Οι τρεις αδελφές Μακρή, που γοήτευσαν τον λόρδο Βύρωνα.
Ο λόρδος Βύρων έφτασε για πρώτη φορά στην Αθήνα στις 24 Δεκεμβρίου 1809.
Ήταν μια Αθήνα που διέψευδε την ποιητική φαντασία. Ένα τουρκοχώρι χωρίς σημασία, που είχε όμως το σπάνιο προνόμιο να διασώζει ακόμη μαρμάρινα λείψανα ενός άφθιτου κλασσικού μεγαλείου.
Κι΄ήταν αυτά που τον έλκυσαν. Απόφοιτος του Κέιμπριτζ, αριστοκράτης, αρχαιοθρεμμένος, θεωρούσε τον εαυτό του υποχρεωμένο να περάσει κι΄αυτός για ένα προσκύνημα στην χώρα των λαμπρών αναμνήσεων.
Δύο χάνια διέθετε τότε όλα κι΄όλα η Αθήνα. Και ένα σπίτι – πανσιόν, που το συντηρούσε η Θεοδώρα Μακρή, χήρα του παλιού προξένου της Αγγλίας (Προκόπη Μακρή, 1764-1799). Ο ποιητής προτίμησε να καταλύσει εκεί.
– «Το διαμέρισμά μας -γράφει στην μητέρα του – αποτελείται από ένα σαλόνι και δύο κρεβατοκάμαρες. Βλέπει σε μίαν αυλή, όπου υπάρχουν έξη-εφτά λεμονιές. Τους καρπούς των τους κόβουν κάθε πρωί και το χυμό τους μας τον ρίχνουν στο πιλάφι και σε άλλα φαγητά που σερβίρουν στο πενιχρό μας τραπέζι».
Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το υστερόγραφο:
– «Ξέχασα να σας γράψω ότι πεθαίνω από έρωτα για τρεις νεαρές Ελληνοπούλες των Αθηνών, που είναι αδελφές. Μένω στο ίδιο σπίτι. Θηρεσία, Μαριάννα και Κατίγκω είναι τα ονόματα που έχουν οι τρεις θεές».
Ήταν οι τρεις κόρες της Θεοδώρας Μακρή, 16,14 και 13 χρόνων. Τις αγαπούσε και τις τρεις; Έτσι ομολογεί ο ίδιος. Και την ομολογία του δεν μπορεί να την διαψεύσει ο ακόρεστος ερωτισμός του και οι δονζουανικές του περιπέτειες, με τις οποίες θορύβησε τους αριστοκρατικούς και φιλολογικούς κύκλους της Ευρώπης.
Και η μεν Κατίγκω ήταν ακόμη πολύ μικρή για ν΄αφεθεί στην δίνη των εύκολων αισθημάτων του. Ώστε η προσπάθεια του θα πρέπει μάλλον να εντοπίστηκε στις δύο μεγαλύτερες αδελφές.
Χρειάστηκε προσπάθεια; Οι ενδείξεις πείθουν πως η προπορευόμενη φήμη του και η προσωπική γοητεία του ἀσκησαν επίδραση στην Μαριάννα. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με την Θηρεσία. Και ίσα – ίσα η αδιαφορία της ήταν που κέντρισε το πείσμα του. Ήταν το ίδιο όμορφη όπως οι αδερφές της.
– «Εξεπλάγην εκ της καλλονής των» λέει για τις τρεις αδελφές ο Γάλλος κόμης Φορμπέν. Ειδικότερα για την Θηρεσἰα, ο σύντροφος του Βύρωνα στο ταξίδι του, ο Χομπχάουζ, την περιγράφει με τους ακόλουθους χαρακτηρισμούς:
– «Κόρη υπέροχης ομορφιάς, με τρόπους θελκτικούς και λεπτούς, με πνεύμα στολισμένο από μόρφωση που σπάνια συναντάται σε άλλες Ελληνίδες της εποχής».
Διέθετε λοιπόν η Θηρεσία εκτός από την ομορφιά της και μία σπάνια μόρφωση. Ήξερε άπταιστα γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά. Γνώριζε καλά την γλώσσα και την ιστορία του τόπου της. Έγραφε ποιήματα. Και χρησιμοποιώντας τις γνώσεις της, έκανε τον ξεναγό στους ξένους που έμειναν στην πανσιόν τους και που ήθελαν να επισκεφτούν τ΄αρχαιολογικά μνημεία των Αθηνών.
Φυσικά δεν παρέλειψε να κάνει το ίδιο και με τον Βύρωνα. Το πνεύμα, οι γνώσεις, η ευστροφία της, του έκαναν εντύπωση. Του μετέδωσε τον θαυμασμό της για το αρχαίο πολιτισμό και την αγανάκτησή της, όταν ανέβηκαν στην Ακρόπολη, για τις αρπαγές που είχε διαπράξει ο Έλγιν.
Έγραψε μάλιστα ο Βύρων ένα σατιρικό επίγραμμα εναντίον του, που το πρωτότυπο χάθηκε, διασώθηκε όμως η έννοιά του:
Ενώ η αφεντιά του έκλεβε τους θεούς
άλλοι έκλεβαν την γυναίκα του
Έτσι η Αφροδίτη εκδικήθηκε
την προσβολή που έκανε στην Αθηνά….
Εκτός από τις ξεναγήσεις ο Βύρων είχε κι΄άλλες ευκαιρίες συχνής επαφής με την Θηρεσία, η οποία ανέλαβε να του διδάξει νεοελληνικά. Και τα κατάφερε τόσο καλά, ώστε σε λίγο καιρό ο ποιητής ήταν σε θέση να μεταφράσει στ΄αγγλικά το γνωστό θούριο του Ρήγα «Δεύτε παίδες Ελλήνων!».
Η ίδια άλλωστε η Θηρεσία δήλωσε πως δεν χρειάστηκαν πολλά μαθήματα, γιατί ο νεαρός λόρδος είχε μία καταπληκτική ευκολία στην εκμάθηση ξένων γλωσσών.
Πἐρα απ΄ τα καθήκοντά της αυτά, η Θηρεσία δεν εννοούσε ν΄ακούσει τις ερωτικές εξομολογήσεις του κι΄έμεινε αδιάφορη στο πάθος που έκαιγε την καρδιά του Βύρωνα. Κι΄όταν μια μέρα σε μία έξαρση υπερβολής, έβγαλε το μαχαίρι του και χάραξε το στήθος του, κατά το τουρκικό έθιμο, για να της αποδείξει το μέγεθος της αγάπης του, πάλι εκείνη δεν συγκινήθηκε.
– «Η νεαρή Αθηναία-λέει σ΄ένα γράμμα του ο Βύρων – άκουσε την εξομολόγησή μου ψυχρή και αδιάφορη. Δεν έδειξε κανένα σημείο ευγνωμοσύνης και θεώρησε την εγχείρησή μου σαν φόρο υποτέλειας στην ομορφιά της».
Ήταν ένα βαθύ και οδυνηρό πλήγμα για τον άνθρωπο που μ΄ένα βλέμμα του έκανε οποιαδήποτε γυναίκα να τρέμει από συγκίνηση. Την ίδια κι΄όλας ημέρα εγκατέλειψε το σπίτι, μάζεψε τις αποσκευές του και κατέβηκε στον Πειραιά, να ταξιδέψει στην Σμύρνη. Ήταν ακόμη υπό την επήρεια του πάθους, κι εκεί, στο καράβι, κάθισε κι΄έγραψε την «Κόρη των Αθηνών», το περιπαθέστατο ποίημά του, που πρόλαβε, πριν το καράβι σηκώσει πανιά, να το στείλει σ΄εκείνην που το ενέπνευσε.
Έτσι έληξε το ειδύλλιο, χωρίς καμιά ανταπόκριση από την Θηρεσία. Πολλές ιστορικές πηγές αφήνουν να εννοηθεί πως η καρδιά της δεν έμεινε αδιάφορη. Υπερίσχυσε όμως η λογική. Δεν ήθελε να ενδώσει σε ένα αίσθημα που η λογική της το προέβλεπε ως εφήμερο. Επίσης δεν ήθελε να απομακρυνθεί από τις ευθύνες της, αφού με την δραστηριότητά της είχε πάρει επάνω της τις φροντίδες για τα οικονομικά του σπιτιού της που ήταν πανάθλια.
Ο Βύρων έμεινε στην Αθήνα, στο σπίτι της Θηρεσίας από τις 24 Δεκεμβρίου 1809 μέχρι τις 4 Μαρτίου 1810. Αλλά στις 17 Ιουλίου ξαναγύρισε στην Αθήνα. Το σπίτι των τριών κοριτσιών τον τραβούσε. Οι καινούργιες του περιπέτειες τον έκαναν να θεραπευτεί από το ερωτικό του τραύμα από την Θηρεσία. Από το δίχως ανταπόκριση αυτό ειδύλλιο του έμεινε μόνο το πείσμα του πληγωμένου εγωισμού. Δεν πήγε στο σπίτι τους αυτή την φορά. Προτίμησε να κατοικήσει στο μοναστήρι των Καπουτσίνων, γύρω από το μνημείο του Λυσικράτους (που κάηκε από τους Τούρκους στην Επανάσταση).
Η ζωή του ήταν τώρα θορυβώδης και άστατη. Μας πείθουν γι΄αυτό οι διάφορα αποσπάσματα από επιστολές του:
– «Τρώμε μπεκάτσες και μπαρμπούνια κάθε μέρα..». «Προχτές ο βοεβόδας της Αθήνας κι΄ο Μουφτής των Θηβών έφαγαν εδώ κι΄έγιναν σκνίπα στο μεθύσι. Επειδή κι΄ο ηγούμενος μέθυσε σαν κι΄εμάς, γλεντοκοπήσαμε θαύμα…».
– «Έδιωξα τον διερμηνέα μου κι έμεινα με τα δικά μου εφόδια, λίγα λεβαντίνικα, λίγα κουτσό-ρωμέϊκα και μερικές τούρκικες βλαστήμιες, χρήσιμες για το άλογό μου που σκοντάφτει και για τον βλάκα τον υπηρέτη μου…».
Ο Γάλλος ιστορικός Μισώ του κάνει ένα πορτραίτο αυτής της εποχής πολύ λίγο κολακευτικό: -«Τἰποτα δεν του παράβγαινε στην αστάθεια του χαρακτήρος, στο ευμετάβλητο του πνεύματος, στην ταχύτητα με την οποία μετέπιπτε από τα ένα αίσθημα στο άλλο….. Ενώ τα φωτισμένα έθνη πέραν των θαλασσών τον κατέτασσαν μεταξύ των μεγάλων ποιητών, στην οδόν Τριπόδων των Αθηνών είχε καταντήσει ο λαϊκός περίγελος και το παιχνίδι των παιδιών, που τον θεωρούσαν τρελό».
Στην περίοδο αυτή μερικοί βιογράφοι του μιλούν για σχέσεις του με τις αδελφές Μακρή, εκτός από την υμνημένη Θηρεσία, για την οποία δεν ξανάκανε ποτέ λόγο.
Τι ακριβώς είδους ήταν αυτές οι σχέσεις κανείς δεν μπορεί να πει. Πάντως δεν διήρκεσαν πολύ, αφού την άνοιξη του 1811 ο Βύρων ξανάφυγε από την Ελλάδα, για να γυρίσει πια πολύ αργά, στις παραμονές της Επαναστάσεως.
Και η Θηρεσία;
Εξακολούθησε να έχει την έγνοια του σπιτιού, με τις οικονομικές ευθύνες, τις ξεναγήσεις της. Οδήγησε σε αρχαιολογικά μνημεία και συγκίνησε με την θέρμη του λόγου της τον λόρδο Γκίλφορντ, τον Χόλλαντ , την βασίλισσα της Αγγλίας Καρλόττα, που επισκέφτηκε την Αθήνα το 1816 και τόσους άλλους. Όλοι μίλησαν με θαυμασμό για το πνεύμα της. Αλλά τα χρόνια περνούσαν. Δεν προκαλούσε τώρα τον ίδιο θαυμασμό η ομορφιά της.
Το 1818 ο Χιούζ έγραφε: «Δεν βρήκα σ΄αυτήν παρά τα λείψανα μόνον της καλλονής εκείνης που είχε άλλοτε εμπνεύσει τόσο ωραίες στροφές σ΄έναν περιπαθή ποιητή». Και ο Ουάλς το 1821 συμπλήρωνε: «Είχε χάσει πιά κάθε αξία καλλονής. Στην όψη της ήταν χυμένη μια άκρα μελαγχολία».
Και τα οικονομικά πήγαιναν χειρότερα. Με την Επανάσταση, δεν ερχόντουσαν πια στην Ελλάδα περιηγητές. Η Αθήνα επρόκειτο να πολιορκηθεί από τους Τούρκους δεύτερη φορά. Και οι τρείς κόρες με τη μητέρα τους κατέφυγαν στην Κέρκυρα, όπου η Θηρεσία, για να ζήσουν έγραψε και τύπωσε ένα «Διερμηνέα της νεωτέρας ελληνικής», βιβλίο διαλόγων στις τρεις γλώσσες που ήξερε, χρήσιμο για τη συνεννόηση των ξένων στην Ελλάδα…(1825).
Η μελαγχολία είχε γίνει πιο βαθιά στο πρόσωπό της. Ο Βύρων είχε πεθάνει στο Μεσολόγγι. Η τραγική μοίρα του, μέσα στις άλλες δυστυχίες της, συνόδευε τη μοναχική αυτή ύπαρξη. Σε δύο χρόνια ξαναγύρισαν απ΄την Κέρκυρα στην Αθήνα, όπου η Θηρεσία παντρεύτηκε τον Άγγλο πρόξενο Τζέϊμς Μπλακ (1829) και έφυγε να ζήσει στην Αγγλία. Αργότερα παντρεύτηκαν και οι άλλες δύο αδελφές της, η Μαριάννα και η Κατίγκω.
Υ.Γ. Σχετικά με την ηλικία της Θηρεσίας υπάρχουν πολλές εκδοχές. Ως ημερομηνίες της γέννησής της αναφέρονται τα έτη 1790, 1791 και κατά την μαρτυρία του πατέρα της, η χρονολογία 1797. Ο Προκόπης Μακρής πέθανε το 1799. Αν η Θηρεσία ήταν η μεγαλύτερη κόρη του, τότε πότε πρόλαβε να κάνει τις άλλες δύο κόρες του; Επίσης λογικά σκεπτόμενοι εφόσον η Θηρεσία είχε την οικονομική επίβλεψη του σπιτιού – πανσιόν τους και έκανε και ξεναγήσεις στους αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας, μάλλον απίθανο ήταν να εκτελεί όλες αυτές τις δραστηριότητες σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών. Τις ηλικίες που αποδίδει ο άγνωστος συγγραφέας του αρχικού κειμένου τις κρατήσαμε, γιατί μας φάνηκαν λογικές. Ο Αndré Maurois στην βιογραφία που έγραψε για τον λόρδο Βύρωνα, λέει πως στο γράμμα που έστειλε (ο Βύρωνας) στην μητέρα του, την πληροφορεί πως «καμιά τους δεν είναι ακόμα ούτε δεκαπέντε χρονών». Επίσης άλλες ιστορικές πηγές αναφέρουν την Θεοδώρα Μακρή ως αδερφή του Προκόπη και όχι ως σύζυγό του. Ο σύζυγος της Θηρεσίας ή Τερέζας Μακρή, πέθανε και αυτός στο Μεσολόγγι, όπως ο λόρδος Βύρων, το 1866. Η Θηρεσία πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής στην Αθήνα όπου πέθανε πάμφτωχη το 1875.
Επιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου