Με αφορμή το σχόλιο ενός καλού φίλου αναφορικά με το οικόσημο του Πρίγκιπα Γεωργίου, Ύπατου Αρμοστή της Κρήτης που ανασχεδίασα πριν λίγες μέρες, ότι δηλαδή κατά την άποψη του, από αυτά που έχει διαβάσει: «ο πρίγκιπας πήγε να διοικήσει την Κρήτη που βρισκόταν υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου και έχει στο οικόσημο τη σημαία με το «τουρκάστερο», μου μπήκαν σκέψεις και είπα να ψάξω λίγο παραπάνω το θέμα αυτό.
Του Ανδρέα Μέγκου
Έχουμε ακούσει και διαβάσει στο διαδίκτυο, εκεί που υπάρχουν άρθρα ή αναρτήσεις για την Κρητική Πολιτεία (1898-1913) ασυνάρτητα σχόλια, χωρίς ωστόσο να είναι πειστικά, με φανατισμό τις περισσότερες φορές περί «Οθωμανικού κρατιδίου», «Έλληνες υποτελείς στον Σουλτάνο», «Τουρκάστερου στη σημαία» και άλλα τέτοια, που σε κάνουν να αναρωτηθείς, αυτά που διαβάζεις είναι το άσχημο αποτέλεσμα της ημιμάθειας η αποτέλεσμα ιστορικής εθελοτυφλίας, που δεν αφήνει να αναδειχθούν οι πτυχές της Ιστορίας του κάθε τόπου, ακόμη κι αν αυτές δεν έρχονται σε καμιά περίπτωση σε αντίθεση με τον Ελληνισμό;
Η Κρητική Πολιτεία (1898-1913) με πρωτεύουσα τα Χανιά, ήταν το επίσημο όνομα με το οποίο αναγνωρίστηκε η Κρήτη ως αυτόνομο κράτος (με σύνταγμα, πολιτική ηγεσία, σημαία, ύμνο, χωροφυλακή, νόμισμα, παράσημα κ.α.) με τη Συνθήκη του Βερολίνου μετά την κρητική επανάσταση του 1895 και την απόσχισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Νοέμβριο του 1898. Είχε τέσσερις Προστάτιδες Δυνάμεις, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Γαλλία, την Ιταλία και την Ρωσία. Από την πλευρά των Χριστιανών Κρητικών η Κρητική Πολιτεία είχε σκοπό καθαρά μεταβατικό προς την Ένωση του νησιού με την Υπόλοιπη Ελλάδα.
Η Κρητική Πολιτεία είχε στην ηγεσία της μέλος της Βασιλικής οικογένειας της Ελλάδος, τον Ύπατο Αρμοστή Πρίγκιπα Γεώργιο, είχε νόμισμα που λεγόταν δραχμή, σημαία με σταυρό, επίσημη γλώσσα τα Ελληνικά και Σύνταγμα γραμμένο σε αυτή την γλώσσα και σώματα ασφαλείας που συμμετείχαν στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες των Ελλήνων στους Βαλκανικούς Αγώνες εναντίον του σουλτάνου και φυσικά δεν άνηκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία ούτε υπήρχε επικυριαρχία του σουλτάνου στο νησί.
Πολλοί μπερδεύουν ή εσκεμμένα αναφέρονται στην Κρητική Πολιτεία με την Κρήτη που προέκυψε από τη «Σύμβαση της Χαλέπας» στις 15 Οκτωβρίου 1878 (με τη σύμβαση της Χαλέπας η Κρήτη μετατρεπόταν σε ημιαυτόνομη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς της παραχωρήθηκαν και αρκετά προνόμια) και το καθεστώς του νησιού μετά τη «Συνέλευση των Κρητών» στις 16 Οκτωβρίου 1897 όπου η εκτελεστική επιτροπή αποδέχθηκε αυτονομία υπό την υψηλή επικυριαρχία του σουλτάνου, χωρίς όμως να αναμιγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις της Κρήτης, αλλά δεν καθιστούσε το νησί ανεξάρτητο κράτος. Με την εκτελεστική επιτροπή που προέκυψε από τη «Συνέλευση των Κρητών», που εκτελούσε χρέη κυβέρνησης και είχε τις επαφές με τους Ευρωπαίους ναυάρχους άρχισε να εφαρμόζεται το προσωρινό πολίτευμα με πρώτη επίσημη ημέρα της αυτόνομης Κρήτης την 09η Δεκεμβρίου 1889 (άφιξη του Υπάτου Αρμοστή, Πρίγκιπα Γεωργίου).
Όσο για την σημαία της Κρητικής Πολιτείας, διαμορφώθηκε σαν Εθνικό σύμβολο από την «Επιτροπή Σχεδίου Πολιτεύματος» κατά την ιδιαίτερη συνεδρίαση υπ’ αριθμόν 2 (01 Ιανουαρίου 1899) για την οποία κρατήθηκαν επίσημα πρακτικά που φυλάσσονται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης. Τα αντίγραφα αυτών των Πρακτικών βρήκα στο Μουσείο Μπενάκη – Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου – Φάκελος 258∼29.
Συγκεκριμένα, η σημαία της Κρητικής Πολιτείας (παραλλαγή της Ελληνικής σημαίας της ξηράς του 1822) είναι κυανή διαιρουμένη δια λευκού σταυρού σε 4 ίσα ορθογώνια εξ ων το ανώτερο παρά του ιστού είναι ερυθρό φέρον εν των μέσω αστέρα λευκό με πέντε ακτίνες. Στο πρακτικό υπ’ αριθμόν 3 της συνεδριάσεως της επιτροπής αναφέρεται ότι στο άρθρο 3 περί σημαίας προστέθηκε ότι η μία εκ των 5 ακτινών του αστέρα είναι διπλασία των άλλων, όπως πρότεινε ο Χαράλαμπος Πωλογεώργης, και ότι συμβολίζει τον αστέρα της Βηθλεέμ κατά την απόφαση των πρεσβευτών, που πρότεινε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Τα τρία τεταρτημόρια κυανά και το ένα ερυθρό είναι αναφορά στην τότε πληθυσμιακή αναλογία του νησιού ήτοι: 3/4 Χριστιανοί – 1/4 Μουσουλμάνοι.
Ιστορικά ορθό είναι, παρά την λανθασμένη άποψη που επικρατεί, ότι το ερυθρό τεταρτημόριο και το λευκό άστρο δε συμβολίζουν σε καμία περίπτωση την υψηλή επικυριαρχία του σουλτάνου σε ένα νησί που δεν είχε καμία σχέση με την Οθωμανική αυτοκρατορία και στο οποίο δεν διέθετε στρατό ύστερα από την αποχώρηση των Οθωμανών στις 02 Νοεμβρίου του 1898 που σήμανε και το τέλος της μακρόχρονης τουρκοκρατίας. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι η σημαία της Κρητικής Πολιτείας αναρτούνταν (υποχρεωτικά) μόνο στα κυβερνητικά κτήρια και δημόσιες υπηρεσίες.
Ας δούμε συνοπτικά το ιστορικό…
Μετά τον «ατυχή πόλεμο» του 1897 η ηττημένη και ταλαιπωρημένη Ελλάδα προσπαθούσε να συνέλθει και να σταθεί ξανά στα πόδια της. Στην Κρήτη, η κατάσταση έδειχνε να εξομαλύνεται με αργούς, διακεκομμένους ρυθμούς, εξαιτίας ορισμένων ξεσπασμάτων, λίγο έως πολύ βίαιων. Η κυβέρνηση της Αθήνας είχε αναγνωρίσει την αυτονομία της Κρήτης που είχε αποφασιστεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις, προχωρώντας τον Απρίλιο σε άμεση ανάκληση του στολίσκου των τορπιλοβόλων ενόψει μιας πιθανής ελληνοτουρκικής ναυτικής αναμέτρησης στο Αιγαίο ενώ τον Μάιο απέσυρε και τη δύναμη του συνταγματάρχη Βάσσου από το νησί και δέχθηκε σαν προσωρινή λύση το καθεστώς της αυτονομίας.
Όμως, στο Ακρωτήρι όπως και σε πολλά σημεία της ενδοχώρας, οι εξεγερθέντες είχαν διατηρήσει τις θέσεις τους, ενώ τα ναυτικά αγήματα των Μεγάλων Δυνάμεων είχαν αναλάβει, πλέον, την προστασία των πόλεων, όπου συνέρρεαν χιλιάδες Μουσουλμάνοι πρόσφυγες.
Πρόθεση των Δυνάμεων ήταν η εγκαθίδρυση ενός αυτόνομου καθεστώτος με βάση τις αρχές του Συμφώνου της 25ης Αυγούστου 1896. Επ’ αυτού, παρατηρήθηκε διάσταση απόψεων: Η Γερμανία, θεωρώντας πως η προτεινόμενη λύση ευνοούσε τους Έλληνες ορθόδοξους, ανακάλεσε το μοναδικό πλοίο της δηλώνοντας ότι δεν ήταν, πλέον, διατεθειμένη να ασχοληθεί με το Κρητικό Ζήτημα. Το παράδειγμά της ακολούθησε σχεδόν αμέσως και η Αυστροουγγαρία. Επιτόπου, με τη δύση του 1897, είχαν παραμείνει η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ιταλία και η Ρωσία. Σε αυτές αναλογούσε η διαμόρφωση του μελλοντικού καθεστώτος της νήσου. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η αποκατάσταση της ηρεμίας και της τάξης. Επρόκειτο για μια δύσκολη αποστολή, έπειτα από δυόμιση έτη διαρκών ταραχών και σφαγών. Μέσα στις πυκνοκατοικημένες πόλεις, οι πρόσφυγες οργανώνονταν και κινητοποιούνταν. Μια στάση της κακοπληρωμένης τουρκικής φρουράς (13.000 άνδρες) ήταν ενδεχόμενη. Από την άλλη πλευρά, στα χέρια των εξεγερθέντων, στις ορεινές και απρόσιτες περιοχές, βρίσκονταν 80.000 όπλα.
Τον Απρίλιο του 1898, οι ναύαρχοι των Δυνάμεων χώρισαν την Κρήτη σε πέντε τομείς, οι οποίοι συνέπιπταν, σχεδόν, με την ισχύουσα διοικητική διαίρεση. Οι Ρώσοι εγκαταστάθηκαν στο Ρέθυμνο, οι Βρετανοί στο Ηράκλειο, οι Γάλλοι στη Σητεία, οι Ιταλοί στα Σφακιά. Ο έλεγχος των Χανίων διεκπεραιώθηκε από κοινού. Ωστόσο, ο συνολικός αριθμός των 5.000 ναυτών δεν αρκούσε, προκειμένου να μπορέσει να ασκηθεί έλεγχος επί της νήσου.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1898, σημειώθηκε στο Ηράκλειο γενικευμένη σύρραξη ανάμεσα σε Μουσουλμάνους πρόσφυγες και Βρετανούς ναύτες. Αφού προηγουμένως εξανάγκασε τους τελευταίους να αναζητήσουν καταφύγιο στα πλοία του στόλου, ο εξαγριωμένος όχλος στράφηκε ενάντια στη χριστιανική συνοικία, την οποία πυρπόλησε και λεηλάτησε. Υπολογίζεται πως περί τους πεντακόσιους Χριστιανοί έχασαν τότε τη ζωή τους, μεταξύ των οποίων και ο Βρετανός πρόξενος. Κατά τις τραγικές εκείνες ημέρες, η τουρκική φρουρά της πόλης (4.000 άνδρες) αρκέστηκε σε ρόλο απλού παρατηρητή, επιτρέποντας στον όχλο να δρα ανεξέλεγκτα.
Τα έκτροπα του Ηρακλείου προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των Δυνάμεων, οι οποίες, με διάβημα προς την Υψηλή Πύλη, αξίωσαν την απόσυρση της τουρκικής φρουράς από την Κρήτη. Ταυτόχρονα, έστειλαν επιτόπου πέντε τάγματα για ενίσχυση. Μέσα στις πόλεις, οι ξένοι αξιωματικοί ανέλαβαν τον αφοπλισμό των πολιτών, αρχής γενομένης από τους Μουσουλμάνους. Τα μέτρα αυτά συνέβαλαν στην αποχώρηση της τουρκικής φρουράς και της μουσουλμανικής μειονότητας στις 02 Νοεμβρίου 1898. Γρήγορα τους ακολούθησαν και οι πρόσφυγες που είχαν συγκεντρωθεί στα Χανιά και στο Ηράκλειο.
Στις 09 Δεκεμβρίου 1898, κατέφθασε στη Σούδα με τη ρωσική ναυαρχίδα «Νικόλαος Α’», συνοδευόμενη και από πλοία των άλλων Δυνάμεων ο Ύπατος Αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας. Ο Πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδος. Τον υποδέχτηκαν στη Σούδα οι ναύαρχοι Ποττιέ, Νόελ, Σκρύδλωφ και Μπέτολλο, και ο ενθουσιώδης κρητικός λαός. Ο πρόεδρος του συμβουλίου των ναυάρχων, ο Γάλλος ναύαρχος Ποττιέ, του παρέδωσε επίσημα στο Διοικητήριο Χανίων τη διοίκηση της Κρήτης, ενώ τα ευρωπαϊκά πολεμικά, έξω από το λιμάνι, χαιρέτιζαν με κανονιοβολισμούς.
Το νέο Σύνταγμα, το οποίο υιοθετήθηκε στις 27 Απριλίου 1899, καθιστούσε την Κρήτη σχεδόν ανεξάρτητη, καθώς είχε στο εξής το δικαίωμα να αναρτά δική της σημαία, να εκδίδει δικό της νόμισμα και να τυπώνει δικά της γραμματόσημα. Οι κάτοικοί της απολάμβαναν μιας ιδιόμορφης υπηκοότητας καθώς θεωρούνταν “Κρητικής προέλευσης”. Ο Ύπατος Αρμοστής, ασκούσε την εξουσία του με τη συνδρομή ενός πενταμελούς Συμβουλίου (τέσσερις Χριστιανοί-ένας Μουσουλμάνος), που διόριζε ο ίδιος, και οι οποίοι λογοδοτούσαν ενώπιον μιας αιρετής Συνέλευσης.