασίαν μακράν προς την έξοδον του κτήματος.
Ο φρουρών εις το μέρος εκείνο Εύζωνος αντιληφθείς την παρουσίαν αγνώστου προς αυτόν ξένον, τον επλησίασε και με έντονον ύφος τον ερωτά.
— Τι περιφέρεσ’ ουρέ εδώθες σαν το πρόβειο το κεφάλι.
Ο βασιλεύς εμειδίασε και απήντησε.
— Είμαι ξένος Αυστριακός και δεν γνωρίζω τα μέρη αυτά.
— Δεν τ’ ακούω εγώ αυτούνα. Πάμε στο φυλακείο να σε ανακρίνη ο επιλοχίας.
Ο Βασιλεύς και πάλιν εγέλασε και τον εβεβαίωσεν ότι δεν είχε κανένα κακό σκοπό, αλλ’ ο εύζωνος επέμενε και τέλος τον εκράτησεν από τον βραχίονα και τον ωδήγει.
— Μα είνε πολύ μακρυά απ’ εδώ το φυλακείο και δεν μπορώ να περιπατώ. Στάσου να αναβώ στο ποδήλατον και να με ακολουθής.
— Αμ σαν ανέβης σ’ αυτουνό το διάβολο, φέξε μου και γλύστρισα. Μηδ’ εμπρός μηδέ πίσω μου σε ξαναγλέπω.
Ο Βασιλεύς ηναγκάσθη να υποκύψη εις την αξίωσιν του ανθρώπου της εξουσίας και ηκολούθει. Όταν έφθασαν εις το φυλακείον όλοι οι εύζωνοι και οι αξιωματικοί αντιληφθέντες τον Βασιλέα εσταμάτησαν εις προσοχήν.
Ο ατυχής εύζωνος πληροφορηθείς ποίον συνώδευεν, έστη εις προσοχήν άναυδος.
Και ο αγαθώτατος Βασιλεύς αφού τον συνεχάρη διά την πιστήν εκτέλεσιν του καθήκοντός του, του εδώρησεν ένα εικοσπεντάρικο.
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΑ ΑΝΘΗ
Ήτο εξαιρετική η αγάπη του Βασιλέως Γεωργίου προς τα άνθη του κήπου του. Ησθάνετο ιδιαιτέραν ευχαρίστησιν οσάκις αι ασχολίαι του τού επέτρεπον να καλλιεργή τα άνθη του. Διηγούνται ότι μίαν ημέραν παρετήρησεν εις το Τατόι τους χωροφύλακας κόπτοντας άνθη.
Εσταμάτησε και με ήπιον τρόπον τοις είπε.
— Γιατί μου πειράζετε τα άνθη μου; Κόπτετε καλλίτερον καρπούς παρά άνθη.
Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ
Προς τον πατέρα του τον γηραιόν Βασιλέα της Δανίας ο Βασιλεύς υπήρξε πάντοτε φιλοστοργώτατος υιός. Αι επιστολαί τας οποίας έστελλε προς τον γηραιόν πατέρα του εξεδήλουν όλον τον σεβασμόν και την λατρείαν ευγνώμονος υιού προς φιλόστοργον πατέρα.
ΕΜΙΜΕΙΤΟ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ
Εις τας συνδιαλέξεις του ο αείμνηστος Βασιλεύς εμιμείτο τους αρχαίους Έλληνας. Ουδέποτε ωμίλει εις πληθυντικόν αριθμόν, έστω και αν ο συνομηλητής του ήτο επίσημον πρόσωπον. Πάντοτε ωμίλει εις ενικόν αριθμόν διότι τούτο εθεώρει ελληνοπρεπέστερον.
ΩΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΡΧΗΣ
Ως οικογενειάρχης ήτο πρότυπον. Είχε τοιούτον σεβασμόν εμπνεύσει εις όλους, ώστε πάντες ώφειλον να είνε τακτικοί εις τα καθήκοντα τα αφορώντα την οικογενειακήν τάξιν.
Είχεν ωρισμένην ώραν φαγητού και την ετήρει μέχρι σχολαστικότητος. Εάν τις των πριγκήπων ετύγχανε να απουσιάζη κατά την ώραν του γεύματος, ο Βασιλεύς δεν ανέμενε παντάπασιν αλλά εκάθητο εις το γεύμα του με τους παρόντας οικείους του.
ΠΩΣ ΕΞΕΔΗΛΟΥ ΤΑΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ ΤΟΥ
Είνε γνωσταί εις τον ελληνικόν λαόν αι αιματηραί σκηναί, αι προκληθείσαι κατά τα Ευαγγελικά. Ο Βασιλεύς ήτο λίαν στενοχωρημένος διά τα συμβάντα εκείνα και καλέσας τον τότε πρωθυπουργόν Θεοτόκην εζήτησε πληροφορίας επί της καταστάσεως.
— Η κατάστασις, μεγαλειότατε, είνε λίαν κρίσιμος και δύο τινά υπάρχουν προς επαναφοράν της τάξεως. Ή να επιβληθή το κράτος του νόμου διά πάσης θυσίας ή να δεχθήτε την παραίτησιν της Κυβερνήσεως.
— Και ποίος θα σας διαδεχθή;
Η απάντησις αύτη ήτο ικανή να πείση τον Θεοτόκην ότι ο Βασιλεύς επεθύμει το δεύτερον και διά τούτο έσπευσε να υποβάλη την παραίτησίν του παραχρήμα.
ΜΙΑ ΚΡΙΣΙΣ ΤΟΥ
Γνωστός πολιτευόμενος κατώρθωσε τέλος να γείνη υπουργός κατόπιν πολλών προσπαθειών. Ο πολιτευόμενος ούτος είχε την γλώσσαν ολίγον υβριστικήν. Ότε είς των αυλικών του παρετήρησεν ότι πολιτευόμενος ούτος θα μετήλλασεν ήδη γλώσσαν, ο Βασιλεύς απήντησε.
— Περίμενε χειρότερα. Αυτός έγεινε υπουργός μόνον και μόνον διά αυτήν την γλώσσαν και τώρα ν’ αλλάξη;
ΗΓΑΠΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ
Ο αείμνηστος Βασιλεύς ήτο θανάσιμος εχθρός του ψεύδους. Κάποτε ένας εκ των υπουργών διά να αποσπάση την βασιλικήν έγκρισιν επί τινος διορισμού μετεχειρίσθη ψεύδος.
Ο Βασιλεύς ανεκάλυψε βραδύτερον τον ψευσθέντα υπουργόν, ότε δε εις απωτέραν εποχήν είδε και πάλιν το όνομά του εις τον κατάλογον των υποψηφίων υπουργών, παρεκάλεσε τον αρχηγόν του κόμματος εκείνου να τον διαγράψη, αφού εννοείτε έδωκε τας δεούσας εξηγήσεις.
Και η Βασιλική επιθυμία εξεπληρώθη.
Διηγούνται ότι η μεγάλη συμπάθεια και η εκτίμησις την οποίαν είχε προς τον Παπαδιαμαντόπουλον, ήτο αποτέλεσμα της άκρας φιλαληθείας του ανδρός τούτου.
Ο Βασιλεύς ομιλών περί του Παπαδιαμαντοπούλου έλεγεν ότι ήτο ο τιμιώτερος Έλλην, επειδή ουδέποτε εψεύσθη.
ΤΟ ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΔΥΟ ΜΙΚΡΩΝ
Εξελθών ποτε εις περίπατον μόνος του προς τους Αμπελοκήπους αντελήφθη δύο μικρούς οι οποίοι εμάλωναν επάνω στο παιγνίδι των.
Ο Βασιλεύς πλησιάσας τους μικρούς τους ηρώτησε ποία ήτο η διαφορά των.
Μαθών δε ότι και οι δύο ημφισβήτουν ένα βώλον, ο Βασιλεύς έδωκε από μίαν δεκάραν εις έκαστον και τους συνέστησε να μη πιάνωνται άλλοτε διά τόσον ευτελή πράγματα.
ΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΚΑΠΕΛΛΑ
Ότε επεσκέφθη μίαν επαρχιακήν κωμόπολιν και παρετήρησε τας γυναίκας να φέρουν καπέλλα με πολυτελή πτερά ηρώτησε τον Δήμαρχον.
— Κάτι πολλά πτερά βλέπω εις τα καπέλλα των γυναικών σας. Έχετε εδώ καπελλούδες;
— Όχι Μεγαλειότατε. Τα παραγγέλλουν εις τας Αθήνας.
— Και έπειτα παραπονούνται αι επαρχίαι ότι υστερούν της πρωτευούσης.
Εις τα πειράγματά του ήτο πάντοτε λεπτότατος. Όταν επείραζε κανένα εφρόντιζε να τον κάμη τον ίδιον να ευθυμήση με το πείραγμά του.
Ότε ποτέ ευρέθη εις τα Μέγαρα η Μεγαρίτισσες εχόρευσαν προς τιμήν του τον γνωστόν εγχώριον χορόν «την τράτα». Αι γυναίκες εχόρευον με παντούφλες ο δε Βασιλεύς διά να ευθυμήση επλησίαζε το μπαστουνάκι του εις τας παντούφλας και τας εκράτει στερεά εις το έδαφος εις τρόπον ώστε εκράτει το πόδι ακίνητον.
Το αστείον αυτό προεκάλει τον γέλωτα όλων των χωρικών, ακόμη δε και των χορευουσών γυναικών.
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΙΖΩΝ
Ιδιαιτέρως εθέλγετο με την διαύγειαν του Ελληνικού ουρανού. Απέδιδε δε την ηπιότητα του χαρακτήρος των Ελλήνων εις την ειρηνικήν γαλήνην του ουρανού των. Ότε εξερράγη η στρατιωτική επανάστασις ο Βασιλεύς ευρισκόμενος εις Τατόιον είπε μεταξύ άλλων. «Απορώ πώς υπό τοιούτον ορίζοντα κατορθώνουν να κάνουν επαναστάσεις. Το κλίμα της Ελλάδος μόνον την χαράν και την φαιδρότητα εμπνέει».
ΠΩΣ ΑΠΕΚΑΛΥΨΕΝ ΕΝΑ ΦΙΛΑΡΕΣΚΟΝ
Κάποτε ο Βασιλεύς επεσκέφθη εις τα γραφεία του τον μακαρίτην διευθυντήν του ναυσταύθμου Κουτσούκον ο οποίος είχε την συνήθειαν να βάφη τα γένειά του.
Ο Βασιλεύς ιδών επί τινος τραπέζης μικρόν κυτίον, το έλαβε και αφού το ήνοιξεν είπε.
— Τι είνε αυτό εδώ μέσα;
— Μπογιά για τους μπρούντζους, μεγαλειότατε.
— Για τους μπρούντζους των γενειών σου εννοείται, απήντησε γελών ο Βασιλεύς.
Η ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΕΙΣ ΟΛΑ
Ο Βασιλεύς Γεώργιος είχεν Αγγλικήν ακρίβειαν εις όλας του τας πράξεις. Όπως είπομεν ήδη, δεν εννοούσε να αναμείνη κανένα ότε ήρχετο η ώρα του γεύματος. Είχεν ωρισμένην ώραν και διά το ξύρισμά του.
Ούτε λεπτόν δεν εννοούσε να περάση από την ώραν του.
Κάποτε έχων επείγουσαν εργασίαν εβράδυνεν ολίγα λεπτά εις το ξύρισμα, ενώ ο κουρεύς ανέμενεν.
Όταν ετελείωσε και εισήλθεν εις το δωμάτιόν του διά να ξυρισθή έσπευσε να ζητήση συγγνώμην από τον κουρέα του.
— Με συγχωρείς πολύ, του είπε, που σε εχασομέρισα.
Η ΤΟΥΑΛΕΤΤΑ ΤΟΥ
Ο Βασιλεύς Γεώργιος ήτο πάντοτε άμεμπτος εις όλα. Ιδιαιτέρως επεμελείτο τον μύστακα του, το οποίον καθίστατο τοιουτοτρόπως μεγαλοπρεπέστατον.
Αλλά και εις το ξύρισμά του ήτο άμεμπτος, καθώς και εις το κούρευμα της κεφαλής του. Εις τους κουρείς του ήτο περιποιητικώτατος και υπερβολικά ευγενής και λεπτός.
Δύο ήσαν οι κουρείς του ο Ιω. Γκίκιρης και ο Μυτηληναίος. Εις τον Γκίκιρην όταν εγήρασεν απένειμε σύνταξιν, ήτις τω εδίδετο εκ του βασιλικού ταμείου. Κατά την ομολογίαν και των δύο αυτών κουρέων η εν γένει τουαλέττα του Βασιλέως ήτο τελεία και άμεμπτος.
Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΙΣΤΑΣ ΤΟΥ 1821
Ήτο απεριόριστος ο σεβασμός του προς τους αγωνιστάς της εθνικής επαναστάσεως. Τελευταίον λείψανον των αγώνων εκείνων του 21 απέμενεν ο αρχίατρος συνταγματάρχης Μαυρογένης, αποθανών προ ολίγων ετών. Ο Μαυρογένης ενεφανίζετο εις τας τελετάς της εθνικής εορτής φέρων το παράσημον του αγώνος.
Κατά την τελετήν της 25ης Μαρτίου πρό τινων ετών συνέβη την ώραν που εισήρχοντο οι βασιλείς εις την Μητρόπολιν να εισέρχεται και ο Μαυρογένης. Ο γηραιός αγωνιστής αντιληφθεις τους βασιλείς εσταμάτησε διά να τους χαιρετίση και αφού εδέχθη τον Βασιλικόν χαιρετισμόν διά χειραψίας, παρεμέρισεν ολίγον διά να προπορευθούν οι Βασιλείς. Αλλ’ ο αείμνηστος Βασιλεύς κρατών εκ του βραχίονος την Βασίλισσαν, εστάθη προ της θύρας και λαμβάνων την ένδοξον χείρα του αγωνιστού τον παρεκάλεσε να προηγηθή, λέγων.
— Σεις προτιμείσθε.
ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΓΑΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΡΙΓΚΗΠΙΣΣΗΣ ΜΑΡΙΑΣ
Ότε ετελούντο οι γάμοι της πριγκηπίσσης Μαρίας εν Κερκύρα ο αγωνιστής Μαυρογένης απέστειλε προς τον Βασιλέα το εξής τηλεγράφημα εις την γλώσσαν εις την οποίαν συνείθιζον να γράφουν οι άνδρες εκείνοι της απολύτου ευθύτητος.
Βασιλέα — Κέρκυραν.
«Να μας ζήσουν και να τους χαιρώμαστε».
Ο Βασιλεύς ότε ανέγνωσε το λακωνικόν εκείνο τηλεγράφημα του γηραιού στρατιώτου της πατρίδος τόσον συνεκινήθη ώστε εδάκρυσεν. Ομιλών δε εις τους περί αυτόν είπεν.
— Αι ευχαί του Μαυρογένη με συνεκίνησαν τόσον, όσον όλων των άλλων που με συνεχάρησαν. Και ευθύς συνέταξεν ευχαριστήριον απάντησιν ως εξής.
«Εγώ και η οικογένειά μου σας υπερευχαριστούσι».
ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ
Όταν ανηγγέλθη εις τον Βασιλέα ο θάνατος του Μαυρογένη εις ηλικίαν 115 ετών η Α. Μ. ησθάνθη απερίγραπτον λύπην. Και απαντών εις τον Αυλάρχην του που του ανήγγειλε το γεγονός είπεν.
— Εχάσαμε και την τελευταίαν ζώσαν ιστορίαν του αγώνος μας.
Και ευθύς εζήτησε να κηδευθή ο νεκρός δημοσία δαπάνη, παρηκολούθησε δε την κηδείαν μέχρι του τάφου.
ΤΕΛΕΙΟΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΡΧΗΣ
Ο Βασιλεύς όταν οι βασιλόπαιδες ήσαν μικροί συνέτρωγε την μεν μεσημβρίαν μόνον με την Βασίλισσαν, το δε εσπέρας μετά του Αυλάρχου και του Υπασπιστού του. Ότε όμως εμεγάλωσαν οι πρίγκηπες, τότε και την μεσημβρίαν και το εσπέρας συνέτρωγε με όλην του την οικογένειαν.
ΤΑ ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΓΕΥΜΑΤΑ
Ως γνωστόν εκάστην πρωίαν ο αρχιμάγειρος των ανακτόρων ήτο υποχρεωμένος να παρουσιάζη εις την Α. Μ. τον κατάλογον των φαγητών της ημέρας, εκ του καταλόγου εκείνου διέγραφεν η Α. Μ. το φαγητόν εκείνο το οποίον δεν ήθελεν.
Η Βασίλισσα είχεν ιδιαίτερον μενού κατά τας τεσσαρακοστάς. Την πρώτην και την τελευταίαν εβδομάδα ενήστευε το κρέας περιοριζομένη εις λαδερά φαγητά. Την μεγάλην εβδομάδα ενήστευε και το λάδι. Εκ των άλλων εβδομάδων της Μ. Τεσσαρακοστής ετήρει τακτικωτάτην νηστείαν εκάστην Τετάρτην και Παρασκευήν.
Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΑΛΑΤΑ
Την σαλάτα του βασιλικού γεύματος την παρεσκεύαζεν ο ίδιος.
Διέτασσε κατ’ αρχάς και του έφερον βραστάς πατάτας. Εντός μεγάλης πιατέλλας έκοβε της πατάτες και αρκετά κρεμμύδια και ολίγον μαντανόν.
Την σαλάτα αυτήν την έτρωγεν όλη η Βασιλική οικογένεια, ο δε Βασιλεύς ηυχαριστείτο οσάκις τα τέκνα του τον εκολάκευον διά την επιτυχίαν της σαλάτας του.
Την πρωίαν έκαμνε χρήσιν και μέλιτος το οποίον εθεώρει λίαν ωφέλιμον και στομαχικόν. Έκαμνε μικράν χρήσιν άρτου, ηγάπα δε ωρισμένα γλυκίσματα. Με ψητό ουδέποτε έτρωγε σαλάτα, αλλά πάντοτε το συνώδευε με κομπόστες καλοδεμένες. Επίσης έτρωγε νωπούς καρπούς, αλλά πάντοτε έκαμνε μετρίαν χρήσιν αυτών. Οίνου έκαμνε μετριωτάτην χρήσιν, επροτίμα δε πάντοτε τα στομαχικά ύδατα των διαφόρων Ελληνικών πηγών.
ΟΙ ΚΑΦΕΔΕΣ ΤΟΥ
Ως και αλλαχού ανεφέραμεν ο Βασιλεύς εκάστην πρωίαν έπαιρνε προ παντός άλλου καφέν τον οποίον έψηνε μόνος του. Τους καφέδες του όμως μετά το γεύμα και το δείπνον τους παρεσκεύαζον οι καφετζήδες των ανακτόρων. Συνήθως έπινε τον καφέν του βαρύν μέτριον. Τελευταίως έπινε τον καφέν του πικρόν χωρίς ζάχαριν.
ΤΟ ΤΖΑΜΙ ΠΟΥ ΣΠΑΖΕΙ
Μία μοιραία σύμπτωσις η οποία είνε ικανή να δώση ύλην εις όλους εκείνους που ασχολούνται με όλα τα μυστηριώδη και ακατανόητα του κόσμου τούτου, εσημειώθη κατά την ημέραν καθ’ ήν ο εθνομάρτυς Βασιλεύς έπιπτε νεκρός εις Θεσσαλονίκην.
Οσάκις ο βασιλεύς επεσκέπτετο τον Πύργον της Ηλείας κατέλυεν εις το εκεί μέγαρον του αποθανόντος πολιτευτού Ηλείας Πέτρου Αυγερινού.
Μετά τον πόλεμον του 1897 ο βασιλεύς επισκεφθείς τον Πύργον κατέλυσεν εις το εν λόγω μέγαρον, όπου μίαν πρωίαν καθήμενος εις το δωμάτιον του ύπνου εχάραξεν εις το τζάμι το όνομά του και ολίγους στίχους προς την ευγενή δέσποιναν Γεωργίτσαν Αυγερινού.
Δεκαπενταετία ολόκληρος παρήλθε και το τζάμι εκείνο έμενεν άθικτον ότε την ημέραν της δολοφονίας εκ τυχαίου όλως γεγονότος το τζάμι εκείνο εθρυμματίσθη.
ΔΙΑ ΤΟΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΝ
Ότε εγένετο η χρεωκοπία του Κράτους από της εποχής του Τρικούπη ο αείμνηστος Βασιλεύς ησθάνθη οδύνην βαθυτάτην επί τούτω.
Τόση δε ήτο η λύπη του ώστε έλεγεν ότι ουδέποτε πλέον θα επανέφερε τον πολιτικόν εκείνον εις την αρχήν.
— Θα κοκκινίζω μπροστά στα παιδιά μου αν τον επαναφέρω.
Ότε όμως η ετυμηγορία του λαού εξεδηλώθη υπέρ του Τρικούπη, ο Βασιλεύς επόμενος εις το σύνταγμα επανέφερε τον Τρικούπην εις την αρχήν.
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΝ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ
Εξαιρετική ήτο η αγάπη του Άνακτος προς την αδελφήν του βασίλισσαν της Αγγλίας Αλεξάνδραν. Πολλάκις κατά την διαμονήν της ενταύθα ο φιλόστοργος αδελφός έσκυβε και την ησπάζετο. Η αγάπη αύτη μεταξύ των δύο αδελφών ήτο αμοιβαία. Η βασίλισσα Αλεξάνδρα ησθάνθη βαθύτερον όλων των άλλων συγγενών το πλήγμα της δολοφονίας του αδελφού της.
ΥΠΟ ΙΝΚΟΓΝΙΤΟ
Περιοδεύων ανά τας Ευρωπαϊκάς πρωτευούσας ηρέσκετο να εξέρχεται εντελώς του βασιλικού του αξιώματος. Διήρχετο τας κεντρικάς λεωφόρους και τα βουλεβάρτα φέρων απλήν περιβολήν ιδιώτου και ανεμιγνύετο με το πλήθος ως κοινός θνητός. Αυτό ήτο μία από τας μεγαλειτέρας του ευχαριστήσεις.
ΑΙ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑΙ ΤΟΥ
Οσάκις εφημερίς τις ευρωπαϊκή εδημοσίευε γελοιογραφίαν του, ο Βασιλεύς έσπευδε να την αγοράση και να την φυλάξη. Πολλάς εξ αυτών τας έθετεν εντός πλαισίου. Και ενώ αι αρχαί κατεδίωκον τους γελοιογραφούντας τον άνακτα, ο μόνος που δεν εταράσσετο, αλλ’ εγέλα με την καρδιά του ήτο αυτός ο γελοιογραφούμενος. Διηγούνται ότι εις το ανάκτορον του «Μον — Ρεπό» εν Κερκύρα έχει αναρτήσει πλήθος τοιούτων γελοιογραφιών.
ΕΘΥΣΙΑΖΕ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΓΟΗΤΡΟΝ
Ότε εξερράγησαν αι ταραχαί των ευαγγελικών ο τότε υπουργός της Παιδείας Σ. Στάης ανελθών το μεσονύκτιον εις τα ανάκτορα εζήτησεν ακρόασιν παρά τω βασιλεί. Ο Βασιλεύς λίαν θορυβημένος εδέχθη τον υπουργόν και ηρώτησεν αυτόν περί του σκοπού της εσπευσμένης επισκέψεώς του.
— Μεγαλειότατε, η κατάστασις είνε κρίσιμος, ανάγκη δε να δεχθήτε την παραίτησιν της Κυβερνήσεως και του Μητροπολίτου.
— Τι είνε αυτά! Αι ταραχαί των δρόμων δεν πρέπει να δίδουν την κατεύθυνσιν εις τους Βασιλείς. Εν τοιαύτη περιπτώσει δεν έχω κανένα λόγον εγώ εδώ.
Ότε όμως ο Στάης του υπέδειξε τους μέλλοντας κινδύνους των αιματοχυσιών, ο Βασιλεύς εδέχθη να θυσιάση το Βασιλικόν γόητρον χάριν της εσωτερικής ειρήνης του Κράτους.
ΗΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΙΣΤΗΣ
Ο Βασιλεύς Γεώργιος απετροπιάζετο πολύ τας σχολαστικάς φράσεις και προσφωνήσεις.
Ότε μίαν φοράν μετέβη εις την Τρίπολιν οι κάτοικοι τον υπεδέχθησαν μετά μεγάλων τιμών. Εις τας οδούς είχον αναρτηθή αψίδες επί των οποίων είχον αναγραφή εις αρχαίαν Ελληνικήν διάφορα αποφθέγματα χαιρετιστήρια. Εις τας επιγραφάς αυτάς ο Βασιλεύς απήντα με ένα απλούν «Καλώς σας ηύραμε παιδιά».
ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΠΕΙΡΑΝ ΤΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ
Ότε υπέστη την δολοφονικήν εκείνην απόπειραν εκ μέρους του Καρδίτση εις θέσιν «Ανάλατος» και διεσώθη εξ αυτής, διηγείτο κατόπιν τας λεπτομερείας της τραγικής εκείνης σκηνής μετά πολλής ψυχραιμίας• ως γνωστόν εντός της αμάξης επέβαινε και η Πριγκήπισα Μαρία, το τοιούτον δε ήτο το μόνον περί του οποίου ωμίλει με κάποιο παράπονον ο Βασιλεύς.
«Εγώ γνωρίζω, έλεγεν, ότι ένας δολοφόνος σέβεται το θύμα του, όταν τούτο συνωδεύη γυναίκα. Αλλ’ ο επιτεθείς εναντίον μου δεν είχεν ούτε αυτήν την αβρότητα να αναβάλη την εκτέλεσιν της πράξεώς του.
ΔΙΑ ΤΟΝ ΔΙΑΔΟΧΟΝ
Εξαιρετική ήτο η λατρεία του προς τον Διάδοχον Κωνσταντίνον, τον οποίον μάλιστα ωνόμαζε Ντίνον.
Ότε ευρίσκετο εις το Γιδά και παρουσιάσθησαν προ αυτού χωρικοί ζητούντες να τους επιτρέψη να λάβωσιν εκ των εγκαταληφθεισών σιταποθηκών ποσότητα σίτου δια να σπείρωσι τους αγρούς των ο Βασιλεύς απήντησε• «Δυστυχώς αυτό είνε δικαίωμα του υιού μου του κατακτητού.
Θα του τηλεγραφήσω και αν μοι επιτρέψη πολύ ευχαρίστως θα σας κάμω την χάριν. Κοπιάστε αύριο και θα σας δώσω απάντησιν».
Την επομένην ληφθείσης της απαντήσεως του τότε Διαδόχου, οι χωρικοί ελάμβανον τον αναγκαιούντα διά την σποράν σίτον.
Εις δε τον κ. Παπαμιχαλόπουλον παρουσιασθέντα προ αυτού κατά την εις Θεσσαλονίκην διαμονήν του, ο Βασιλεύς έλεγεν με υπερτάτην αγαλλίασιν ότι κανείς άλλος Διάδοχος δεν έδρεψε τόσας δάφνας επί του πεδίου της μάχης όπως ο Κωνσταντίνος Του.
ΟΙ ΦΟΡΟΙ ΤΟΥ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ
Κάποτε φιλοξενών εις τα ανάκτορα τους υπουργούς της Κυβερνήσεως Θεοτόκη προσέφερεν ανά έν πούρον εις έκαστον εξ αυτών. Ο κ. Στάης όμως, μη καπνίζων πούρα, εδώρησε το ιδικόν του εις τον Σιμόπουλον, ο οποίος τοιουτοτρόπως έγεινε κάτοχος δύο πούρων.
Ότε βραδύτερον ο Βασιλεύς αντελήφθη τον Σιμόπουλον φέροντα δύο πούρα του είπε μειδιών.
— Ώστε φόρο και εις τα πούρα μου ακόμη, κ. Σιμόπουλε.
— Αλλά, Μεγαλειότατε, το έν μου το εχάρισεν ο κ. Στάης.
— Καλέ αφήστε τα αυτά, κ. Σιμόπουλε. Εφορολογήσατε και τα πούρα μου, προσέθηκεν αστεϊζόμενος ο Βασιλεύς.
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΠΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ
Παν το Ελληνικόν το ηγάπα ιδιαιτέρως ο Βασιλεύς. Ότε κάποτε εις το Λονδίνον εφιλοξενήθη εις τον οίκον πλουσίας Αγγλίδος η ευγενής δέσποινα τον ωδήγησεν εις το θερμοκήπιον όπου υπήρχον μερικά ωραία τριαντάφυλλα.
— Είδατε τι ωραία τριαντάφυλλα, Μεγαλειότατες ηρώτησε με κάποιαν φιλαρέσκειαν η κυρία.
— Αυτά δεν είνε τίποτε. Να ιδήτε τα ιδικά μου εις το Τατόι θα εκπλαγήτε.
ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ
Ότε μίαν φοράν κατά την ημέραν του Πάσχα μετέβη κατά το επικρατήσαν έθιμον εις τους στρατώνας, ομογενείς τινές εκ του εξωτερικού παριστάμενοι εκεί εδάκρυσαν και εζητωκραύγασαν ενθουσιωδώς εξάγοντες τα φέσια των.
Κατά την έξοδόν του εκ των στρατώνων οι ομογενείς εφώναζον.
— Και στη Πόλι, και στη Πόλι, Βασιληά μας.
Και ο Βασιλεύς μειδιών απήντησεν εις τους ομογενείς.
— Θα πάμε και στην Πόλι.
ΕΜΨΥΧΑ ΚΑΙ ΑΨΥΧΑ
Κατά τινα διαμονήν του εν Κερκύρα συνωμίλει με τον τότε πρωθυπουργόν Θεοτόκην διά τα ωραία άνθη της νήσου.
— Τι ωραία και τι δροσερά που είνε, έλεγεν.
— Ως βλέπετε, Μεγαλειότατε, όλα είνε θαλερά εις την Κέρκυραν απήντησεν ο κ. Θεοτόκης.
— Α, αυτό το βλέπω! το βλέπω! προσέθηκεν ο Βασιλεύς, έμψυχα και άψυχα.
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ
Ο αείμνηστος Βασιλεύς Γεώργιος ενυμφεύθη εν Πετρουπόλει την 27ην Οκτωβρίου 1867 την μεγάλην Δούκισσαν Όλγαν Βλαδιμηρόβναν θυγατέρα του μεγάλου Δουκός Κωνσταντίνου αδελφού του Τσάρου Αλεξάνδρου του Β′.
Ο Βασιλεύς ως προτεστάντης ηκολούθει την ιερουργίαν του παρεκκλησίου των ανακτόρων ενώ διά την Βασίλισσαν, ορθόδοξον ούσαν, κατεσκευάσθη έτερον παρεκκλήσιον εντός του οποίου προσηύχετο.
ΕΝ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΕΙΣ ΤΟ ΑΙΞ ΛΕΜΠΑΙΝ
Προ πολλών ετών ευρισκόμενος εις τα λουτρά Αιξ Λεμπαίν, διήρχετο μίαν ημέραν από έν μικρόν καφενείον, ότε είς των υπηρετών τον πλησιάζει και του λέγει.
— Περάσετε γρήγορα, κύριε. Οι κύριοι σας περιμένουν.
— Τι να με κάμουν; ερωτά περιέργως ο Βασιλεύς.
— Έχουν ανάγκην ενός ατόμου ακόμη. Είνε τρεις και ζητούν τέταρτον.
Ο Βασιλεύς προχωρήσας ολίγον παρετήρησε πράγματι ότι τρεις κύριοι εκάθηντο εις μίαν τράπεζαν έτοιμοι να αρχίσουν το παιγνίδι των και επειδή απουσίαζεν είς φίλος των, παρήγγειλαν εις τον υπηρέτην να σπεύση να τον καλέση.
Την στιγμήν δε κατά την οποίαν ο υπηρέτης εξήρχετο, δύο έτεροι κύριοι συνεζήτουν περί του Βασιλέως της Ελλάδος του οποίου η άφιξις είχε γείνει γνωστή εις την πόλιν.
Ο είς εξ αυτών ιδών τον Βασιλέα διερχόμενον εφώναξε δυνατά.
— Α! Νάτος.
Ο υπηρέτης ακούσας τας λέξεις ταύτας ενόμισεν ότι ο διερχόμενος ήτο ο τέταρτος τον οποίον ανέμενον οι τρεις εκείνοι θαμώνες και έσπευσε να τον συναντήση.
Ο Βασιλεύς όχι μόνον δεν ηγανάκτησε διά την ανευλαβή πρόσκλησιν, αλλά απεναντίας εθεώρησε το επεισόδιον ως αρκετά διασκεδαστικόν και επλησίασεν.
Όταν δε οι τρεις εκείνοι αναγνωρίσαντες αυτόν, εζήτουν μυρίας συγγνώμας διά το ακούσιον σφάλμα των.
Ο Βασιλεύς αγαθώτατα και ευθυμώτατα έσπευσε να τους καθησυχάση.
— Μα σας παρακαλώ μη ταράττεσθε, κύριοι. Δεν είνε τίποτε. Δεν βλέπω εις τι εσφάλατε. Εγώ μάλιστα πρέπει να σας ζητήσω συγγνώμην διότι δεν γνωρίζω το παιγνίδι σας.
ΩΣ ΣΥΖΥΓΟΣ
Ως σύζυγος ο Βασιλεύς Γεώργιος δύναται να θεωρηθή πρότυπον. Η αγάπη του προς την Βασίλισσαν εφάνη μέχρι σημείου αληθινής λατρείας.
Τας πρώτας ημέρας του γάμου των επειδή ο Βασιλεύς δεν εγνώριζε την Ρωσσικήν, ούτε η βασίλισσα την Δανικήν η συνεννόησίς των εγένετο άλλοτε εις Γερμανικήν και άλλοτε εις Γαλλικήν. Αι σχέσεις των δύο υψηλών συζύγων υπήρξαν πάντοτε εγκαρδιώταται. Έζων μακράν οιασδήποτε πολιτικής διαμάχης εις την θελκτικήν γαλήνην του ευτυχούς οίκου των.
Τας ευτυχεστέρας ημέρας της ζωής του τας διήρχετο το θέρος εις την Κέρκυραν και εις τους Πεταλιούς όπου ηρέσκετο να ψαρεύη και να κυνηγά.
Εις την ανατροφήν των τέκνων του έδιδε μεγίστην προσοχήν εκλέγων αυτός τους διδασκάλους των και παρακολουθών ο ίδιος την ανατροφήν και την μόρφωσιν αυτών, δίδων πατρικάς συμβουλάς και εξήταζεν ενίοτε αυτά εις τα μαθήματά των. Επίσης πολύ ηρέσκετο να λαμβάνη μέρος εις τα παιγνίδιά των.
Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ
Μετά το φαγητόν του εξήρχετο πάντοτε εις περίπατον. Ότε ήτο νέος εξήρχετο έφιππος, ηγάπα δε υπερβολικά την ιππασίαν και ήτο κάλλιστος ιππεύς. Βραδύτερον καθιέρωσε μακρυνάς πεζοπορίας τας οποίας έκαμνε συνήθως εις την λεωφόρον Κηφισσιάς. Εις τους περιπάτους του τούτους συνωδεύετο πάντοτε υπό ενός εκ των υπασπιστών του, συνηθέστερον όμως υπό του Παπαδιαμαντοπούλου, ηρέσκετο δε να βαδίζη συζητών.
ΜΕ ΦΥΛΑΣΣΟΥΝ ΟΙ ΥΠΗΚΟΟΙ ΜΟΥ
— Δεν θα υπάρξη ποτέ Έλλην να με δολοφονήση . . . έλεγε. Το επίστευε τούτο ακραδάντως. Είχε πεποίθησιν εις την αγάπην του λαού του, διότι η αγαθότης και η καλωσύνη του ήτο αγαθότης πατρός προς τέκνα του.
Οσάκις τις εκ των οικείων του τού υπεδείκνυεν ότι δεν έπρεπε να εξέρχεται μόνος του, ο αγαθός Βασιλεύς απήντα σχεδόν στεροτύπως.
— Δεν έχω ανάγκην κανένα, εν όσω με προστατεύει η αγάπη του λαού μου. Εμένα με φυλάττουν οι υπήκοοί μου.
Δυστυχώς ευρέθη χειρ στυγερά, η οποία έρριψε νεκρόν τον αγαθόν Βασιλέα, εις τας ευτυχεστέρας ημέρας του βίου του.
Η ΑΠΟΦΡΑΣ ΗΜΕΡΑ
Ο Βασιλεύς απέφευγε να κάμνη έναρξιν οιασδήποτε εργασίας Τρίτην ημέραν. Την ημέραν αυτήν την εθεώρει αποφράδα και διά τούτο ούτε τους υπουργούς ώρκιζε κατά την ημέραν αυτήν. Επίσης απέφευγε και την Παρασκευήν. Η Τρίτη όμως ημέρα ήτο δι’ αυτόν πολύ αποκρουστική. Ως άνθρωπος είχε τας προλήψεις του. Και ατυχώς αι προλήψεις του εκείναι απεδείχθησαν λίαν δικαιολογημέναι, διότι ως γνωστόν Τρίτη ήτο η ημέρα της δολοφονίας του.
ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΥΔΙΑΘΕΤΟΣ
Ολίγας στιγμάς αθυμίας και αδιαθεσίας εγνώρισεν η Α. Μ. ο Βασιλεύς. Συνήθως ήτο ευδιάθετος και λίαν διαχυτικός εις τους περί αυτόν. Εις τας κατ’ ιδίαν συναναστροφάς αυτού ηρέσκετο πάντοτε να πειράζη τους περί αυτόν με αθώα πειράγματα. Τα καλαμπούρια του ήσαν από τα ευφυέστερα. Η τοιαύτη ευδιαθεσία του ωφείλετο κυρίως εις την λιτότητα και εις την τάξιν του βίου του. Ηγείρετο πρωί και δη εις ωρισμένην ώραν και κατεκλίνετο ενωρίς, εις ωρισμένην επίσης ώραν. Ουδέποτε παρέμενεν άυπνος πέραν της 11ης εκτός αν εξαιρετικαί περιστάσεις του επέβαλον την θυσίαν αυτήν.
ΤΟ ΚΥΝΗΓΙΟΝ
Ο Βασιλεύς ήτο δεινός και μανιώδης κυνηγός. Εκυνήγα πάντοτε εις το δάσος του Τατοΐου και εξέλεγε τους κυνηγούς του οι οποίοι ήσαν εκ των καλλιτέρων σκοπευτών.
Κάποτε κυνηγών συνηντήθη με ένα πολίτην δεινόν επίσης κυνηγόν, ώστις εκείνην την στιγμήν εσκόπευσεν εις τα ύψη και εφόνευσε δύο τρυγόνια. Ο Βασιλεύς τον επλησίασε του επήρε το όνομά του και την επομένην τον εκάλεσε διά να τον καταστήση κυνηγόν των ανακτόρων.
Ο κυνηγός ούτος εκαλείτο Σωτήρχος, παρέμεινε δε επί πολλά έτη εις την υπηρεσίαν των ανακτόρων.
ΤΟ ΑΔΕΣΠΟΤΟ ΣΚΥΛΛΙ
Όταν περιώδευεν εις τα μέρη της Θεσσαλίας, ένα ξένο αδέσποτο σκυλί, ήλθε και εκάθησεν εις τα πόδια του. Ένας μοναχός τότε έσπευσε να διώξη το σκυλί, αλλ’ εκείνο επανήλθε μετ’ ολίγον και εκάθησεν εις τα πόδια του Βασιλέως. Ο Βασιλεύς ιδών την εξαιρετικήν αυτήν αγάπην του σκυλιού, το επήρε μαζύ του και το είχε πάντοτε πλησίον του και εις αυτά ακόμη τα ταξείδια του ανά την Ευρώπην.
Όταν το σκυλί απέθανεν ο Βασιλεύς επί πολλάς ημέρας ήτο μελαγχολικός, τόση δε ήτο η αγάπη του προς το τετράποδον αυτό ζώον, ώστε εις το γραφείον του είχεν αναρτήσει την εικόνα του.
ΕΝ ΑΝΕΚΔΟΤΟΝ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΛΙΓΙΑΝΝΗΝ
Εις μίαν περιοδείαν του ανά την Πελοπόννησον με τον μακαρίτην τον Δηλιγιάννην εκλήθη εις γεύμα.
Όταν ήλθεν η ώρα του γεύματος ο Δηλιγιάννης απουσίαζε και έφθασε την στιγμήν που ο Βασιλεύς και οι πρίγκηπες ητοιμάζοντο να καθίσωσιν εις την τράπεζαν.
Ο Βασιλεύς αποτεινόμενος τότε προς τον πρωθυπουργόν λέγει.
— Παρ’ ολίγον να σας περιμένωμεν, κύριε Πρόεδρε.
ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ
Περιοδεύων κάποτε εις μίαν επαρχιακήν πόλιν της Πελοποννήσου εκλήθη να παραστή εις τον χορόν ο οποίος θα εγένετο εις την Κεντρικήν πλατείαν της πόλεως προς τιμήν του. Μεταξύ των γυναικών που εχόρευον ο Βασιλεύς παρετήρησε και μίαν νεαράν μαυροφόραν, η οποία έσυρε τον χορόν με πολλήν χάριν. Όταν ετελείωσεν ο χορός ο Βασιλεύς πλησιάσας την μελανειμονούσαν γυναίκα την ηρώτησε.
— Διατί πενθείτε;
— Έχασα τον αδελφόν μου, Μεγαλειότατε.
— Μα τότε διατί χορεύετε;
— Εσκοτώθη για την πατρίδα εις τον πόλεμον, Μεγαλειότατε, και διά τούτο ο θάνατός του μάλλον χαράν παρά λύπην μας προξενεί.
Ο Βασιλεύς ακούσας τους υπερηφάνους εκείνους λόγους εδάκρυσεν εκ συγκινήσεως.
Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ
Μίαν ημέραν ο Βασιλεύς επεσκέφθη το νοσοκομείον «Ευαγγελισμός» συνοδευόμενος υπό του πρίγκηπος Γεωργίου.
Ένας γέρων πτωχός ονόματι Αντωνάκος αντιληφθείς την είσοδον του Βασιλέως εις το Νοσοκομείον, έσπευσε να καταλάβη θέσιν προ της θύρας αυτού διά να αναμείνη την έξοδον του Βασιλέως. Έφερεν ανά χείρας και μίαν αναφοράν διά να την δώση ιδιοχείρως.
Μετ’ ολίγον ο Βασιλεύς και ο πρίγκηψ ενεφανίσθησαν κατερχόμενοι την κλίμακα του καταστήματος.
Ο Αντωνάκος πλησιάσας τότε και αποκαλυφθείς λέγει.
— Μεγαλειότατε και πολυχρονημένε, Βασιληά μου, χαίρε.
— Τι θέλεις, είπεν ο Βασιλεύς.
— Έχω παιδί στην φυλακή και είνε προστάτης της οικογενείας μου.
— Πώς ονομάζεται; τον διακόπτει και πάλιν ο Βασιλεύς.
— Παναγιώτης Αντωνάκος εκ Σύμης.
Ο πρίγκηψ λαβών σημείωσιν του ονόματός του ανέλαβε την επομένην ν’ αποστείλη εις τον Αντωνάκον κατά διαταγήν του πατρός τριακοσίας δραχμάς. Μετά δύο μήνας ο υιός του Αντωνάκου απεφυλακίσθη δοθείσης εις αυτόν Βασιλικής χάριτος.
ΤΟ ΑΡΝΑΚΙ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ
Εις την Κέρκυραν κάποτε ο Βασιλεύς συνηντήθη καθ’ οδόν με μίαν πτωχήν χήραν η οποία εκράτει έν αρνάκι. — Το πουλείς, κυρά μου;
— Το πουλώ, Βασιληά μου.
Ο Βασιλεύς ηγόρασε το αρνάκι αντί μιας αγγλικής λίρας.
Την επομένην εις το μέρος εκείνο είχον παραταχθή όλαι αι γυναίκες του χωρίου κρατούντες ανά έν μικρόν αρνάκι.
Ο Βασιλεύς επιστρέφων και ιδών το θέαμα εκείνο ανελύθη εις πλατύτατον γέλωτα διότι ηννόησε τι είχε συμβή.
Η χήρα είχε διαλαλήσει το γεγονός και αι γυναίκες έσπευσαν με τα αρνάκια ωσάν να επρόκειτο ο Βασιλεύς να ιδρύση ποίμνιον.
Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΤΟΥ
Ο εκλιπών βασιλεύς ετίμα πολύ και υπελήπτετο τους παιδαγωγούς και τους διδασκάλους των τέκνων του.
Ότε απέθανε κάποτε μία Αγγλίς παιδαγωγός την οποίαν επί πολλά έτη είχεν εις την υπηρεσίαν του, ο Βασιλεύς τοσούτον ελυπήθη ώστε παρέστη εις την κηδείαν και μετά την ακολουθίαν ανέλαβε και αυτός και οι υιοί του να βαστάσωσι το φέρετρον τιμής ένεκεν.
ΠΟΛΙΣ ΠΟΥ ΗΓΑΠΑ
Αι Πάτραι ήσαν μία από τας πόλεις εκείνας τας οποίας ελάτρευε πράγματι η εκλιπούσα Μεγαλειότης, όπως εξαιρετικώς ηγαπάτο από αυτήν.
Οσάκις του εδίδετο η παραμικρά ευκαιρία έπρεπε να διέλθη εκείθεν. Όταν μετέβαινεν εις την Ευρώπην ή όταν επέστρεφεν εξ αυτής έπρεπε να διέλθη εκ Πατρών όπου ενθουσιώδεις υποδοχαί του εγίνοντο πάντοτε.
Ο ΦΛΥΑΡΟΣ ΓΕΡΩΝ
Κάποτε ένας ανώτερος υπάλληλος του ελεκτικού συνεδρίου αρκετά γέρων, ετόλμησε να παρουσιασθή ενώπιον του άνακτος και να του υποβάλη τας γνώμας αυτού επί της καταστάσεως της πολιτικής εννοείται, ήτις την έποχήν εκείνην διετέλει εν ανωμαλία.
Αφού ο γέρων ανέπτυξεν εις τον Βασιλέα επί πολλήν ώραν τας γνώμας του, εν τέλει ετόνισε τα εξής:
— Δράσιν, μεγαλειότατε, αναμένει παρ’ ημών ο Ελληνικός λαός.
Και ο Βασιλεύς γελών απήντησε.
— Μα τότε να δράσω με σένα.
Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ
Ο αείμνηστος Βασιλεύς οσάκις μετέβαινεν εις τας Πάτρας ήτο ενθουσιώδης διά τας υποδοχάς που του εγίνοντο εις την πόλιν εκείνην.
Όταν απεφάσιζε να παραμείνη εις την πόλιν ταύτην, έκαμε συχνά περιπάτους εις διάφορα μέρη αυτής.
Οι Πατρινοί έσπευδον όπισθέν του κατά χιλιάδας. Η χαρά του εξεδηλούτο τότε ζωηροτάτη, διότι έβλεπε πράγματι οπόσην αγάπην έτρεφεν εις το πρόσωπόν του ο Ελληνικός λαός.
Η ΔΙΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΑΤΡΑΣ
Ο Βασιλεύς οσάκις μετέβαινεν εις τας Πάτρας παρέμενεν εις τον οίκον του προύχοντος της πόλεως εκείνης Φραγκοπούλου. Η οικία αύτη ευρίσκετο επί της παραλίας.
Εις την θέσιν «υψηλά Αλώνια» είχεν ο Βασιλεύς ένα θαυμάσιον κήπον ιδικόν του τον οποίον επεσκέπτετο κάθε απόγευμα συναποκομίζων εξ αυτού τας δροσερωτέρας και ευχρωμοτέρας ανθοδέσμας.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ
Ευθύς ως αφίχθη εις την Ελλάδα την νέαν του Πατρίδα δεκαπενταετής περίπου, πρώτη του φροντίς ήτο να εκμάθη την γλώσσαν των υπηκόων του. Πρώτος διδάσκαλος του ήτο ο καθηγητής της Ελληνικής Κουμανούδης.
Μεταξύ των βιβλίων τα οποία του προσεκόμιζε καθ’ εκάστην ο αείμνηστος Κουμανούδης του προσέφερε κάποτε και μίαν γεωγραφίαν με χάρτας και στατιστικάς.
Όταν είδε το βιβλίον εκείνο ο Βασιλεύς σπεύδει αμέσως εις τον θάλαμόν του και αφού έψαξε καλά τα βιβλία του που είχεν από την Δανίαν, ανεύρε μίαν Γεωγραφίαν του Δημοτικού σχολείου Δανιστί γεγραμμένην την οποίαν αφού εκόμισε προς τον διδάσκαλόν του τού λέγει.
— Ιδού λοιπόν. Το βιβλίον αυτό που μου εφέρατε το έχω διδαχθή. Είνε ολίγον μικρότερον από το ιδικόν σας αλλά τα λέγει όλα εν συντομία. Είνε τα ίδια και επομένως εγώ τα ξέρω νεράκι.
ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΕΓΙΝΗ ΚΑΙ ΔΗΜΑΡΧΟΣ
Ότε μετέβη ποτέ εις το Ναύπλιον και εξήλθεν εις περίπατον, τον επλησίασεν ένας χωρικός ο οποίος του λέγει.
— Μεγαλειότατε, οι πολιτικοί μας είνε όλοι ψεύτες. Μας λένε χρόνια τώρα πως θα μας φέρουνε νερό, αλλά δεν μας φέρνουνε. Μας λένε πως θα μας ξηράνουν τα έλη αλλά τίποτε.
Ο Βασιλεύς στραφείς του λέγει μειδιών.
— Κάμετέ με εμένα δήμαρχο, να σας τα φτιάσω όλα.
Ο χωρικός όμως λίαν ευφυής άνθρωπος έδωκεν άλλην απάντησιν.
— Αμ’ εσένα, Βασιληά μου, σ’ έχουμε στα μεγαλείτερα πράγματα, για να τους κυττάζης αυτουνούς τους . . . .
Και ο χωρικός εκατάπιε μίαν λέξιν και ο καθείς μαντεύει.
Η ΒΑΣΙΛΟΠΑΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Η αγάπη του προς την βασιλόπαιδα Αλεξάνδραν ήτο ανέκφραστος. Πάντοτε οσάκις εξήρχετο εις τους περιπάτους, ζώσης εννοείται της Αλεξάνδρας, την συνώδευεν ο ίδιος και την εκαμάρωνε με μυχίαν υπερηφάνειαν ο αείμνηστος Βασιλεύς ησθάνετο δε μεγάλην ευχαρίστησιν οσάκις έβλεπε τον κόσμον να ρίπτη βλέμματα θαυμασμού και λατρείας εις την ούτως αξιολάτρευτον εκείνην βασιλόπαιδα.
Ο ΓΕΡΩ-ΚΕΠΕΝ Ο ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΑΡΙΟΣ
Εις τα ανάκτορα υπήρχεν ένας γέρων βιβλιοθηκάριος ο γνωστός γέρω-Κέπεν. Ο Βασιλεύς ο οποίος ηρέσκετο εις το να πειράζη πάντοτε τους περί αυτόν, τους εσκάρωνε διαφόρων ειδών φάρσες.
Όταν κάποτε ο Κέπεν εισήλθεν εις το ιδιαίτερον γραφείον του άνακτος παρετήρησεν ότι αι φωτογραφίαι όλαι αι οποίαι ήσαν εκτεθειμέναι επί του βασιλικού γραφείου είχον παραμορφωθή. Ο αείμνηστος Βασιλεύς είχε κάμει γένεια και μουστάκια εις όλας τας εικόνας διά μελάνης.
Ο Κέπεν παρατηρήσας την κατάστασιν αυτήν των φωτογραφιών έμεινεν εκστατικός, ενώ ο Βασιλεύς κρυμμένος οπίσω από την πόρτα παρηκολούθει την έκπληξιν του Κέπεν και είχε ξεκαρδισθή στα γέλοια.
Η ΑΒΡΟΤΗΣ ΤΟΥ
Διηγούνται ότι ο αείμνηστος Βασιλεύς ήτο αβρότατος και λίαν λεπτός οσάκις συνωμίλει με κυρίας ή δεσποινίδας.
Κάποτε εις τον χορόν των ανακτόρων επλησίασε μίαν ωραιοτάτην Ατθίδα νεανίδα και συνωμίλει μετ’ αυτής επί τινα ώραν.
Εις το διάστημα της ομιλίας η νεάνις έπαιζε με την βεντάγια της, οπότε εις μίαν στιγμήν εγλύστρησεν αύτη εκ των χειρών της και έπεσεν.
Η νεάνις τεταραγμένη εκ της παρουσίας του άνακτος δεν έσκυψε διά να την αναλάβη, εν ώ ο Βασιλεύς ταχύς και ευλύγιστος όπως ήτο σκύβει την παίρνει και την προσφέρει μετά πολλής ευγενείας εις την χαριτωμένην Ατθίδα, η οποία είχε γείνει κατέρυθρος από την ταραχήν της εντροπής.
Έτερον δείγμα της προς τας κυρίας αβρότητος είνε και τούτο.
Διερχόμενος μίαν κεντρικήν λεωφόρον της πόλεως συνηντήθη με άμαξαν εντός της οποίας επέβαινε κομψή των Αθηνών δέσποινα.
Θελήσας τότε να διέλθη εκ του ενός πεζοδρομίου εις το άλλο ευρέθη προ της αμάξης και εκινδύνευσε να παρασυρθή.
Αλλά ταχύς και ευλύγιστος όπως ήτο, διέφυγε με μίαν δεξιωτάτην κίνησιν προς τα εμπρός. Ότε διέφυγε τον κίνδυνον εστράφη προς την κυρίαν, και ανταπέδωκεν εις αυτήν τον χαιρετισμόν που του έκαμεν εκείνη, γελαστός και εύθυμος ωσάν να μη του συνέβη τίποτε.
Ο ΦΟΥΣΤΑΝΕΛΛΟΦΟΡΟΣ ΔΗΜΑΡΧΟΣ
Ότε εγένοντο οι σεισμοί εις την Λοκρίδα, ο Βασιλεύς ηθέλησε να περιοδεύση τα μέρη της καταστροφής.
Όταν έφθασεν εις την Λάριμναν ο δήμαρχος του τόπου ένας ευσταλής φουστανελλοφόρος ηθέλησε να παρακολουθήση την βασιλικήν συνοδείαν ως οδηγός. Εκάθισε λοιπόν πλησίον του άνακτος και ήρχισε συζήτησιν ζητών πληροφορίας περί της Βασιλικής οικογενείας, και δίδων εις τον άνακτα πληροφορίας περί της υγείας του και της υγείας της οικογενείας του.
Ο Βασιλεύς τόσον ηυχαριστείτο εκ της απλοϊκής εκείνης συζητήσεως του αγαθού χωρικού, ώστε όχι μόνον δεν διέκοπτε την συζήτησιν, αλλά διαρκώς έδιδεν αφορμήν προς διεξωδικωτέραν τοιαύτην προσφέρων τσιγαρέτα εις τον δήμαρχον και τοιουτοτρόπως η ευχάριστος εκείνη συζήτησις εξηκολούθησεν αδιάκοπος μέχρι πέρατος του ταξειδίου.
ΟΤΑΝ ΗΛΘΕΝ ΕΙΣ ΑΘΗΝΑΣ.
Ευθύς ως ανήλθεν εις τον θρόνον απέτεινε προς τους αντιπροσώπους του Ελληνικού λαού τους εκλέξαντας αυτόν την εξής προκήρυξιν.
«Ούτε δεξιότητα, ούτε νουν δεδοκιμασμένον φέρω εις υμάς, προσόντα τοιαύτα να μη προσδοκάτε ως εκ της ηλικίας μου. Αλλ′ όμως φέρω υμίν πεποίθησιν και αφοσίωσιν ειλικρινή μετά βαθείας πίστεως εις την εν τω μέλλοντι ταυτότητα της Τύχης Μου και Υμών. Υπόσχομαι Υμίν ν’ αφιερώσω την ζωήν μου σύμπασαν υπέρ της ευτυχίας Υμών» όταν δε ετελείωσεν η τελετή της αποδοχής του Ελληνικού στέμματος, ήτις εγένετο εις τα ανάκτορα της Κoπεγχάγης, ο πρόεδρος της Ελληνικής επιτροπής ναύαρχος Κανάρης προσεφώνησε τον νέον Βασιλέαν λίαν συγκεκινημένος. Τότε ο Βασιλεύς πρωτοείπε το περίφημον εκείνο η ισχύς μου η αγάπη του λαού Μου.
ΠΕΡΙΖΗΤΗΤΟΣ ΓΑΜΒΡΟΣ
Ευθύς ως ανέλαβε τον Ελληνικόν θρόνον, ήρχισαν ακατάσχετοι ενέργειαι διά την αποκατάστασίν του την οικογενειακήν. Πλείσται ήσαν αι επίδοξαι νύμφαι αι οποίαι του προσεφέρθησαν. Κατ’ αρχάς εψιθυρίσθησαν οι αρραβώνες αυτού μετά της πριγκηπίσσης της Αγγλίας Λανίζης υπέρ της οποίας είχε ξιφουλκήσει τότε ο αείμνηστος Τρικούπης, άλλοτε δε εθρυλλείτο ότι θα ετέλει τους γάμους του μετά της Βέρας νεωτέρας αδελφής της Βασιλίσσης Όλγας και τέλος εφέρετο ως υποψηφία νύμφη η πριγκήπισσα Αγγάλτ της γερμανικής δυναστείας.
Εν τέλει όμως το συνοικέσιον απέληξεν υπέρ της Όλγας Βλαδιμηρόβνας περί ου και αλλαχού γράφομεν.
Η ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ ΤΗΣ ΝΥΜΦΗΣ
Ο Βασιλεύς Γεώργιος ουδέποτε είχεν ίδει την μέλλουσαν σύζυγόν του Όλγαν. Διεδίδετο τότε ότι η Όλγα κατ’ αρχάς εδίστασε να αποδεχθή το προταθέν συνοικέσιον.
Ότε όμως συνηντήθη μετά του Βασιλέως τόσον συνεπάθησεν, ώστε πας δισταγμός εξέλιπεν ευθύς και έσπευσε να συγκατατεθή.
ΠΩΣ ΤΟΝ ΕΤΙΜΗΣΕΝ Ο ΝΑΠΟΛΕΩΝ Ο Γ′
Ότε το πρώτον μετέβη εις Παρισίους επροξένησε λίαν ευάρεστον εντύπωσιν διά την διπλωματικήν του ιδιοφυίαν και διά την χάριν του πνεύματός του. Ο Ναπολέων ο Γ′ καίτοι δυσμενώς διακείμενος προς το Κρητικόν ζήτημα, τω απένειμεν όλως εκτάκτους τιμάς, παραθέσας προς τιμήν του μεγάλα γεύματα και ανοίξας τον Κεραμεικόν εις χορούς και πομπώδεις εορτάς.
Το πρώτον ταξείδι του Βασιλέως ανά την Ευρώπην εγένετο τέσσαρα έτη μετά την εις τον θρόνον ανάρρησίν του.
Κατά το τετραετές τούτο διάστημα ο Βασιλεύς παρέμεινεν εις τον τόπον τούτον εν μέσω του λαού του, περιοδεύων τας επαρχίας εκμανθάνων την γλώσσαν και σπουδάζων τον χαρακτήρα και τα ήθη και έθιμα του λαού του.
Η ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ
Κατά τας επισήμους τελετάς συνείθιζε πάντοτε να φέρη μεγάλην στολήν Στρατηγού με μανδύαν μέχρι των ποδών. Η στολή του πυροβολικού τον έθελγεν ιδιαιτέρως και την έφερε πάντοτε σχεδόν εις τους μικρούς χορούς των ανακτόρων.
Εις το θέατρον οσάκις μετέβαινεν, έφερε φράκο.
Εις τους περιπάτους του έφερε μικράν στολήν Ναυάρχου, ενίοτε δε και απλούν σακκάκι ιδιώτου με σκληρόν πίλον. Την στολήν του Ναυάρχου την έφερε τελευταίως σχεδόν καθημερινώς.
ΑΙ ΩΡΑΙΑΙ ΚΥΡΙΑΙ
Ο «Νέος Ελεύθερος Τύπος» η Αγγλική αύτη εφημερίς αναφέρει μεταξύ των ανεκδότων του και το εξής:
Ότε επρόκειτο να έλθη εις τας Αθήνας ο Βασιλεύς της Ιταλίας, ο Βασιλεύς Γεώργιος εκάλεσε τον διευθυντήν της Αστυνομίας και του είπε:
«Θέλω ο Βασιλεύς της Ιταλίας να λάβη μίαν εντύπωσιν περί της Ελληνικής ωραιότητος. Διά τούτο να φροντίσετε εις τα μπαλκόνια την ώρα που θα περνούμε να φαίνωνται όλο ωραίες κυρίες. Η άσχημες ας κρυφθούν. Ήθελα να εγίνετο μία παρέλασις γυναικείας χάριτος.
Ο διευθυντής όμως της Αστυνομίας του παρετήρησεν ότι αυτό είνε αδύνατον, διότι όλες αι κυρίες εννοούν να περάσουν για ωραίες.
Και ο Βασιλεύς.
— Έχετε δίκαιον. Αυτό το είχον λησμονήσει.
ΠΩΣ ΕΦΑΙΝΕΤΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗΝ ΤΗΣ ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΑΕΤΗΡΙΔΟΣ ΤΟΥ
Ιδού πώς τον είχε περιγράψει ένας από τους εγκριτοτέρους Αθηναίους λογογράφους κατά την εορτήν της εικοσιπενταετηρίδος του.
Λιγυρόν ευθυτενές σώμα, ξανθή γραφικωτάτη κεφαλή επί χυτού λαιμού, βλέμμα αεικίνητον, σπινθηροβολούν, μεγάλοι ξανθοί μύστακες επιμελώς εστιλβωμένοι, βάδισμα αλματικόν με ελαφράν ανακίνησιν των ώμων, ιδού ο Βασιλεύς των Ελλήνων εις τα πεντήκοντα αυτού έτη ακμαίος ακόμη νεάζων ακόμη ακατάβλητος.
Δώσατε ζωήν εις την εικόνα αυτήν της οποίας αι γραμμαί φεύγουν λεπταί αμυδραί, χανόμεναι, την ζωήν του πνεύματος, της σκωπτικής ευφυίας της ευθυμίας του γέλωτος και έχετε την βασιλικήν ψυχήν εν όλω αυτής τω μεγαλείω της ψυχής του Βασιλέως Γεωργίου.
ΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΑΙ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Η Εφημερίς «Πελ Μελ Γκαζέτ» του Λονδίνου αφηγείται επί τω θανάτω του Βασιλέως Γεωργίου το εξής χαριτωμένον ανέκδοτον εκ του ημερολογίου του Ερρίκου Γκρεβίλ, εις τον οποίον τω διηγήθη πάλιν η Δούκισσα της Καίμπριτς.
Μετά την εκλογήν του ως Βασιλεύς ο Γεώργιος είχε μεταβή εις Πετρούπουλιν. Εκεί ο αυτοκράτωρ της Ρωσσίας του είπεν ότι η μόνη συμβουλή που είχε να του δώση είνε να φυλάττηται πάντοτε από τας δολοπλοκίας της Γαλλίας και της Αγγλίας εν Ελλάδι.
Από την Πετρούπολιν ο Βασιλεύς μετέβη εις Λονδίνον, εκεί δε ο Τζων Κώσσελ τον εφώναξε και του είπεν ότι η μόνη του σύστασις ως φίλος της μεγαλειότητός του και της Ελλάδος ήτο να φυλάσσηται από τας δολοπλοκίας της Ρωσσίας.
Εκ της Αγγλικής πρωτευούσης βασιλεύς μετέβη εις Παρισίους, όπου ο αυτοκράτωρ τον εφιλοξένησεν εις τα ανάκτορα του Κεραμεικού, τον περιποιήθη πολύ, κατά δε την ημέραν της αναχωρήσεώς του καλέσας αυτόν, του είπεν εμπιστευτικώς. «Να φυλάττεσθε μεγαλειότατε από τας δολοπλοκίας της Ρωσσίας και της Αγγλίας».
Και ο νεαρός βασιλεύς εννόησεν πλέον από ποίους έπρεπε να φυλάσσηται.
ΤΟ ΜΕΓΑΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΠΕΓΧΑΓΗΣ
Άλλη εφημερίς Βιενναία αυτή διηγείται επί τω θανάτω του Βασιλέως ότι είχεν αγοράσει εις την Κοπεγχάγην το μέγαρον της Γερμανικής οικογενείας Ευγενών, των Μπερνστόρφφ αντί 425000 φράγκων.
Το μέγαρον τούτο το ηγόρασε με όλους τους πολυτίμους θησαυρούς που είχεν. Ο Βασιλεύς Γεώργιος, μετά την αγοράν του επώλησε μίαν μικράν πτέρυγα εις ένα γείτονα, αντί του τρίτου της τιμής εις την οποίαν είχεν αγοράσει το όλον μέγαρον. Το υπόλοιπον του μεγάρου το ενοικίασεν ως κατοικίαν εις ένα πρίγκηπα και εις το Δανικόν Δημόσιον εγκατεστάθη δε εντός αυτού ο Δανικός Άρειος Πάγος.
Τα έπιπλα τα οποία ευρίσκοντο εντός του μεγάρου πολυτιμότατα και ιδιόρρυθμα τα επώλησεν εις ένα έμπορον αρχαιοτήτων του Λονδίνου αντί ενός εκατομμυρίου φράγκων.
ΤΟ ΙΝΚΟΓΝΙΤΟ
Ένα βράδυ εις το Παρίσι είχε παραγγείλει από το Ξενοδοχείον ένα θεωρείον εις το Νέον Ιπποδρόμιον.
Μόλις ανήλθε τας βαθμίδας διά να καταλάβη το θεωρείον του ακούει την μουσικήν ν’ αποκρούη τον Εθνικόν Ύμνον της Ελλάδος. Ενόμισεν ότι ήτο απλή σύμπτωσις και διά τούτο ανήλθεν εις το θεωρείον με την πεποίθησιν ότι διετέλει υπό ινκόγνιτο.
Αλλ’ εκεί τον ανέμενεν ετέρα έκπληξις. Ο Βασιλεύς παρετήρησεν ότι το θεωρείον ήτο εστολισμένον εξόχως ωραία, εντός δ’ αυτού υπήρχε πολυτελέστατος θρόνος. Ο Βασιλεύς εννόησεν ότι κάθε άλλο παρά υπό ινκόγνιτο διετέλει και διά τούτο αφού μετά πολλής δυσκολίας παρηκολούθησε την πρώτην πράξιν, έσπευσε να εξαφανισθή ως επήλθε το διάλειμμα.
Η ΩΡΑΙΟΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ
Ιταλός δημοσιογράφος ανταποκριτής εις Ελληνικήν εφημερίδα τιμηθείς δι’ ακροάσεως υπό του άνακτος, ως εξής διηγείται τα της συνομιλίας του.
Με εδέχθη εις μίαν αίθουσαν του Κυρηναλίου, του θαυμασίου τούτου Ιταλικού ανακτόρου. Με εδέχθη με εκείνην την αιωνίαν αφέλειαν που απετέλει το μυστικόν της γοητείας του αειμνήστου Βασιλέως.
Μετά μικράς τινας συζητήσεις επί διαφόρων ζητημάτων ο Βασιλεύς στρέφων το βλέμμα προς την από του παραθύρου εξηπλωμένην πόλιν μου είπε.
— Τι ωραία πόλις πράγματι. Όσον την επισκέπτομαι τόσον με γοητεύει.
Και καθ’ όν χρόνον εγώ εζήτουν να του θίξω το Κρητικόν ζήτημα, εκείνος με διπλωματικήν δεξιότητα με απεμάκρυνε του θέματος και με ηρώτησε.
— Τι λέγουν για μένα εις την Ρώμην;
— Μεγαλειότατε, οι Ρωμαίοι μοιάζουν πολύ με τους Ρωμηούς. Σε κάθε Βασιλέα που έρχεται συνειθίζουν να του βγάζουν παρατσούκλι.
— Τότε ειπέτε μου τι παρατσούκλι έδωκαν εις εμένα.
— Σας έδωκαν ένα πολύ ωραίον.
— Να το ακούσω.
— Σας ονομάζουν «ο ωραίος Βασιλεύς».
Ο Βασιλεύς αφήκεν ένα μειδίαμα να διαστείλη τα χείλη του, μαρτύριον ότι το παρατσούκλι αυτό του ήρεσεν πολύ, πολύ.
Διότι η εξωτερική παράστασις αυτού εν συνδυασμώ προς την γλυκύτητα της μορφής του απετέλει σύνολον ανδρικής ωραιότητος.
ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΣΗΜΟ
Ευρισκόμενος ποτέ εις τας Πάτρας ο Βασιλεύς παρετήρησεν ότι ο ταμίας της πόλεως ταύτης δεν έφερε παράσημον.
— Πώς δεν έχετε λάβει παράσημον; ερωτά ο βασιλεύς οιονεί δι’ απορών.
— Δεν είνε δα εξαιρετικαί αι υπηρεσίαι μου προς το Έθνος, Μεγαλειότατε, ώστε να τύχω αυτής της τιμής.
— Υποθέτω ότι τεσσαράκοντα ετών άμεμπτος και πιστή εκτέλεσις του καθήκοντος είνε ικανή διά να σας παρασημοφορήσω.
Και ο Βασιλεύς δεν παρέλειψε να εκτελέση το καθήκον της πολιτείας προς τον έντιμον υπάλληλον.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΦΕΛΕΙΑ
Διαμένων εν Πάτραις εις το μέγαρον Φραγκοπούλου, έσχεν εκεί πληθύν επεισοδίων.
Χαριτωμένον είνε το ακόλουθον το οποίον αποτελεί το άκρον άωτον της μεγάλης του αφελείας.
Μίαν πρωίαν εφύσησε δυνατός άνεμος και η ορμή του ήνοιξε το παράθυρον του Βασιλικού κοιτώνος και εκρήμνισε μίαν γάστραν τοποθετημένην εκεί. Το περιεχόμενον της γάστρας καθώς και τα συντρίμματα αυτής διεσκορπίσθησαν τήδε κακείσε επί του δαπέδου.
Ο Βασιλεύς εκάλεσε τον θαλαμηπόλον, ότε δε εκείνος ενεφανίσθη, αποτείνεται προς αυτόν και του λέγει.
— Έλα να με βοηθήσης τώρα να καθαρίσωμεν το δάπεδον.
Η ΣΗΜΑΙΑ ΤΟΥ 12ου ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Έτερον ανέκδοτον εκ της εν Πάτραις διαμονής του, είνε και το εξής.
Μίαν ημέραν ο Βασιλεύς κατέβαινεν από το σπήτι του Φραγκοπόλου, όπου παρετήρησεν εις την θύραν της εισόδου την σημαίαν, την οποίαν επρόκειτο να παραδώση ο ίδιος εις το 12ον Σύνταγμα. Ησθάνθη ζωηράν αγανάκτησιν επί τούτω και προέβη εις παραστάσεις προς τον αξιωματικόν της φρουράς ειπών ότι η θέσις της σημαίας δεν ήτο εκεί όπου ευρέθη τοποθετημένη.
Συγχρόνως έλαβε την σημαίαν ο ίδιος και την μετέφερεν εις το δωμάτιόν του, όπου την ετοποθέτησε καταλλήλως.
Όταν δε την επομένην επρόκειτο ν’ αναχωρήση, ο Βασιλεύς ο αξιωματικός της υπηρεσίας απέστειλεν ένα δεκανέα να παραλάβη εκ του Βασιλικού θαλάμου την σημαίαν. Ο Βασιλεύς ιδών τον δεκανέα τον ερωτά.
— Τι θέλεις εδώ;
— Ήλθα να παραλάβω την σημαίαν, Μεγαλειότατε.
— Η σημαία δεν παραλαμβάνεται με ένα δεκανέα. Πήγαινε να είπης εις τον αξιωματικόν σου να έλθη με δύο υπαξιωματικούς και τρεις στρατιώτας να παραλάβουν την σημαίαν.
Η διαταγή του Βασιλέως εξετελέσθη παραχρήμα. Ο αξιωματικός μετέβη με τους άνδρας που υπέδειξεν ο Βασιλεύς και παρέλαβε την σημαίαν.
Την στιγμήν εκείνην η Α. Μ. εστάθη εις προσοχήν και εχαιρέτησε στρατιωτικώς την σημαίαν.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΙΑΣ ΠΤΩΧΗΣ
Εις την Δανίαν κάποτε εις μίαν κυνηγετικήν εκδρομήν και εις ένα μικρό χωρίον είδε μίαν νεαράν μητέρα που έσερνε μαζύ της μετά πολλού κόπου τα δύο μικρά της τα οποία εκ της κοπώσεως είχον παραδοθή εις νύσταν. Ο Βασιλεύς έσπευσε να διευκολύνη την απλοϊκήν γυναίκα και παραλαβών τα δύο μικρά εις την αγκάλην του τα μετέφερεν εις τον οίκον της.
Η ΤΥΧΗ
Εις το Παρίσι υπήρχεν ένα αυτόματον μηχάνημα επί του οποίου οι διαβάται έρριπτον έν κέρμα και έβλεπον την τύχην των.
Ο Βασιλεύς πλησιάσας και θέσας εις ενέργειαν το μηχάνημα έλαβε την εξής απάντησιν.
— Πλήρης επιτυχία θα στέφη πάντοτε τας επιχειρήσεις σου.
ΠΩΣ ΕΡΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΕΥΣΕ
Εις μίαν μικράν κώμην της Ελβετίας ο Βασιλεύς Γεώργιος παρετήρησεν εις την οδόν όμιλον μικρών παιδιών τα οποία έπαιζον και έλαβε μέρος εις τα παιγνίδια των.
Εις μίαν άλλην Γερμανικήν κωμόπολιν ο Βασιλεύς εκλήθη από μίαν πτωχήν οικογένειαν διά να δειπνήση μαζύ της.
Η πρόσκλησις εκείνη ωφείλετο εις τον κίνδυνον τον οποίον διέτρεξεν η ζωή του προκειμένου να σώση μίαν γραίαν η οποία παρ’ ολίγον να επνίγετο. Ο Βασιλεύς αφελέστατα εδέχθη την ευγενή πρόσκλησιν και συνέφαγε μετά των πτωχών εκείνων ανθρώπων.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΜΕ ΕΝΑ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑ
Διαμένων εις το Παρίσι διέσχιζε τας οδούς με απλουστάτην πολιτικήν ενδυμασίαν ιδιώτου, αρεσκόμενος να παραμένη αγνώριστος από τον κόσμον. Μίαν ημέραν οι Παρισινοί επρόκειτο να υποδεχθώσι μίαν άλλην Μεγαλειότητα, ήτις θα επεσκέπτετο την πόλιν των.
Ο Βασιλεύς Γεώργιος αγνώριστος εντελώς κατέλαβε μίαν θέσιν επί τινος πεζοδρομίου και ανέμενε να ίδη την βασιλικήν πομπήν η οποία θα διήρχετο εκείθεν.
Ένας αστυφύλαξ όμως τον επλησίασε και του συνέστησε να απομακρυνθή της θέσεώς του εκείνης.
Ο Βασιλεύς χωρίς να απαντήση έσπευσε να υπακούση εις την διαταγήν του χωροφύλακος και απεμακρύνθη.
ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΑΧΛΑΔΙΑ
Κάποτε επεσκέφθη τον Αχλαδόκαμπον.
Οι χωρικοί του παρασκεύασαν θερμήν υποδοχήν, ο δε Βασιλεύς εξέφρασε την επιθυμίαν να φάγη υπό την σκιάν μεγαλοπρεπούς πεύκου.
Η τοποθεσία ήτο μία από τας ωραιοτέρας. Όταν ετελείωσε το φαγητόν του, ηγέρθη διά να περιέλθη όλα τα πέριξ μέρη τα οποία παρείχον μαγευτικήν θέαν.
Όταν είδεν ότι ο Αχλαδόκαμπος ήτο εσπαρμένος με αγριοαχλαδιές, και αι οποίαι μόνον άγρια αχλάδια παρήγον, εκίνησε την κεφαλήν του και εξέφρασε την λύπην του.
— Ένα υπουργείον της Γεωργίας αν υπήρχε και ένας δραστήριος υπουργός, ημπορούσε να μεταβληθή ο τόπος αυτός εις αληθινόν παράδεισον.
Ο ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΘΗΤΑΙ ΤΟΥ
Εις άλλο χωρίον της Πελοποννήσου οι μαθηταί του δημοτικού σχολείου προσήλθον με τον διδάσκαλόν των διά να χαιρετίσουν τον Βασιλέα, φέροντες κλάδους δένδρων.
Το θέαμα ήτο συγκινητικόν, οι μαθηταί παραταχθέντες ήρχισαν να ψάλλουν τον εθνικόν ύμνον. Όταν ετελείωσεν ο ύμνος ο Βασιλεύς εκάλεσε τον διδάσκαλον και του είπε.
— Καλές φωνές έχουν τα παιδιά, αλλ’ έπρεπε να τα μάθης να μη κόβουν τα δένδρα.
— Αλλ’ όταν πρόκειται να υποδεχθούν λαοφιλή Βασιλέα; υπέλαβεν ο διδάσκαλος.
— Ούτε τότε, του είπεν ο Βασιλεύς. Να τους μάθης να μη κόβουν τα δένδρα διότι δεν έχουμε μπόλικα.
Η ΜΟΙΡΟΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ
Ο αείμνηστος Βασιλεύς έλεγε πάντοτε ότι ήτο μοιρολάτρης. Το πεπρωμένον το παρεδέχετο. Εις το Αιξ Λε Μπαιν οι αστυνομικοί της πόλεως εκείνης είχον αναστατωθή κάποτε εκ της αφίξεως ενός Ρουμάνου αναρχικού, ο οποίος ηπείλει την ζωήν του Βασιλέως μας.
Ο Ρωμούνος στενοχωρηθείς εκ της καταδιώξεως των αστυνομικών ηναγκάσθη να αναχωρήση.
Ότε ο διευθυντής της αστυνομίας παρουσιάσθη την επομένην εις τον Βασιλέα και του ανήγγειλε την εξαφάνισιν του Ρουμάνου αναρχικού, ο Βασιλεύς ύψωσε τους ώμους του και αφελέστατα απήντησε.
Εγώ είμαι μοιρολάτρης. Αν ήλθεν η ώρα μου, ούτε σεις ούτε εγώ θα κατορθώσωμεν να την αποσοβήσωμεν και δεν επιθυμώ να δηλητηριάζεται η ησυχία μου από τοιαύτας ανοησίας.
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ.
Εις τον διευθυντήν της αστυνομίας του Αιξ Λε Μπαιν κ. Πάολι, ο Βασιλεύς διηγήθη λεπτομερώς τα της πρώτης αποπείρας κατά της ζωής του γενομένης εις τον δρόμον του Π. Φαλήρου υπό του Καρδίτση.
Ιδού πώς ο Πάολι διετύπωσεν εις τα απομνημονεύματά του την αφήγησιν εκείνην του Βασιλέως.
— Πρό τινων ετών επέστρεφα από το Φάληρον μετά της θυγατρός μου πριγκηπίσσης Μαρίας. Αίφνης στρέψας τυχαίως την κεφαλήν, είδα παρά την οδόν δύο σωλήνας όπλων διευθυνομένους καθ’ ημών.
Ευρέθην εν τω άμα όρθιος και ως εξ ορμεμφύτου ερρίφθην έμπροσθεν της θυγατρός μου. Τα όπλα με παρηκολούθουν διαρκώς. Διελογίσθην. Ετελείωσε, είμαι νεκρός. Και ηξεύρετε τι έκαμον; Ποτέ δεν ημπόρεσα να το εξηγήσω εις τον εαυτόν μου. Ήρχισα να μετρώ υψηλοφώνως έν, δύο, τρία. Μου εφάνη ότι έζων ένα αιώνα. Ητοιμαζόμην να είπω τέσσαρα, ότε αι εκπυρσοκροτήσεις αντήχησαν, έκλεισα τους οφθαλμούς, αι σφαίραι εσύριζαν εις τα ώτα μου.
ΤΙ ΕΙΠΕ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΠΕΙΡΑΝ
Όταν η άμαξα απεμακρύνθη εκ του τόπου της αποπείρας και ο Βασιλεύς ευρέθη εκτός κινδύνου, έσπευσε να ερωτήση αν τις εκ των εν τη αμάξη έπαθέ τι. Ελυπήθη πολύ δε όταν έμαθε ότι ετραυματίσθη ο αμαξηλάτης και ο παρά αυτώ καθήμενος αυλικός θεράπων. Ολίγον παραιτέρω η Α. Μ. συνηντήθη με τον επιλοχίαν Καραϊσκάκην μαθητήν της σχολής των Ευελπίδων βαίνοντα εξ αντιθέτου έφιππον προς το Φάληρον.
Ο Βασιλεύς τον εσταμάτησε και εν προφανεί ταραχή του λέγει.
«Φροντίσατε παρακαλώ να καταδιώξητε δύο ανθρώπους οι οποίοι μας επυροβόλησαν προ ολίγου. Δεν είνε κατάστασις αυτή. Δεν είνε η πρώτη φορά . . . »
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ
Ετήρει αυστηρώς τας εθιμοτυπίας και ουδέποτε παρεξέκλινεν. Όστις παρουσιάζετο εις αυτόν έπρεπε να παρουσιάζεται εν στολή (φράκο), εάν δε ήτο επίσημος, ώφειλε να φέρη και τα παράσημά του, εάν είχε τοιαύτα.
Εφρόντιζε πάντοτε να παρασημοφορή τους υπουργούς.
Εξαιρετικώς από τινων ετών εδέχετο τους υπουργούς με ρεδιγκόταν, αναγνωρίσας τον ισχυρισμόν του Τρικούπη εξηγήσαντος εις αυτόν πόσον δύσκολον ήτο το φράκο δι’ ανθρώπους οι οποίοι συχνά ήρχοντο εις επικοινωνίαν μετ’ αυτού.
ΤΟ ΤΑΤΟΪ
Προσφιλής του διαμονή ήτο το Τατόι το οποίον κατέστησεν αποκλειστικήν Βασιλικήν εξοχήν. Και υπερηφανεύετο πάντοτε διά την ωραίαν του εξοχήν, την οποίαν δεν ήθελε να παραβάλη με καμμίαν άλλην του κόσμου. Ότε ο Βασιλεύς της Ιταλίας του είπεν ότι έχει μίαν θαυμασίαν έπαυλιν εις επίσης ωραίαν εξοχήν, ο Βασιλεύς απήντησε. Ημείς έχομεν το Τατόι που δεν μπορεί να παραβληθή με καμμίαν εξοχήν.
Η ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ
Ό Βασιλεύς Γεώργιος είχεν εξαιρετικήν υγείαν. Καίτοι παρήλιξ πλέον εν τοσούτω δεν εδίσταζε να περιπατή εντός του βασιλικού κήπου κατά τας παγερωτέρας ημέρας του χειμώνος αψηφών το κρύο. Διηγούνται ότι μίαν ημέραν που ο βορηάς εσύριζε δαιμονιωδώς η Α. Μ. καθήμενος επί ενός καθίσματος του κήπου, ανεγίνωσκε διάφορα έγγραφα και τα υπέγραφε συγχρόνως.
ΘΑ ΕΖΗ ΠΟΛΛΑ ΕΤΗ
Πειστήριον της εξαιρετικής και σιδηράς υγείας του είνε και τούτο. Όταν η δολοφονική σφαίρα του Σχοινά τον έρριψε νεκρόν εν Θεσσαλονίκη, μετεφέρθη εις το νοσοκομείον όπου του εγένετο εγχείρησις προς εξαγωγήν της σφαίρας.
Παρετηρήθη τότε ότι η κεντρική αρτηρία ήτο λίαν ελαστική, ως εάν ανήκεν εις νεανίαν εικοσαετή και όχι εις άνδρα της ηλικίας του Βασιλέως.
Τεκμαίρεται εκ τούτου ότι η Α. Μεγαλειότης δεν είχε προσβληθή εξ αρτηριοσκληρώσεως, όπως συμβαίνει εις ανθρώπους υπερβάντας το πεντηκοστόν έτος, εξ ού αποδεικνύεται ότι θα έζη επί πολύ ακόμη εάν ο απαίσιος δολοφόνος ήθελεν αστοχήσει.
Η εξαιρετική υγεία του ωφείλετο εις την τακτικήν ζωήν την οποίαν διήγεν.
Ο ΙΔΙΟΤΡΟΠΟΣ ΑΓΓΛΟΣ
Ένας Άγγλος εκ των επισήμων διατρίβων εν Αθήναις εζήτησε να παρουσιασθή ενώπιον του Βασιλέως. Του υπεδείχθη ότι ο βασιλεύς μόνον με φράκο δέχεται, αλλ’ ο Άγγλος φανατικός εχθρός του φράκου απήντησεν ότι Βασίλισσα Βικτωρία τον εδέχθη με σακκάκι.
Όταν διεβιβάσθη εις τον βασιλέα η ιδιοτροπία του Άγγλου εκείνου, απήντησε.
— Τότε ας έλθη κάτω εις τον κήπον.
Ο Άγγλος εδέχθη και ο βασιλεύς εκάθησε μαζύ του εις ένα πάγκο και συνδιελέχθη μαζύ του υπέρ την ώραν.
Η ΠΙΚΡΑ ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ
Ο θάνατος της Αλεξάνδρας επλήγωσεν ως ήτο επόμενον εις τα καίρια την πατρικήν καρδίαν.
Ο βασιλεύς απέφευγε να του κάνουν λόγον διά την ωραίαν πριγκήπισσαν που τόσον προώρως κατήλθεν εις τον τάφον.
Κάποτε ένας Ρώσσος διπλωμάτης ηθέλησε να του διηγηθή το πένθος το οποίον κατέλαβε την Ρωσσίαν ολόκληρον επί τω θανάτω της Αλεξάνδρας.
Ο βασιλεύς αφού προσεπάθησε να αποφύγη την ομιλίαν εκείνην και δεν το κατώρθωσεν, είπεν ένδακρυς εις τον Ρώσσον.
— Σας παρακαλώ διακόψατε την ομιλίαν αυτήν. Μου πληγώνετε την καρδιά με αυτήν την ανάμνησιν.
ΗΤΟ ΘΡΗΣΚΟΣ
Ενέμενε πιστότατα και αυστηρότατα εις τα παραγγέλματα της θρησκείας.
Τα θρησκευτικά του καθήκοντα εξετέλει τακτικώτατα.
Εις την λειτουργίαν ήτο τακτικώτατος, παρηκολούθει δε με ίσην ευλάβειαν τας διατάξεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Όταν ηρώτησε την Μ. Σαρακοστήν ένα αυλικόν θεράποντα αν νηστεύη, εκείνος ευρέθη προ διλήμματος και εσιώπησεν. Ο Βασιλεύς ενόησεν ότι δεν ενήστευσε και του είπε•
— Και όμως είσαι υγιέστατος. Εγώ είμαι πατέρας σου και όμως νηστεύω. Είνε εντροπή.
ΗΓΑΠΑ ΤΗΝ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΝ
Ηγάπα πολύ την φιλολογίαν και φαίνεται ότι το τοιούτον το εκληροδότησεν και εις τα τέκνα του.
Ηρέσκετο δε να ομιλή την γλώσσαν του λαού αποφεύγων τας πολύ αρχαΐζουσας λέξεις. Εννοείται ότι απηχθάνετο φοβερά τον μαλλιαρισμόν. Εις ένα θεατρικόν συγγραφέα ο οποίος είχε γράψει εις καθαράν ωμιλημένην γλώσσαν έλεγε κάποτε.
— Η γλώσσα η ιδική σου δεν πειράζει καθόλου τ’ αυτιά, όπως εκείνων των άλλων (εννοούσε τους μαλλιαρούς). Δεν ημπορούν να γράψουν και αυτοί έτσι;
Ο ΡΗΓΑΣ
Ο Βασιλεύς Γεώργιος ήτο αυστηρότατος οικογενειάρχης και γονεύς. Μέχρι της τελευταίας του στιγμής διετήρησεν όλην την επιβολήν του επί των τέκνων του.
Οι Βασιλόπαιδες και όταν ηνδρώθησαν ακόμη ησθάνοντο αμείωτον την πατρικήν αυστηρότητα και επιβολήν και διά τούτο μεταξύ των τον έλεγον.
Ο Ρήγας!
ΠΩΣ ΤΟΥ ΕΠΡΟΤΑΘΗ Ο ΘΡΟΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΝ ΤΟΝΖ
Ο Βασιλεύς της Δανίας Φρειδερίκος ο 71. ο πάππος του, ως εξής του προέτεινεν διά πρώτην φοράν τον Ελληνικόν θρόνον.
Ετελούντο αι εορταί της βαπτίσεως της Πριγκηπίσσης της Έσσης, καθ’ ας ήτο παρών και ο Γουλιέλμος.
Τότε τον εκάλεσε πλησίον του ο Φρειδερίκος και τω λέγει.
— Γουλιέλμε θέλεις να υπάγης εις την Ελλάδα;
Ο Γουλιέλμος έγεινε κατέρυθρος και εφάνη σκεπτόμενος. Μετά τινας στιγμάς απήντησε.
— Ο πόθος μου είνε να πράξω ότι η Μεγαλειότης σας με διατάξει.
— Εγώ λοιπόν θέλω να υπάγης, αλλ’ επιθυμώ προηγουμένως να μάθω τας ιδέας σου.
— Βασιλεύ απήντησε τότε ο Γεώργιος, θέλω πράξει ότι δύναται να πράξη είς Βασιλεύς, όπως καταστήση την Ελλάδα ευτυχή.
Η ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΩΣ ΔΟΚΙΜΟΥ
Ο Γουλιέλμος ως δόκιμος του Δανικού ναυτικού έφερε την στολήν του δοκίμου ομοίαν σχεδόν καθ’ όλα με την των ιδικών μας δοκίμων. Έφερε επίσης και μικρό σπαθάκι ανηρτημένον εις τον ώμον.
Εις το γελέκο του εκρέματο μία χονδρή αλυσσίδα ωρολογίου, πάντοτε δε εφόρει μαύρον λαιμοδέτην.
Η ΑΠΕΡΑΝΤΟΣ ΑΓΑΘΟΤΗΣ ΤΟΥ
Ότε επέστρεφεν από την κηδείαν του Βασιλέως της Αγγλίας Γεωργίου διήλθεν από τας Πάτρας όπου διέμεινεν επί τινας ημέρας.
Μίαν ημέραν εξήλθεν εις περίπατον πεζός προς το μέρος των «Υψηλών Αλωνιών». Μερικά παιδάκια παίζοντα εκεί πλησίον, τον αντελήφθησαν και ετέθησαν όπισθέν του ως ακολουθία.
Όταν ο Βασιλεύς έφθασεν εις τον ιδιόκτητον κήπον του παρά τα Αλώνια, εστράφη και είπε προς τα παιδιά τα οποία εν τω μεταξύ ευρέθησαν κατ’ αριθμόν.
— Παίξατε και διασκεδάσατε, αλλά προσέξατε μη χαλάσετε τα άνθη.
Όταν ανεχώρησεν εκ του κήπου τα παιδία τον ηκολούθησαν και πάλιν, καθ’ οδόν δε η παιδική ακολουθία εγένετο πυκνοτέρα και ηπείλει παιδικήν διαδήλωσιν.
Δύο χωροφύλακες επενέβησαν τότε διά να διαλύσουν τα παιδιά επί τη ιδέα ότι η ακολουθία εκείνη εστενοχώρει την Μεγαλειότητά του.
Αλλ’ ο Βασιλεύς στραφείς και αντιληφθείς τους χωροφύλακας, τους διέταξε να απομακρυνθώσι και να αφήσωσι τα παιδιά να τον ακολουθούν.
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΩΛΟΓΙ
Ένας από τους ανωτέρους υπαλλήλους του Αυτοκρατορικού Ξενοδοχείου της Βιέννης, όπου κατέλυεν ο Βασιλεύς μας κατ’ έτος σχεδόν ενοικιάζων πάντοτε τα ίδια δωμάτια και περιπατών καθημερινώς με πολιτικήν ενδυμασίαν με ψηλό καπέλλο και ένα σκοτεινού χρώματος επανωφόρι, εις της τσέπες του οποίου έχωνε τα χέρια του, εις το πάρκον της πόλεως διηγείτο την επομένην χαριεστάτην σκηνήν της οποίας υπήρξεν αυτόπτης μάρτυς.
Μίαν ημέραν εν ώ ο Βασιλεύς περιπατούσεν εις το πάρκο, εσκόνταψε εις ένα μικρό διετές πολύ εύμορφο κοριτσάκι το οποίον παρ’ ολίγον να το πατήση.
Ό Βασιλεύς έσπευσε και το εχάιδεψε, αλλά το κοριτσάκι θαμβωθέν από την χρυσήν αλυσσίδα του Βασιλέως την άρπαξε από τα χέρια του, έβγαλε το ωρολόγιον από την τσέπη του γελέκου του και έπαιζε.
Οσάκις δε η τροφός ή ο Βασιλεύς ο ίδιος εζήτουν να αποσπάσουν το ρωλόγι από τα χέρια της μικράς κορασίδος εκείνη ήρχιζε τα κλάμματα. Ο Βασιλεύς γελών τότε απέσπασε το ωρολόγιον και την αλυσσίδα εκ του γελέκου του και τα έδωκεν εις την μικράν να παίζη.
Αφού δε έπαιζεν επί τινα λεπτά η μικρά με το ωρολόγιον, ο Βασιλεύς εξήγαγεν από τα θυλάκιά του έν μικρόν κομψόν καθρεφτάκι, το οποίον όταν είδεν η μικρά, εδέχθη να ανταλλάξη το ρωλόγι με το καθρεπτάκι.
ΑΣ ΜΟΥ ΤΟΝ ΕΔΙΔΑΝ ΚΑΙ ΕΒΛΕΠΑΤΕ
Ήτο εποχή κατά την οποίαν η Ελλάς διετέλει άνευ βασιλέως και το στέμμα περιεφέρετο εις την Ευρώπην χωρίς ουδείς να αποφασίζη να το δεχθή.
Περί του Δανού πρίγκηπος ουδεμία ζήτησις είχε γείνει ακόμη.
Ο Γεώργιος νεαρώτατος τότε εμαθήτευεν εις την σχολήν των Δοκίμων της Δανίας. Εις μίαν θαλασσίαν εκδρομήν με τους αδελφούς του ένεκεν της τρικυμίας εκρίθη δύσκολος η διακυβέρνησις του κοττέρου του οποίου πάντοτε την διακυβέρνησιν ανελάμβανεν αυτός. Εζήτησε λοιπόν να το κυβερνήση και την ημέραν εκείνην.
— Μα δεν είνε δική σου δουλειά του είπεν ο μεγαλείτερός του αδελφός. Κάθησε λοιπόν κάτω πριν μας πνίξης όλους μαζύ.
Ό Γεώργιος εζάρωσεν εις τα κελεύσματα του αδελφού του και εκάθισεν. Όταν όμως βραδύτερον ανέπτυξεν εις τον αδελφόν του πώς θα το εκυβέρνα εκείνος του απήντησεν:
— Εύγε! δεν ήξευρα πως έχεις προοδεύσει τόσον πολύ.
Και εκείνος απήντησε:
— Μα το ενομίζατε τόσον δύσκολον ωσάν θρόνον της Ελλάδος, να μη μπορώ να το κυβερνήσω;
— Θα είχες την τόλμην να κυβερνήσης εκείνον;
— Γιατί όχι; Ας μου τον έδιδαν και θα εβλέπατε.
Ολίγον χρόνον μετά ταύτα ο Ελληνικός θρόνος διεκυβερνάτο υπό του νεαρού Γουλιέλμου του επικληθέντος Γεωργίου.
ΕΙΧΕ ΚΑΤΙ ΑΠΟΚΡΥΦΟΝ
Ο Βασιλεύς ουδέποτε ανεκοίνωνεν εις τους Υπουργούς του τας λεπτομερείας οιασδήποτε συζητήσεως την οποίαν έκαμνε μετά του ενός ή του άλλου ξένου επισήμου.
Βεβαίως ανεκοίνου πάντοτε το αποτέλεσμα της συζητήσεως, πάντοτε όμως ήθελε να κρατή ως ιδικόν μυστικόν τας βάσεις των λεπτομερειών δι’ ων ήχθη εις το αποτέλεσμα.
Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΟΥ
Είχε την ιδιοτροπίαν να αποφεύγη τους αστυνομικούς οι οποίοι τον παρηκολούθουν μετημφιεσμένοι, ίνα τηρώσι την ασφάλειαν της ζωής του.
Εις το Παρίσι ιδίως οι αστυνομικοί οι εντεταλμένοι την ασφάλειάν του υφίσταντο αληθινόν μαρτύριον.
Εννοούσε να γίνεται άφαντος εμπρός από τα μάτια των.
Μίαν ημέραν ο αστυνόμος της μυστικής αστυνομίας είπεν εις τον διευθυντήν του ξενοδοχείου όπου διέμενε να κλείση όλας τας οπισθίας θύρας και τα παράθυρα, διά να μη του ξεφύγη.
ΠΩΣ ΑΠΗΣΧΟΛΕΙ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ
Ένας εκ των παλαιών πολιτευομένων διατελέσας υπουργός των εξωτερικών αποχαιρετών κάποτε τον Βασιλέα του είπε.
Μόνον αν υπάρχη επείγουσα ανάγκη θα σας κρατήσω ενήμερον Μεγαλειότατε, άλλως θα προσπαθήσω να μη σας ενοχλήσω εις το ταξείδι σας.
Ο Βασιλεύς απήντησεν.
— Εύχομαι να μη παρουσιασθή καμμία ανάγκη. Αλλά σας παρακαλώ να με κρατήσητε ενήμερον όσον το δυνατόν περισσότερον. Εγώ εργάζομαι και όταν ταξειδεύω, ώστε μη φοβείσθε ότι θα με απασχολήσετε.
Ο υπουργός εκείνος έλεγε κατόπιν.
Η αλήθεια είνε ότι ημείς ουδέποτε απησχολήσαμεν τον Βασιλέα, ενώ εκείνος μας απησχόλει πολύ περισσότερον.
ΜΙΑ ΣΥΣΤΑΣΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥΣ
Όταν έφθασε κάποτε εις Παρισίους έπειτα από περιπλάνησιν ανά τας οδούς και τας συνοικίας, εκάλεσε προ της θύρας του ξενοδοχείου τον παρακολουθούντα αυτόν αστυνομικόν και του είπε.
— Βλέπεις τι άδικα που κοπιάζεις. Αν ήθελαν θα με είχαν σκοτώσει είκοσι φοράς, χωρίς να προφθάσης να με προστατεύσης.
— Εγώ εκτελώ διαταγάς ανωτέρων, Μεγαλειότατε, είπεν ο αστυνομικός, και οφείλω να υπακούω πιστότατα εις αυτούς.
— Μα διά τους ανωτέρους τα λέγω και εγώ αυτά. Πήγαινε λοιπόν να τους τα είπης. Άλλοτε πάλιν ομιλών προς ένα διευθυντήν αστυνομίας έλεγε τα εξής.
— Εις το Παρίσι η προφύλαξις είνε αδύνατος. Μέσα εις αυτό το πλήθος πώς να φυλαχθή ένας άνθρωπος; Έπειτα μου φαίνεται ότι μέσα εις αυτό το γλέντι που γίνεται εις το Παρίσι κάθε ημέραν, είνε αδύνατον να γείνη φόνος.
ΝΑ ΜΗ ΔΕΡΝΟΥΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ
Ο βασιλεύς ως και αλλαχού γράφομεν, είχεν τον συνήθειαν να αναγινώσκη λίαν πρωί τας εφημερίδας.
Κάποτε ανέγνωσεν εις τας εφημερίδας ότι ένας ενωμοτάρχης ετσάκισε στο ξύλο τρεις νέους επειδή έψαλλον την νύκτα διάφορα ερωτικά τραγούδια.
Ο βασιλεύς εκάλεσεν αμέσως τον τότε Υπουργόν των Εσωτερικών και του είπεν.
— Οι αστυνομικοί πρέπει να περιορισθούν ολίγον, κ. Υπουργέ. Συστήσατέ τους ότι δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγω να δέρνουν τον κόσμον.
ΕΝΗΜΕΡΟΣ ΟΛΩΝ
Οσάκις ελάμβανε χώραν δράμα τι εν Αθήναις ή και εις επαρχιακήν πόλιν, και αι λεπτομέρειαι ήσαν τραγικαί η Α. Μ. εκάλει πάντοτε τον διευθυντήν της αστυνομίας και εζήτει πληροφορίας.
Ήκουε μετά προσοχής τας ενεργείας της αρχής προς σύλληψιν του δράστου και συνέχαιρε πολλάκις την αστυνομίαν διά την ταχείαν και αποτελεσματικήν ενέργειαν.
Επίσης οσάκις ελάμβανε χώραν δυστύχημα σπαρακτικόν ο βασιλεύς εζήτει πάντοτε λεπτομερείς πληροφορίας.
Η ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΟΥ
Κάποτε ανέγνωσεν εις τας εφημερίδας ότι εργάτης τις εις τας εργασίας του Λαυρείου κατεπλακώθη από σωρόν χώματος και απέθανεν αφήσας απροστάτευτον πολυμελή οικογένειαν.
Ο Βασιλεύς έσπευσε να αποστείλη εις την απορφανισθείσαν οικογένειαν του ατυχούς εργάτου δισχιλίας δραχμάς. Άλλοτε πάλιν πληροφορηθείς ότι άλλος εργάτης απώλεσε τον πόδα του εις την εξάσκησιν των καθηκόντων του, εμερίμνησεν όπως κατασκευασθή ξύλινος πους και δοθή εις τον εν λόγω εργάτην.
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ
Οι δημοσιογράφοι τον παρηκολούθουν πάντοτε κατά πόδας. Εκάστη κίνησίς του εγένετο αντικείμενον δημοσιογραφικών σχολίων.
Ότε μετέβη ποτέ εις τας Πάτρας και κατέλυσεν εις την οικίαν του Θάνου Κανακάρη Ρούφου τον οποίον ιδιαιτέρως εξετίμα, έλεγεν εις τους περί αυτόν.
— Επιτέλους εδώ ημπορεί κανείς να ομιλήση ελεύθερα. Αυτοί οι δημοσιογράφοι με καταδιώκουν διαρκώς και αναγράφουν εν πάση λεπτομερεία και τας κακοτέρας των φράσεων τας οποίας απευθύνω προς τους μαθητάς των σχολείων.
Και εξηκολούθησε να συνδιαλέγηται φαιδρότατος και εύθυμος.
Οποία όμως υπήρξεν η έκπληξίς του την επομένην, όταν είδεν εις τας εφημερίδας ολόκληρον σχεδόν την συνδιάλεξίν του. Δεν ηδύνατο να φαντασθή η Α. Μ. ότι οι δημοσιογράφοι είχον εγκατασταθή εις ταις κλειδαρότρυπες και παρηκολούθουν την συνδιάλεξίν του.
Και αποτεινόμενος προς τον Ρούφον του λέγει γελών.
— Άλλη φορά πρέπει να εγκαθιστάς και φρουρόν εις το σπήτι σου, οσάκις θα έρχωμαι.
ΜΙΑ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ
Όταν ετελούτο οι γάμοι του Διαδόχου και του Βασιλέως μας Κωνσταντίνου μετά της πριγκηπίσσης Σοφίας, εδόθη εις τα ανάκτορα γεύμα εις το οποίον παρεκάθησαν όλοι οι αντιπρόσωποι των διαφόρων δήμων και κοινοτήτων.
Ο Βασιλεύς ήγειρε τότε πρόποσιν καθ’ ήν ηυχήθη την απελευθέρωσιν των δούλων επαρχιών.
Και εις το τέλος με φωνήν πάλλουσαν από συγκίνησιν έκαμε την εξής ωραίαν αποστροφήν.
— Είπατε εις τα δούλα τέκνα της Ελλάδος ότι ο Βασιλεύς των Ελλήνων μίαν έχει σκέψιν• πώς να εορτάσουν μίαν ημέραν την ένωσίν των υπό το σκήπτρόν του. Είπατε ότι η ημέρα αυτή δεν θα βραδύνη να έλθη.
Όλοι εδάκρυσαν διά την πατριωτικωτάτην εκείνην ευχήν, η οποία εξεπληρώθη είκοσι πέντε έτη μετά ταύτα.
ΣΩΣΤΑ ΛΑΓΩΝΙΚΑ
Ο Βασιλεύς εξετίμα τους Έλληνας δημοσιογράφους διά την ενημερότητά των, καίτοι πολλάκις εξέφραζε την δυσφορίαν του, διά την απηνή καταδίωξιν την οποίαν υφίστατο εκ μέρος των.
— Όπου και αν υπάγω μπροστά μου βρίσκονται.
Ότε μίαν φοράν απεχείρησε περιοδείαν ανά τας επαρχίας και απεβιβάσθη εις ένα σταθμόν, παρετήρησε με έκπληξίν του ότι αι δημοσιογράφοι είχον προηγηθή αυτού. Ο Βασιλεύς γελών τους επλησίασε και τους είπε.
— Και εδώ ακόμη; Σωστά λαγωνικά τέλος πάντων.
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΕΝΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΝ
Ότε εδίδετο το γεύμα επ’ ευκαιρία, των γάμων του Διαδόχου ο κ. Γ. Θεοτόκης υπουργός ων τότε του αειμνήστου Τρικούπη του παρουσίασε και του συνέστησεν ένα δημοσιογράφον, ο οποίος είχε γράψει άρθρα επιβλαβή διά τον Βασιλέα.
Ο Βασιλεύς ακούσας το όνομα του δημοσιογράφου εκείνου έτεινε προς αυτόν την χείρα και του είπε.
— Χαίρω πολύ διότι κάμνω την γνωριμίαν σας.
Και ευθύς κατόπιν προσέθηκε με ύφος δυσφορίας.
— Οι δημοσιογράφοι κάμνουν πολύ καλό εις την κοινωνίαν, όταν πρωτίστως σέβονται τον εαυτόν των!
Και αμέσως πάλιν έτεινε φιλομειδής την χείρα του και έθλιψε την χείρα του δημοσιογράφου προσθέσας.
— Χαίρω πολύ διότι σας εγνώρισα.
ΤΡΑΓΙΚΑΣ ΗΜΕΡΑΣ
Ημέρας αληθούς συντριβής διήλθεν ο Βασιλεύς Γεώργιος κατά την περίοδον της επαναστάσεως του Στρατιωτικού συνδέσμου. Είχε συμβή τότε και πυρκαϊά των ανακτόρων και το προεδρείον της βουλής ανέβη εις τα ανάκτορα ίνα υποβάλη τα συλλυπητήρια του Σώματος επί τω ατυχεί γεγονότι.
Κατά την ημέραν εκείνην θα συνεζητείτο το νομοσχέδιον της απομακρύνσεως των πριγκήπων εκ του στρατεύματος•
Παρουσιάσθησαν λοιπόν ενώπιον του άνακτος ο πρόεδρος της Βουλής Αλ. Ρώμας, ο αντιπρόεδρος κ. Τσιτσάρας και ο κοσμήτωρ κ. Λ. Ρούφος.
Ο Βασιλεύς μετά την ανταλλαγήν των σηνήθων χαιρετισμών λέγει προς τους τρεις παρουσιασθέντας.
— Το απόγευμα λοιπόν συζητείται εις την βουλήν το νομοσχέδιον των πριγκήπων; οι τρεις έμειναν άναυδοι συμμεριζόμενοι την συντριβήν του άνακτος.
Και μετ’ ολίγον προσέθηκε πάλιν.
— Φρονείτε ότι η Βουλή ημπορεί να κάμη εις τα παιδιά μου αυτήν την αδικίαν;
Και λέγων ταύτα αφήκε δύο πικρότατα δάκρυα να ρεύσουν εκ των οφθαλμών του.
Μετά τινων στιγμών πένθιμον σιωπήν ο κ. Τσιτσάρας λαμβάνων τον λόγον λέγει.
— Μη αμφιβάλλετε, Μεγαλειότατε, ότι ολόκληρος η Βουλή συμπονεί και συμπάσχει μαζύ σας. Αλλά γνωρίζετε καλλίτερον ημών, ότι πάσα αντίστασις εις τον Σύνδεσμον είνε ματαία και ίσως απειληθούν ανυπολόγιστα κακά και διά τον θρόνον και διά τον τόπον.
Και οι τρεις αντιπρόσωποι του Κοινοβουλίου απεχώρησαν με βαρυτάτην εις την ψυχήν αλγηδόνα, ο δε Βασιλεύς κατέπνιξε την λύπην του, χάριν της ησυχίας του τόπου.
Ευτυχώς όμως η δύσκολος εκείνη διά τον θρόνον περίοδος παρήλθε και ο Βασιλεύς ηυτύχησε να ίδη ημέρας δόξης και χαράς και να αποθάνη ευχαριστημένος.
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΜΕ ΤΑ ΨΩΝΙΑ
Κάποτε εις τον περίπατoν συνήντησε στρατιώτην φέροντα οψώνια.
Ο Βασιλεύς τον εσταμάτησεν αμέσως και τον ηρώτησε.
— Πού πηγαίνεις αυτά τα ψώνια;
— Εις το σπήτι Μεγαλειότατε.
— Εις ποίον σπήτι το ιδικό σου;
— Όχι εις του κ. αξιωματικού.
— Να είπης εις τον κύριον αξιωματικόν ότι η πατρίς δεν σας καλεί διά να γίνεσθε υπηρέται, αλλά διά να γυμνάζεσθε.
Και έφυγε πλήρης οργής.
Το γεγονός εσχολιάσθη την επομένην εις τον τύπον, αλλά το κακόν δυστυχώς δεν εξέλιπε.
ΠΑΛΙΝ ΘΑ ΞΑΝΑΓΙΝΗΣ
Ότε παρουσιάσθη εις Αυτόν ο βουλευτής Ηλείας κ. Ανδρέας Στεφανόπουλος, όστις ήτο υπουργός της Κυβερνήσεως Θεοτόκη προ μικρού εγκαταλειψάσης την αρχήν, ο Βασιλεύς τον ηρώτησε.
— Λυπείσαι, κ. Στεφανόπουλε, που δεν είσαι τώρα υπουργός;
— Όπως και αν είνε, μεγαλειότατε, πάντοτε δυσάρεστον είνε.
— Ε! δεν πειράζει, δεν πειράζει. Πάλιν θα ξαναγίνης.
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΝΑΡΙΝΙ
Η «Σημαία» του Λονδίνου διηγείται το εξής ανέκδοτον.
Όταν ο Βασιλεύς εταξείδευσεν από Φραγκφούρτης εις Παρισίους είδεν εις μίαν σιδηροδρομικήν άμαξαν ένα καναρίνι να πετάη ανάμεσα από τα διαμερίσματα του βαγονίου.
Το καναρίνι ανήκεν εις μίαν γηραιάν Γαλλίδα που συνεταξείδευεν, η οποία μόλις το είδεν ότι έφυγεν από το κλουβί ήρχισε να φωνάζη από απελπισίαν.
Ο Βασιλεύς τότε ήρχισε να καταδιώκη το καναρίνι, έως ότου κατώρθωσε τέλος να το πιάση και να το παραδώση εις την Γαλλίδα.
Η Γαλλίς τότε του λέγει.
— Κύριε, είσθε πράγματι ευγενέστατος. Ένας άλλος όμως επιβάτης διακόπτων λέγει.
— Κυρία μου, είνε Βασιλεύς.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΜΕ ΕΝΑ ΦΡΟΥΡΟΝ
Άγγλος Αγγλικής εφημερίδος ανέγραψε κάποτε το εξής ανέκδοτον.
Μίαν νύκτα που επέστρεφεν αργά εκ του περιπάτου του ακούει τον σκοπόν των ανακτόρων να του φωνάζη.
— Τις ει;
Ο Βασιλεύς δεν απήντησε και επροχώρησε, δευτέραν όμως φοράν ο σκοπός επαναλαμβάνει τις ει.
Ο Βασιλεύς εξηκολούθησε να σιωπά, ενώ ο σκοπός ητοίμαζε το όπλον του. Μία σφαίρα ολισθήσασα διήλθε πλησίον της χειρός του.
Ο Βασιλεύς δεν εταράχθη παντάπασιν αλλ’ επλησίασε τον στρατιώτην και του εδήλωσε την ταυτότητά του.
Την επομένην τον εκάλεσε και αφού τον συνεχάρη του απένειμεν έν τιμητικόν μετάλλιον.
ΠΩΣ ΥΠΕΔΕΧΕΤΟ
Ο αείμνηστος Βασιλεύς ήτο αξιοπρεπέστατος εις τας υποδοχάς των πολιτών.
Διά να αποφεύγη τας πολλάς υποκλίσεις και τους προσκυνησμούς, τους οποίους τόσον επιζήτουν οι δεσπόται της Ανατολής, ετοποθετείτο τοιουτοτρόπως εις το γραφείον του κατά τας ημέρας των ακροάσεων, ώστε ο εισερχόμενος μόλις παρήρχετο διά της θύρας και επροχώρει δύο βήματα ευρίσκετο αμέσως προ του Βασιλέως, όστις έσπευδεν ευθύς να του δώση την χείρα. Εξαιρετική λεπτότης Βασιλέως.
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΝ
Ο Βασιλεύς ότε εξερράγη η επανάστασις του Γουδιού, απέστειλεν όλους τους οικείους του εις την Ευρώπην και έμεινε μόνος εις τα ανάκτορα.
Το τοιούτον το έκαμε διά να μη παρασύρεται από τας γνώμας των οικείων του.
— Είνε αληθές, έλεγεν, ότι ευρίσκομαι μακράν από τους ιδικούς μου, μακράν από τους αγαπητούς μου. Αλλ’ είμαι εντελώς ήσυχος. Έτσι ημπορώ να προσέξω τα ζητήματα και να τα κανονίσω με όλην την προσοχήν που χρειάζεται εις την εξαιρετικήν αυτήν περίστασιν.
ΕΝΑΣ ΧΟΡΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΙΝ
Ότε μετέβη μίαν φοράν εις την Τρίπολιν διωργανώθη προς τιμήν του χορός και λαμπαδηφορία.
Ο χορός διεξήχθη εις την πλατείαν της πόλεως αργά την νύκτα, μετά το δοθέν γεύμα.
Ο Βασιλεύς έμεινεν εις τον οίκον του προύχοντος Νώτη Πανοπούλου, όπου και εδόθη το Βασιλικόν γεύμα.
Μετά το γεύμα ο Βασιλεύς εξήλθε διά να μεταβή εις την πλατείαν και παρακολουθήση τον χορόν.
Εκεί εζήτησε και του έδωκαν μίαν λαμπάδα, την οποίαν κρατών ο Βασιλεύς εφώτιζε τα βήματα των χορευτών και έσυρε τον χορόν.
Το επεισόδιον τούτο έμεινεν ανεξάλειπτον εις την μνήμην όλων των Τριπολιτών.
ΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ ΔΟΝΤΙ
Η αγάπη του προς τα δένδρα ήτο πολύ μεγάλη, μεγάλην δε ησθάνετο λύπην οσάκις έβλεπε να κόπτουν δένδρα.
Μίαν ημέραν εις την οδόν του Τατοΐου είδε κομμένα πλείστα δένδρα, ο δε συνοδεύων αυτόν υπασπιστής βλέπων ότι διά της κοπής των δένδρων ηνοίγετο το θέαμα του λεκανοπεδίου της Αττικής στρέφεται και του λέγει.
— Μεγαλειότατε, μου φαίνεται σαν καλλίτερα τώρα που έκοψαν τα δένδρα, διότι ήνοιξε το μέρος και βλέπει κανείς αυτό το ωραίον θέαμα.
Και ο Βασιλεύς.
— Δένδρο και δόντι, απήντησε.
— Δηλαδή αν τολμήση κανείς να κόψη δένδρα και θα του βγάλω ισάριθμα δόντια.
ΕΙΜΑΙ ΕΥΤΥΧΗΣ
Όταν ήλθεν εις τας Αθήνας ο Βασιλεύς της Ιταλίας, ο βασιλεύς Γεώργιος τον υπεδέχθη με χαράν, τον εφιλοξένησε δε αρκετάς ημέρας εις τα ανάκτορα.
Μίαν από τας ημέρας εκείνας δύο ξένοι μετέβησαν εις το κουρείον του κ. Μυτιληναίου του κουρέως του Βασιλέως και ο μεν είς εξ αυτών εξυρίσθη ο άλλος όμως ανέμενεν εντός του κουρείου.
Οι δύο ξένοι συνωμίλουν με τον κ. Μυτιληναίον ζητούντες πληροφορίας περί του Βασιλέως Γεωργίου και περί των ανακτόρων του.
Ο κ. Μυτιληναίος απήντα εις αυτούς ανυπόπτως.
Μετ’ ολίγον ο κ. Μυτιληναίος εκλήθη να υπάγη να ξηρίση τον Υπουργόν των Εξωτερικών της Ιταλίας κ. Τιτόνι ευρισκόμενον ενταύθα μετά του Βασιλέως της Ιταλίας.
Ο κ. Μυτιληναίος μετέβη να ξυρίση τον κ. Τιτόνι, ότε εις την είσοδον της κατοικίας του Ιταλού υπουργού συνήντησε τους δύο ξένους που είχε προηγουμένως ξυρίσει εις το κουρείον του.
Δεν ηδύνατο λοιπόν να εννοήση πώς αυτός επροτιμήθη από όλους τους κουρείς των Αθηνών.
Έπειτα όμως επληροφορήθη ότι οι δύο αυτοί ήσαν μυστικοί αστυνόμοι, οι οποίοι εφρόντισαν και ανεκάλυψαν τον κουρέα του βασιλέως ως ασφαλέστερον, διά να ξυρίση τον κύριον Τιτόνι υπάρχοντος πάντοτε του φόβου των αναρχικών.
Το γεγονός τούτο το έμαθε κατόπιν ο Βασιλεύς Γεώργιος και γελών είπεν.
— Ώστε οι μόνοι ανίκανοι να εκτελέσουν έγκλημα είνε οι άνθρωποί μου. Είμαι πολύ ευτυχής διά τούτο.
Η ΕΚΤΙΜΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΛ. ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΝ
Ο Βασιλεύς Γεώργιος εξ όλων των κατά καιρούς πολιτευομένων, εξετίμα περισσότερον τον Αλέξανδρον Κουμουνδούρον.
Κάποτε ερωτήθη δι’ αυτήν την εξαιρετικήν εκτίμησίν του προς τον Κουμουνδούρον και είπε.
— Τον εκτιμούσα και τον ενθυμούμαι πάντοτε, διότι όλαι αι συμβουλαί του προς εμέ υπήρξαν ειλικρινείς. Ήτο πράγματι ο ειλικρινέστερος σύμβουλός μου.
ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ
Ότε μετέβη μίαν φοράν εις το Αίγιον ωμίλησε σφοδρότατα κατά του κοματισμού όστις ωργίαζε τότε.
Είπε δε τότε προς τον Δήμαρχον.
— Πρέπει να λείψη πλέον αυτός ο κομματισμός και προς τούτο πρέπει να με ενισχύση ο λαός διά να το επιτύχω.
Όταν δε ο δήμαρχος του είπεν ότι πρέπει να κτυπήση το πόδι του εις τους πολιτικούς, ο Βασιλεύς απήντησε με οργήν.
— Δεν είδατε πως εζήτουν να επανέλθουν εις την εξουσίαν διά να αρχίσουν πάλιν την συναλλαγήν.
Έπειτα προσέθηκε.
— Μη πιστεύετε εις ό,τι σας λέγουν. Κανένας άλλος δεν αγαπά την Ελλάδα περισσότερον από τον Βασιλέα της.
Η ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ
Μέγιστον ήτο το ενδιαφέρον του άνακτος διά τας σωματικάς ασκήσεις και την γυμναστικήν εν γένει.
Εις τας Πάτρας το 1898 έλεγεν εις τον πρόεδρον του εκεί Παναχαϊκού Γυμναστικού Συλλόγου.
— Παρετήρησα ότι μόνον οι εργάται ασχολούνται με την γυμναστικήν, αι δε αριστοκρατικαί τάξεις απέχουν, ενώ αύται προ παντός έχουν ανάγκην των ασκήσεων, διά να αποβάλουν ολίγην πλαδαρότητα
ΤΟ ΜΠΙΛΙΕΤΟ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ
Ένας δήμαρχος ενός χωρίου της Πελοποννήσου κατά την περιοδείαν του Βασιλέως ανά την Πελοπόννησον αποχαιρετών αυτόν αναχωρούντα του λέγει.
— Μεγαλειότατε, να με συγχωρήτε διότι δεν έχω μπιλιέτα να σας δώσω.
Και ο Βασιλεύς προσποιούμενος ότι δεν επρόσεξε την απλοϊκότητα του δημάρχου απήντησε.
— Δεν πειράζει, κύριε δήμαρχε, μου το στέλλετε στο παλάτι.
Ο ΑΛΛΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
Εις τας Πάτρας εις έν χωρίον ολίγον έξω της πόλεως έπαιζε μία ελεεινή μουσική κάτωθι της οικίας που διέμεινεν ο Βασιλεύς.
Αίφνης ένας σκύλλος ήρχισε να γαυγίζη δαιμονιωδώς.
Ο Βασιλεύς αντιληφθείς τον σκύλλον λέγει γελών εις την βασίλισσαν Όλγαν.
— Προσετέθη τώρα και άλλος μουσικός.
Μετ’ ολίγον επιστρέψας εκ της περιοδείας του και εξελθών εις τον εξώστην δεν είδε πλέον τον σκύλλον.
— Α ο καϋμένος ο αρχιμουσικός, λέγει, εκουράσθη πλέον και έφυγε.
Ο ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗΣ
Ότε μετέβη ποτέ εις την Κόρινθον, ηρώτησε τον βουλευτήν Νοταράν τι φρονεί περί συναλλαγής.
Ο Νοταράς του απήντησεν.
— Είμαι υπέρ αυτής, Μεγαλειότατε, διότι τα συνιστάμενα παρά του βουλευτού πρόσωπα είνε ηθικά και έχει ο βουλευτής την ευθύνην επ’ αυτών. Πρέπει να φροντίζωμεν διά την εκπαίδευσιν και την ηθικήν του λαού.
— Ναι, αλλά να φροντίζη και η οικογένεια διά την ανατροφήν, είπεν ο Βασιλεύς.
Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΟΛΙΑΤΣΟΣ
Είνε γνωστή η ιδιαιτέρα εκτίμησις την οποίαν έτρεφεν η Βασίλισσα προς τον διαπρεπή και αείμνηστον Ιεράρχην Κορίνθου Σωκράτην Κολιάτσον.
Οσάκις μετέβαινεν εις την Κόρινθον, δεν έφευγεν απ’ εκεί. εάν δεν έβλεπε τον ιεράρχην του οποίου ησπάζετο την χείρα.
Κάποτε η Βασιλική οικογένεια διήρχετο εις Κόρινθον, όλως εκτάκτως ηπείγετο δε να εισέλθη εις το εκεί ναυλοχούν πολεμικόν και να αναχωρήση διά θαλάσσης.
Η έκτακτος άφιξις της Β. οικογενείας δεν έδωκε καιρόν εις τον Σ. Σωκράτην να σπεύση εγκαίρως εις τον σταθμόν διά να υποδεχθή τας Α. Μεγαλειότητας.
Ο Βασιλεύς γνωρίζων την συνήθειαν της Βασιλίσσης, η οποία δεν έφευγεν εκ Κορίνθου αν δεν συνήντα τον Επίσκοπον, διέταξε να αναμείνωσιν, έως ότου ειδοποιηθείς ο Σ. Κολιάτσος έσπευσεν επί τόπου.
Ο ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟΣ ΦΙΛΟΣ
Ότε απέθανεν η μητέρα του, ο Βασιλεύς έλεγεν εις τον τότε Δήμαρχον Πειραιώς Μητσόπουλον.
— Η απώλεια της μητρός μου αποτελεί δι′ εμέ μεγάλην απώλειαν. Ήτο ο μεγαλείτερος και ο ισχυρότερος φίλος της χώρας μας.
Είχεν εξαιρετικόν ενδιαφέρον διά την Ελλάδα και πάντοτε εφρόντιζε διά των ενεργειών της να παράσχη ωφέλειαν εις την χώραν όπου εβασίλευεν ο υιός της. Και δύναμαι να είπω ότι αι ενέργειαί της αύται πολλάκις εστέφθησαν υπό επιτυχίας.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΕΙΔΙ
Ο Παλαμάς διηγείται εις τα απομνημονεύματά του τα του πρώτου ταξειδίου το οποίον επεχείρησεν εις τας επαρχίας ο Βασιλεύς.
Πρώτον λέγει μετέβη εις Σύρον, κατόπιν εις Ύδραν, εις Ναύπλιον.
Όταν μετέβη εις την Τρίπολιν, οι Τριπολίται του έλεγαν.
— Βασιληά μου μείνε λιγουλάκι ακόμη. Θέλουμε να σε ιδούμε όλοι και να σε χορτάσουμε.
Τότε δε ακριβώς εξεδήλωσε την επιθυμίαν να οικοδομήση ανάκτορον εις την Τρίπολιν. Εκ Τριπόλεως μετέβη εις την Σπάρτην και εκείθεν εις τα Λαγκάδια.
Ότε εγένετο η Ένωσις της Επτανήσου επέβη του ατμοπλοίου «Ελλάς» και εξετέλεσε την περιοδείαν του εις αυτάς γενόμενος δεκτός εν φρενίτιδι ενθουσιασμού.
Εις το Μεσσολόγκι παρέμεινεν εις τον οίκον του Βουλπιώτη, εκεί δε μετέβη και επεσκέφθη τους τάφους των Ηρώων.
Πρωθυπουργός ήτο τότε ο Βάλβης, Μεσολογγίτης την καταγωγήν, ο δε Βασιλεύς έσπευσε να επισκεφθή την σύζυγόν του και να ομολογήση την εκτίμησιν την οποίαν είχε προς τον σύζυγόν της.
ΕΝΑΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ
Ο καθηγητής της αρχαιολογίας Γονήλερ του Πανεπιστημίου της Κολομβίας, έγραψε περί του Βασιλέως ότι η σύνεσις και η πολιτική οξυδέρκεια αναγνωρίζεται υπό πάντων.
Ιδίως αι γεωργικαί του γνώσεις ήσαν από τας ολίγας.
Ο δε καθηγητής Πέρι διατελέσας τοιούτος εις το Πανεπιστήμιον της Κολομβίας και εις την Αμερικανικήν σχολήν των Αθηνών έλεγεν ότι πάντοτε διετέλει από το γόητρον των ωραίων τρόπων του Βασιλέως Γεωργίου.
ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΑΤΕ ΚΡΑΤΕΙΤΑΙ
Τον Μάρτιον του 1898 μετέβη εις τα Καλάβρυτα και επεσκέφθη την μονήν της Αγίας Λαύρας.
Οι καλόγηροι τον υπεδέχθησαν ενθουσιωδώς.
Την μεσημβρίαν της 26ης Μαρτίου εγευμάτισεν εις το σπήτι του ηγουμένου της μονής.
Εκείνος διελέχθη με ένα χωρικόν και του είπεν.
— Από που είσαι;
— Από την Βάλτσα Βασιλειά μου.
— Τι δουλειά κάνεις;
— Γεωργός.
— Σου αρέσει η παρακράτησις της σταφίδος;
— Μ’ αρέσει δεν μ’ αρέσει, μεγαλειότατε, κρατιέται.
ΕΚΟΨΑΝ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ
Και αλλαχού εγράψαμεν οπόσην είχεν αγάπην προς τα δένδρα ο αείμνηστος Βασιλεύς.
Μεταβάς κάποτε εις ένα δάσος παρά τα Καλάβρυτα παρετήρησε με μεγάλην του λύπην ότι είχον κόψει τα δένδρα.
— Ήλθα εδώ να ίδω αν διατηρούνται ακόμη τα δένδρα τα οποία είδα προ 30 ετών. Παρατηρώ όμως ότι τα έκοψαν και αυτό με λυπεί πολύ πάρα πολύ.
ΜΕΤΑΞΥ ΚΑΛΟΓΗΡΩΝ
Όταν ο Βασιλεύς είδε τα τεράστια βαρέλια της Μονής του μεγάλου Σπηλαίου τα ονομαζόμενα Σταμάτης και Αγγελής τα οποία περιελάμβανον χιλιάδες οκάδες κρασί, είπεν εις τους καλογήρους.
— Όλο το κρασί αυτό το πίνετε;
— Δεν μας φθάνει, μεγαλειότατε, απαντά ένας καλόγηρος.
— Μπράβο, καλόγηροι, ανέκραξεν ο Βασιλεύς αναλυόμενος εις πλατύτατον γέλωτα.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Εις την μονήν του μεγάλου Σπηλαίου έσχε μακράς συνομιλίας με τους μοναχούς.
Εις ένα μοναχόν είπε.
— Πρέπει να κάμετε δρόμον εδώ. Τι κάθεσθε;
— Δεν ευπορούμεν, μεγαλειότατε, απήντησεν ο καλόγηρος.
— Δεν ευπορείτε; απήντησεν ο Βασιλεύς μειδιών.
— Πληρώνομεν φόρους.
— Μα φόρους πληρώνουν όλοι.
Ο Βασιλεύς ήθελε να κτυπήση την καλογερικήν ντεπελιάν, πράγμα το οποίον δεν ηννόησεν ο καλόγηρος.
Κατόπιν ο Βασιλεύς ηρώτησεν αν έχουν ιστορίαν της μονής.
— Όχι, μεγαλειότατε.
— Μα διατί; Έπρεπε να έχετε.
— Έχομεν ιστορικόν μεγαλειότατε, τώρα θα γράψωμεν και ιστορίαν.
— Τώρα είνε πλέον κατόπιν εορτής, απήντησεν ο Βασιλεύς.
ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΝ
Ότε μετά την δολοφονικήν απόπειραν την εκτελεσθείσαν ανεπιτυχώς από τον Καρδίτση, ο Βασιλεύς μετέβη εις το Αίγιον, ο δε δήμαρχος της πόλεως ταύτης, εξέφρασε την λύπην όλης της πόλεως και διερμήνευσε τους φόβους του περί των κινδύνων τους οποίους διέτρεχεν η Ελλάς, εάν η απόπειρα επετύγχανε.
— Δεν γνωρίζω τι θα εγίνετο, λέγει ο Βασιλεύς. Τούτο μόνον γνωρίζω ότι ο Ετέμ δεν θα έφευγε ποτέ από την Θεσσαλίαν.
Ο ΟΘΩΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Ότε ανήλθεν εις τον θρόνον ο Βασιλεύς Γεώργιος, ο εξόριστος τότε Βασιλεύς Όθων είπε τα εξής.
— Ο διάδοχός μου εις τον θρόνον της Ελλάδος έχει τούτο το τιμητικόν ότι κατάγεται εξ οικογενείας εντελώς ασπίλου, η οποία ουδέποτε είχε μολυνθή δι’ οιουδήποτε σκανδάλου.
Η ΜΠΕΚΑΤΣΑ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙ
Παροιμιώδης ήτο η ευφυία του Βασιλέως μας. Κάποτε ο Πετσάλης εις μίαν συνομιλίαν του τού έφερε το ζήτημα των μισθών των υπαλλήλων, τους οποίους εχαρακτήρισε γλισχροτάτους.
— Δεν είνε μισθός αυτός, μεγαλειότατε.
— Αυτό είνε ζήτημα της Κυβερνήσεως.
— Να της το επιβάλετε, Μεγαλειότατε.
— Αλλά δεν μ’ ακούουν.
— Δεν το πιστεύω αυτό, μεγαλειότατε• είπεν ο Πετσάλης.
— Κτυπώ την μπεκάτσα και μου φεύγει, απήντησε γελών ο Βασιλεύς.
ΔΙΑ ΚΟΥΤΟΝ ΜΕ ΠΕΡΝΑΣ
Ο Αριστείδης Πετσάλης παρουσιασθείς εις την Κέρκυραν ενώπιον του Βασιλέως μετά την επανάστασιν του Γουδιού και φρονών ότι το κίνημα θα είχεν ολέθρια αποτελέσματα εις την πειθαρχίαν, ετόλμησε να εκφράση την απορίαν του διά την ανοχήν του Βασιλέως.
— Διατί, μεγαλειότατε, ηνέχθητε αυτό το κίνημα και δεν εφαρμόζετε την πειθαρχίαν;
— Διά κουτόν με περνάς, του απήντησε. Θα είχα πέντε επαναστάσεις άνευ λόγου. Τα πράγματα θα επανέλθουν μόνα των εις την θέσιν των.
ΔΙΑ ΤΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΤΟΥ
Άλλο πάλιν αυτό του κ. Πετσάλη.
Όταν η πριγκήπισσα Μαρία του Γεωργίου ήλθεν εκ Γαλλίας ο Βασιλεύς ηρώτησε τον Πετσάλην.
— Πώς σού εφάνη η νύμφη μου; δεν είνε ωραία;
— Ωραιοτάτη, μεγαλειότατε.
— Αι εγγοναί μου θα είνε μίαν ημέραν αι ωραιότεραι πριγκήπισσαι της Ευρώπης.
— Και έτσι δεν θα έχετε, μεγαλειότατε, ανάγκην προικός, αν και πολλοί σας λογαριάζουν με καμμιά πενηνταριά εκατομμύρια. — Εγέλασε με όλην την δύναμιν των πνευμόνων του και είπε.
— Μακάρι να τα είχα• δυστυχώς όμως δεν τα έχω. Ηδυνάμην να τα έχω όπως όλοι οι ηγεμόνες• ενόμισα ότι δεν επιτρέπεται εις τον Βασιλέα να αναμιγνύεται εις επιχειρήσεις. Μου είπαν να αγοράσω οικόπεδα επί της οδού Κηφισσιάς όπως άλλοι, αλλ’ ενόμισα ότι δεν ήρμοζον εις τον Βασιλέα τοιαύτα πράγματα.
ΘΑ ΕΤΑΞΙΔΕΥΣΑΤΕ ΚΑΙ ΣΕΙΣ
Ότε μετέβη ποτέ εις την Ζάκυνθον με την «Σφακτηρίαν» η οποία ήτο εμπορικόν ατμόπλοιον και μετέφερε παντός είδους εμπορεύματα έμψυχα και άψυχα.
Ήτο τότε Δήμαρχος Ζακύνθου ο Λούντζης, όστις διεκρίνετο διά την απέραντον αφέλειάν του.
Αφού υπεδέχθη τον Βασιλέα μεταξύ των άλλων του λέγει απερισκέπτως.
— Μα αυτό το βαπόρι, Μεγαλειότατε, ήτο άλλοτε εμπορικόν και μετέφερε ακόμη και ζώα.
Και ο Βασιλεύς ετοιμότατα απαντά.
— Τότε ασφαλώς θα έχετε και σεις ταξειδεύσει με αυτό.
Μοναδική ετοιμότης.
ΗΓΑΠΑ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ
Ο κ. Καστόρχης υφηγητής του Πανεπιστημίου, διωρίσθη Νομάρχης επί της Κυβερνήσεως Δραγούμη κατά την περίοδόν που ίσχυεν ακόμη ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος.
Ο κ. Καστόρχης παρουσιάσθη κατά καθήκον ενώπιον του Βασιλέως.
Η συζήτησις περιεστράφη εις τα του Στρατιωτικού συνδέσμου, ο δε Βασιλεύς μετά θλίψεως απήντησεν.
— Αν δεν τον αγαπούσα αυτόν τον τόπον, τι θα με εκρατούσε εδώ πλέον;
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΕΝΑ ΨΑΡΑΝ
Προ ολίγων ετών παρουσιάσθη ενώπιον του Βασιλέως ο εργατικός Καμπίτης.
Τον Καμπίτην αυτόν τον είχε γνωρίσει εις το Παλ. Φάληρον επάνω εις ένα βράχον, όπου εψάρευε.
Ο Βασιλεύς περιεπάτει μόνος του εις την παραλίαν.
Ο Βασιλεύς επλησίασε τον Καμπίτην ψαρεύοντα τον οποίον ανεγνώρισεν ευθύς διότι τον είχαν και άλλοτε εις τους βασιλικούς σταύλους διά να υποδεικνύη τα καλά άλογα.
Ο Βασιλεύς ηρώτησε τον Καμπίτην τι κάμνει εκεί.
— Νά τώρα που δεν έχει εργασίαν ο σύλλογός μας, Μεγαλειότατε, ψαρεύω σπάρους.
— Ποίος σύλλογος; ηρώτησεν ο Βασιλεύς. Τι είδους σύλλογος είνε αυτός; Ειπέ μου λοιπόν.
— Πού να τα ειπώ τώρα, πρέπει να έχω καιρό να έλθω στο Παλάτι, Μεγαλειότατε.
— Να έλθης.
— Έρχομαι και με διώχνουν. Δεν με αφίνουν να ‘μπώ μέσα.
— Έλα και πέστους ότι σε θέλω εγώ.
Μετά είκοσι πέντε ημέρας ο Καμπίτης έσπευσε μίαν ημέραν, να μεταβή εις το παλάτι.
Ο υπασπιστής ειδοποιηθείς, ειδοποίησε τον Βασιλέα, την επομένην δε ο Καμπίτης εκλήθη εις τα ανάκτορα.
ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΝ
Κάποτε ο Παλαμάς εις μίαν περιοδείαν της Β. οικογενείας απεσπάσθη εκ του κύκλου των άλλων και ηκολούθησε την Βασίλισσαν.
Η Α. Μ. θέλων να πειράξη την Μεγαλειότητά της εκάλεσε τον Παλαμάν και του λέγει•
— Άφησε την Βασίλισσαν, ανεκάλυψε κάποιαν εκκλησίαν και πάει να προσκυνήση.
Ο ΝΟΜΑΡΧΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
Ο Παλαμάς διηγείται και το ακόλουθον.
Κάποτε εις τας Πάτρας διετέλεσε Νομάρχης ένας χρηστός και αρχαίος πολιτευτής. Ήτο όμως δούλος του κόμματος και εις τας τελετάς εφαίνετο μάλλον προσοικειούμενος το κόμμα και οιονεί περιφρονών τον Βασιλέα.
Ο Βασιλεύς τον εκάλεσεν ιδιαιτέρως και του έκαμε πικράς παρατηρήσεις και υπομνήσας τας υποχρεώσεις του ως υπαλλήλου.
Ότε δε επέστρεψεν εις Αθήνας εζήτησε την μετάθεσίν του, παρά τας διαμαρτυρίας ομάδος κυβερνητικών βουλευτών.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΕΙΣ ΟΛΟΥΣ
Διαμένων εις Θεσσαλονίκην, παρετήρησεν ότι οι Εβραίοι της πόλεως εκείνης εδίσταζον να εξέρχωνται εις τας οδούς. Και αν εξήρχοντο το έπραττον μετά τινος φόβου, πράγμα το οποίον απέσπασεν ευθύς εξ αρχής την προσοχήν του οξυδερκούς Βασιλέως.
Επειδή λοιπόν συνέλαβεν υπονοίας ότι οι Εβραίοι εφοβούντο τους Έλληνας απεφάσισε να ζητήση εξηγήσεις.
— Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό που κάμνουν οι Ισραηλίται, έλεγε. Μας περνούν φαίνεται δι′ αγρίους.
Ότε λοιπόν ο Βασιλεύς διά καταλλήλων ενεργειών κατώρθωσε να τους πείση περί της πλάνης των, οι Εβραίοι ήρχισαν να εξέρχωνται τακτικά.
Συνομιλών δε κατόπιν με τον πρόεδρον της Εβραϊκής κοινότητος έλεγε.
— Τώρα είμαι ευχαριστημένος που βλέπω τους ομοθρήσκους σας εις τους δρόμους. Εγώ θέλω την ελευθερίαν ίσην προς όλους.
ΤΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ
Εις την Θεσσαλονίκην διαμένων επληροφορήθη την πτώσιν του Μπιζανίου. Η χαρά του επί τω ευφροσύνω γεγονότι υπήρξεν ανυπέρβλητος.
Ομιλών προς τον Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης περί του υιού του του Διαδόχου και Στρατηλάτου έλεγεν.
— Είνε θαυμάσιον στρατηγικόν πνεύμα. Το στέμμα ανήκει πλέον εις αυτόν. Όταν εκυρίευσε την Θεσσαλονίκην η Πατρίς τον ανήγαγεν εις το αξίωμα του αρχιστρατήγου, τώρα που εξεπόρθησε το Μπιζάνι πρέπει να γείνη Βασιλεύς. Τον Οκτώβριον που θα εορτάσω την πεντηκονταετηρίδα μου, θα του παραχωρήσω τον θρόνον. Του αξίζει το στέμμα.
Ο ατυχής πατήρ δεν επέζησε διά να εκπληρώση την επιθυμίαν του.
ΘΑ ΕΛΘΩ ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΝ
Εις την αντιπροσωπείαν των μοναχών του Αγίου Όρους παρουσιασθείσαν προς αυτόν μετά την απελευθέρωσιν του ιερού χώρου και υποβαλούσαν την θερμήν παράκλησιν να επισκεφθή τας μονάς του Αγίου Όρους ο Βασιλεύς απήντησεν.
— Έχω φλογερόν πόθον να επισκεφθώ το Άγιον Όρος. Θέλω όμως να έλθω με την Βασίλισσαν.
Οι αντιπρόσωποι δεν εδίστασαν να αποδεχθούν την πρότασιν του βασιλέως, καίτοι οι κανόνες δεν επιτρέπουν την παρουσίαν γυναικών εις τα μέρη εκείνα.
ΠΩΣ ΩΜΗΛΕΙ ΔΙΑ ΤΑ ΤΑΞΕΙΔΙΑ ΤΟΥ
Ο Βασιλεύς Γεώργιος είχεν αντιληφθή ότι υπήρχε κάποια δυσφορία διά τα συχνά ταξείδιά του εις την Ευρώπην. Εις τους συνοδεύοντας αυτόν έλεγε.
— Παρατηρώ ότι ο λαός αισθάνεται δυσφορίαν διά τα συχνά μου ταξείδια. Ας μου επιτραπή να ομολογήσω ότι οι δυσφορούντες δεν ευρίσκονται απολύτως εν τω δικαίω.
Αγαπώ την Ελλάδα, αλλά σκεφθήτε ότι έχω συγγενείς εις τα ξένα. Έπειτα είνε φυσικόν κάθε άνθρωπος να νοσταλγή και τον τόπον της γεννήσεώς του.
Έπειτα πρέπει να έχετε υπ′ όψιν σας ότι εγώ ταξειδεύων δεν μένω αργός.
Και μετά μικράν διακοπήν προσέθηκε.
— Μη κυττάζετε τον Διάδοχον. Ο Διάδοχος εγεννήθη εις την Ελλάδα και συνεπώς όλαι αι αναμνήσεις του περιορίζονται εντός της χώρας ταύτης.
ΕΙΣ ΤΟ ΑΙΞ ΛΕ ΜΠΑΙΝ
Πλείστα ανέκδοτα υπάρχουν περί του Βασιλέως κατά την εις Αιξ Λε Μπαιν διαμονήν του.
Μεταξύ άλλων είνε και το ακόλουθον. Ο Βασιλεύς εξήρχετο συνήθως εις περίπατον ανά τα ωραία τοπία του Αιξ Λε Μπαιν. Μίαν φοράν διήρχετο από μίαν θέσιν εις την οποίαν έπλυνον μερικαί πλύστριαι.
Το θέαμα δεν ήτο και τόσον ευπρεπές, καθότι τα ενδύματα των γυναικών αυτών ήσαν και ολίγον σηκωμένα.
Η αστυνομία λοιπόν εφρόντισε να περιφράξη το μέρος εκείνο με σανίδας, εις τρόπον ώστε να μη προσπίπτη το θέαμα αυτό εις τα όμματα του Βασιλέως της Ελλάδος.
Επειδή δε ο Βασιλεύς εννόησεν ότι το πράγμα εγένετο δι’ αυτόν, εστενοχωρήθη διότι προς χάριν του αι γυναίκες εκείναι κατεδικάσθησαν να περιορισθούν εις ένα στενόν χώρον.
Έσπευσε λοιπόν ο αγαθός Βασιλεύς να βεβαιώση τας αρχάς ότι το θέαμα των πλυστριών δεν τον στενοχωρεί.
Και η αστυνομία απεφάσισε τότε να άρη την διαταγήν της και να αφήση ελευθέρας τας πλύντριας αι οποίαι πληροφορηθείσαι κατόπιν την επέμβασιν του Βασιλέως έσπευσαν να του εκφράσουν τας ευχαριστίας των.
Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΟΥ
Ότε εώρτασε την εικοσιπενταετηρίδα του ο Βασιλεύς ένθους διά την ακραιφνή λατρείαν την οποίαν εξεδήλου ο λαός του έλεγε προς τους επισήμους τους ανελθόντας εις τα ανάκτορα.
— Είμαι ευτυχής ηγεμών διότι βλέπω οπόσην λατρείαν τρέφει προς εμέ ο λαός μου.
Η δυναστεία μου είνε καθαρώς Ελληνική και εγώ δε καθώς και τα τέκνα μου φέρομεν βαθέως κεχαραγμένην εις την καρδίαν μας την λέξιν «Ελλάς».
Και η Δυναστεία και το Έθνος εμοιράσθησαν εξ ίσου και τας χαράς των καλών ημερών, και τας πικρίας των χαλεπών καιρών.
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΜΙΑΣ ΓΑΛΛΙΔΟΣ ΚΟΡΗΣ
Χαρακτηριστικόν της μεγάλης δημοτικότητός ήτο και τούτο.
Κάποτε διαμένων εις το Παρίσι έλαβε μίαν επιστολήν Γαλλίδος κόρης εκ μιας γαλλικής επαρχίας εις την οποίαν επιστολήν η Γαλλίς έγραψε τας λέξεις ο «κύριος Βασιλεύς».
Η απλοϊκή Γαλλίς έγραφεν εις το γράμμα της εκείνο πόσον θαυμάζει και αγαπά την Ελλάδα, διά τας αρχαιότητας τας οποίας έχει, διά τα μνημεία της διά τας φυσικάς της καλλονάς, εν τέλει δε παρεκάλει τον Βασιλέα να λάβη την καλωσύνην να της αποστείλη μερικάς εικόνας τοπίων της Ελλάδος.
Ο Βασιλεύς μόλις ανέγνωσε το γράμμα έσπευσε να προμηθευθή μερικάς καλλιτεχνικάς εικόνας μνημείων και τοπίων της Ελλάδος, τας οποίας απέστειλεν αμέσως εις την φιλέλληνα κόρην.
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΥΤΟΝ
Ο Βασιλεύς είχε μεγάλην αδυναμίαν και συμπάθειαν προς τα πρόσωπα τα οποία είχε συνηθίσει.
Διά τούτο ουδέποτε απεμάκρυνε πρόσωπόν τι εκ της υπηρεσίας των ανακτόρων και όταν δε εξ ανωτέρων λόγων ηναγκάζετο να προβή εις την απομάκρυνσιν τινός, το έκαμνε μετά πολλής στενοχωρίας.
Συνωμίλει πάντοτε με τους γεωργούς του και τους κηπουρούς του εις την Δεκέλειαν και τούτο ήτο μία από τας τερπνοτέρας του ευχαριστήσεις.
ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΑΡΑΠΟΝΟΝ
Μετά τον ατυχή πόλεμον του 1897 και την κατ′ αυτού απόπειραν του Καρδίτση, ο Βασιλεύς επεχείρησε ταξείδιον ανά τας επαρχίας.
Ο λαός των επαρχιών τον υπεδέχθη με αληθή ενθουσιασμόν.
Και ομολογουμένως, ο Βασιλεύς έμεινεν ενθουσιασμένος εκ της θερμής δεξιώσεως των επαρχιωτών.
Ότε μετ′ ολίγας ημέρας παρεκάθησεν εις γεύμα με τον Νομάρχην Πατρών Παλαμάν ο Βασιλεύς του εξέφρασε τον ενθουσιασμόν του διά την υποδοχήν των επαρχιών.
Και επί τη ευκαιρία ταύτη αφήκε ένα πικρόχολον παράπονον διά την ψυχρότητα του Αθηναϊκού λαού προς αυτόν.
— Δεν μου αποδίδουν οι Αθηναίοι τον οφειλόμενον σεβασμόν καίτοι έχω τώρα τριανταπέντε χρόνια μαζύ τους. Αν δεν το κάμνουν διά τον Βασιλέα των, έπρεπε τουλάχιστον να το έκαμναν διά τον πατέρα των τέκνων μου, τα οποία εγεννήθησαν και ανετράφησαν εν μέσω του Αθηναϊκού λαού, και είνε αποκλειστικώς ιδικά του παιδιά. !!
ΔΑΚΡΥΑ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΥ
Την ημέραν που εισήλθεν έφιππος μετά της Βασιλίσσης εις την απελευθερωθείσαν Θεσσαλονίκην, ο λαός του παρεσκεύασε μεγαλοπρεπή θρίαμβον.
Ήτο μία από τας ευτυχεστέρας ημέρας της ζωής του εκείνη.
Ο λαός και ιδίως οι Έλληνες έσπευδον να ασπασθώσι την χείρα του, γύρω του δε ηλάλαζε κυριολεκτικώς αληθινόν πανδαιμόνιον ενθουσιασμού.
Ο αγαθός και ευαίσθητος Άναξ, δεν έμεινεν ανεπηρέαστος από τας εκδηλώσεις εκείνας.
Διηγούνται ότι το μειδίαμα της χαράς εχάνετο μέσον εις μίαν βαθείαν ωχρότητα συγκινήσεως η οποία εξέσπασε τέλος εις άφθονα δάκρυα.
ΔΕΝ ΜΕ ΜΕΛΛΕΙ ΚΑΙ ΑΝ ΑΠΟΘΑΝΩ
Ότε δε κατέλυσεν εις το ξενοδοχείον και εδέχθη τους διαφόρους επισήμους οι οποίοι του υπέβαλον τα σέβη του, ο Βασιλεύς έσχε μίαν συνδιάλεξίν με ένα απλοϊκόν άνθρωπον Θεσσαλονικέα ευκατάστατον και απολαύοντα εξαιρετικής υπολήψεως μεταξύ του Ελληνικού πληθυσμού.
Ο γέρων εκείνος πλησιάσας τον Βασιλέα μας και θλίβων την χείρα του τού λέγει.
— Πολυχρονεμένε μου Βασιληά ο Θεός να σε πολυχρονήση και σένα και τα παιδιά σου που μας εφέρατε την ελευθερίαν. Να ζήσης σαν τον Όλυμπο, Βασιληά μου.
Και ο Βασιλεύς γελών και δακρύων συγχρόνως απήντησε.
— Τώρα που είδα αυτά τα πράγματα και επάτησα το πόδι μου εις την Μακεδονίαν, τώρα δεν με μέλλει και αν αποθάνω.
Και ο ατυχής Βασιλεύς απέθανε μετ′ ολίγους μήνας εν μέσω των Εθνικών πανηγύρεων.
ΟΛΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΑΔΟΧΟΝ
Εις την Θεσσαλονίκην που διέμενε πλείστοι όσοι προσήρχοντο από τα διάφορα ελευθερωθέντα μέρη και του υπέβαλον τα σέβη των και του εζήτουν να τους διευκολύνη εις μερικά ζητήματα.
Ο μετριόφρων Βασιλεύς ενθουσιασμένος εκ των θριάμβων του υιού του έλεγε.
— Να ζητήτε τα περισσότερα από τον Διάδοχον. Εκείνος είνε νοικοκύρης εδώ, αφού εις εκείνον οφείλετε την ελευθερίαν.
Η ΔΙΚΗ ΔΙΑ ΤΟ ΤΖΑΜΙ
Ότε μετέβη κάποτε εις τας Πάτρας, διέμεινεν εις τον οίκον ενός προύχοντος. Μίαν ημέραν ο Βασιλεύς εχάραξεν εις το τζάμι της οικίας με το διαμάντι του δακτυλιδιού του την υπογραφήν του.
Ο φιλοξενών τον Βασιλέα, αφήρεσεν αμέσως το τζάμι και το έθεσεν εις μίαν κορνίζαν, εις την θέσιν δε του τζαμιού ετοποθέτησεν άλλο.
Ο ιδιοκτήτης όμως του σπητιού ήγειρεν αξιώσεις επί του τζαμιού, λέγων ότι κακώς έπραξεν ο ενοικιαστής να το αφαιρέση.
Ο ενοικιαστής όμως έλεγεν ότι ο Βασιλεύς δι′ αυτόν εχάραξε το όνομά του επί του τζαμιού.
Η υπόθεσις έφθασεν εις τα δικαστήρια, ακόμη δε εξακολουθεί να απασχολή την δικαιοσύνην.
Η ΑΠΛΟΪΚΗ ΓΥΝΑΙΚΟΥΛΑ
Ότε επέστρεφεν από το Αιξ Λε Μπαιν εις το Παρίσι, εις ένα σταθμόν εζήτησε να μείνη μόνος αποστείλας τους συνοδούς του να του αγοράσουν βιβλία και εφημερίδας.
Έξαφνα μία γυναικούλα του λαού ευρισκομένη εις ένα βαγόνι της 3ης θέσεως του εκτύπησε την θύραν του βαγονίου και του λέγει.
— Ε κύριε, έλα να μου ανοίξης. Αυτή η παλληόπορτα έκλεισε και δεν εννοεί ν’ ανοίξη. Κουνήσου γρήγορα γιατί θέλω να αλλάξω τραίνο.
Ο Βασιλεύς έσπευσε και ήνοιξε την θύραν. Η γυναικούλα τότε του λέγει.
— Βάστηξέ μου σε παρακαλώ μια στιγμή αυτό το πανιέρι και τον μπόγο, και βοήθησέ με να καταβώ.
Ο Βασιλεύς υπήκουσε προθύμως.
Την στιγμήν εκείνην οι συνοδοί του επιστρέψαντες τον ανεζήτουν δεξιά και αριστερά, οπότε τον είδον να κρατή το πανιέρι και τον μπόγο, και να βοηθή την γυναικούλα διά να κατέλθη του τραίνου.
Ο Βασιλεύς όμως δεν περιωρίσθη έως εδώ. Έσπευσεν ευθύς αμέσως να αγοράση διά την απλοϊκήν ταξειδιώτισσαν έν εισιτήριον το οποίον της τω έδωκε μη δεχθείς αντίτιμον.
ΣΥΜΦΩΝΟΣ ΠΡΟΣ ΤΑΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ
Ο Βασιλεύς Γεώργιος ήτο λαϊκώτατος εις τας σχέσεις του προς τους υπηκόους του.
Εξήρχετο εις περίπατον ενδυόμενος απλούστατα.
Εις το παλάτι όμως ήτο τυπικότατος εις όλα.
Εις τα γεύματα εκάθητο πάντοτε με φράκο, έστω και αν δεν είχεν επισήμους συνδαιτυμόνας.
Τον κανόνα αυτόν τον ετήρει απαρεγκλίτως.
Μάλιστα ένα βράδυ ένας των υπουργών μετέβη εις το παλάτι, όλως εκτάκτως. Ο Βασιλεύς έσπευσε να εγερθή της τραπέζης με το φράκο και να σπεύση προς υποδοχήν του υπουργού του.
ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
Εις τας Πάτρας παρά τα υψηλά Αλώνια ο Βασιλεύς είχεν ένα περιβόλι το οποίον του εδώρησεν ο δήμος Πατρέων.
Οσάκις διήρχετο εκ Πατρών, επήγαινε πάντοτε εκεί και έβλεπε τα άνθη του και τα δένδρα του. Συγχρόνως δε ηστεΐζετο και με τον περιβολάρην του ένα ιδιόρρυθμον τύπον Ζακυνθίου.
Κάποτε ο Βασιλεύς παρετήρησεν ότι ο περιβολάρης του είχεν ένα κλουβί γεμάτο πουλιά.
— Πού τα εύρες αυτά τα πουλιά; τον ηρώτησε.
— Μου τα έστειλαν από την Ζάκυνθον, μεγαλειότατε.
— Και τι τα έχεις εκεί μέσα; Δεν τα αφίνεις ελεύθερα;
— Μα θα φύγουν, μεγαλειότατε.
— Και πού θα πάνε. Πιστεύεις ότι θα πάνε πουθενά αλλού από την Ζάκυνθον; Εγώ δεν το πιστεύω.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ
Τοιούτος εν αγαθότητι ψυχής και εν απλότητι ήθους ο αείμνηστος Βασιλεύς ημών Γεώργιος ο Α′.
Επέπρωτο δυστυχώς να μας εγκαταλείψη κατά τας ωραιοτέρας εθνικάς πανηγύρεις, μη επιζήσας να ίδη τον δεύτερον θρίαμβον, όστις παρέδωκε το όνομα της Ελλάδος του αθάνατον εις τον κόσμον.
Την απογευματινήν της 5ης Μαρτίου 1913 ημέραν Τρίτην ο αγαθώτερος των ηγεμόνων έπιπτεν υπό την σφαίραν απαισίου δολοφόνου, επί της ελευθέρας μητροπόλεως της Θεσσαλονίκης ης ετάχθη φρουρός και χάριν της οποίας έπεσεν ως στρατιώτης επί των επάλξεων.
Η ημέρα εκείνη απέμεινεν ως θλιβερά ανάμνησις εις τας καρδίας των Ελλήνων.
Ο νεκρός του Βασιλέως μετεφέρθη εις Αθήνας, και ετάφη εις το εν Δεκελεία προσφιλές κτήμα του κατ′ επιθυμίαν εκφρασθείσαν πολλάκις υπ′ αυτού του ιδίου.
Εκηδεύθη την 20 Μαρτίου 1913 ημέραν Τετάρτην.
ΝΕΝΙΚΗΚΑΜΕΝ ΒΑΣΙΛΕΥ
Ότε ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος δαφνοστεφής και πλήρης θριάμβων επανήλθεν εις Αθήνας μετά τον Βουλγαρικόν πόλεμον έσπευσεν ευθύς να επισκεφθή τον τάφον του πατρός του.
Αφού δε επί τινας στιγμάς έμεινεν άφωνος και δακρύων κατόπιν ανέκραξε•
— Νενικήκαμεν και πάλιν, βασιλεύ.
ΤΕΛΟΣ