Το έθιμο της μονομαχίας συνδέεται με την ζωή και την τιμή των Ιπποτών του Μεσαίωνα. Ξεκίνησε από την Γερμανία και πέρασε στην Ισπανία και την Γαλλία, όπου πήρε την οριστική του μορφή, που επικράτησε και στις άλλες χώρες.
Στην Αθήνα οι μονομαχίες πρωτοεμφανίζονται την εποχή της Βαυαρικής αντιβασιλείας. Οι Βαυαροί αξιωματικοί έδωσαν τα πρώτα παραδείγματα και οι Έλληνες τους μιμήθηκαν.
Οι προσωπικές μονομαχίες έχουν καταργηθεί στην Ελλάδα με ειδικό νόμο από τις αρχές του εικοστού αιώνα (1914) και στην σημερινή εποχή το έθιμο αυτό φαντάζει άκρως ρομαντικό και πλέον ξεπερασμένο.
Την παλιά εποχή όμως μερικοί άνδρες έλυναν τις διαφορές τους στο πεδίο της τιμής εκεί που δινόταν η ευκαιρία στον αντίπαλο να υπερασπιστεί τον εαυτό του «ίσοις όροις». Πολλές μονομαχίες έγιναν για ασήμαντη αφορμή, άλλες κατέληξαν σε γλέντι ενώ άλλες είχαν τραγική κατάληξη.
Μονομαχίες πραγματοποιούντο για λόγους πολιτικής ευθιξίας, για επίδειξη ανδρείας, για την τιμή ενός φίλου αλλά και για τα μάτια μιας ωραίας κυρίας.
Μια μονομαχία που προξένησε μεγάλο θόρυβο στην εποχή της (1901) είχε πρωταγωνιστές τον πρίγκιπα Γεώργιο Μουρούζη και τον τότε λοχαγό του Πυροβολικού Αντώνιο Πάλλη που ήταν υπασπιστής του πρίγκιπα Νικολάου. Αιτία ήταν μια πολύ γνωστή κυρία της αθηναϊκής κοινωνίας.
Ο Μουρούζης ήταν ερωτευμένος με την κυρία αυτή που έδειχνε όμως φανερή προτίμηση στον αρκετά νεώτερο και πραγματικό γόητα πρίγκιπα Νικόλαο.
Ο ίλαρχος Γεώργιος Μουρούζης, τον οποίον αποκαλούσαν και πρίγκιπα λόγω της καταγωγής του από Βυζαντινή ηγεμονική οικογένεια, υπήρξε ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος που πολλοί θαύμαζαν αλλά και πολλοί φοβόντουσαν όταν θύμωνε. Οι ρίζες των Μουρούζηδων έφταναν μέχρι την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, όπου είχαν συνάψει συγγενικούς δεσμούς με τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό. Στις 4 Απριλίου 1821 ο παππούς του Γεωργίου, Κωνσταντίνος, που ήταν Μέγας Δραγουμάνος, αποκεφαλίστηκε παρουσία του ίδιου του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, σαράντα μέρες μετά τον διορισμό του. Η σύζυγός Ραλλού, το γένος Μαυροκορδάτου, μετά την καρατόμηση του συζύγου της, μαζί με τα επτά παιδιά της και έγκυος στον πατέρα του πρωταγωνιστή του άρθρου μας, Κωνσταντίνο, κατάφερε να διαφύγει στην Οδησσό γιατί κινδύνευε τόσο και η δική της ζωή όσο και των παιδιών της.
Πάνω φωτογραφία: Ο πατέρας του Γεωργίου Μουρούζη, Κωνσταντίνος, γιος του Κωνσταντίνου Μουρούζη και της Ραλλού Μαυροκορδάτου. Διετέλεσε επίτιμος υπασπιστής του Όθωνα. Ήταν ένας από τους ωραιότερους και ευφυέστερους αυλικούς του βασιλιά Όθωνα.
Ο Γεώργιος Μουρούζης ήταν πραγματικό παλικάρι και είχε δώσει πολλές φορές δείγματα της ανδρείας του. Ψηλός στο ανάστημα λεβεντόκορμος, με ξανθά μαλλιά και μουστάκι, ήταν γενναιόδωρος και αισθηματίας, αλλά και ταραχοποιός ασυγκράτητος, ιδίως όταν έπινε λίγο παραπάνω. Πολλές φορές καβάλα στο άλογό του τη «Λουλού» έμπαινε στο ζυθοπωλείο «Ήβη» για ένα ποτήρι μπύρα, ή οδηγούσε για γλέντι την ίλη του, που την αποτελούσαν οι καλύτεροι ιππείς, τα «Μουρουζάκια», στην ονομαστή τότε ταβέρνα «οτέλ ντε μαριδιέν, σκοταριέν!..» στην Πλάκα. Το γλέντι είχε πάντα ως αποτέλεσμα το γενικό σπάσιμο των ποτηριών και των πιατικών… αλλά και την άμεση πληρωμή του λογαριασμού, που ήταν πάντα παραφουσκωμένος, από τον Μουρούζη.
Οι τότε εφημερίδες τον αναφέρανε ως τον ζωηρότερο των Ελλήνων αξιωματικών και χαρακτήριζαν το βίο του σαν περιπετειώδη και παράτολμο. Και δεν είχαν καθόλου άδικο.
Ο Μουρούζης γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1863 στην Αθήνα. Ήταν ο δεύτερος γιος του Κωνσταντίνου Μουρούζη και της Ελένης Μαυρομιχάλη. Είχε και τρεις αδερφές μία εκ των οποίων παντρεύτηκε τον Ιωάννη Βαλαωρίτη. Τα πρώτα χρόνια τα πέρασε ανάμεσα στην Αθήνα και στην κωμόπολη Ζβόριτσε της Βόρειας Ρουμανίας όπου κατοικούσαν δύο αδερφοί του πατέρα του. Το 1880 φοιτά στην στρατιωτική σχολή του Βελγίου, από την οποία βγήκε ανθυπολοχαγός. Τον Ιούνιο του 1882 έρχεται στην Αθήνα όπου απολαμβάνει ως απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής των Βρυξελλών το προνόμιο να καταταχθεί στο σώμα του Ιππικού ως Ανθυπασπιστής. Το 1886 πήρε αόριστη άδεια από το Υπουργείο Στρατιωτικών κι΄έφυγε στη Γαλλία όπου εν συνεχεία εισήλθε στη Σχολή Ιππικού στο Saumur ενώ το 1890 με έγγραφο του βασιλιά Γεωργίου Α΄προβιβάζεται από Ανθυπίλαρχος σε Υπίλαρχο.
Τον Σεπτέμβριο του 1895 η Κρήτη επαναστάτησε, ζητώντας από τις Μεγάλες Δυνάμεις να εξαναγκάσουν την Τουρκία να ξαναδώσει ο Σουλτάνος τα προνόμια που είχε καταργήσει. Οι επαναστάτες σχημάτισαν Επιτροπή Μεταπολιτεύσεως, και μάχες άρχισαν ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους.
Ο Μουρούζης βρισκότανε ακόμη στην Γαλλία. Αυτό δεν τον εμπόδισε να σπεύσει αμέσως στην Μεγαλόνησο και ν΄αγωνισθεί στο πλευρό των επαναστατών. Και εκεί έδωσε καινούργια δείγματα της γενναιότητας του. Όμως η ελληνική κυβέρνηση που ήταν αναγκασμένη να τηρεί «άψογη» στάση απέναντι στην Τουρκία, παρέπεμπε στο στρατοδικείο τους έλληνες αξιωματικούς που έφευγαν αθρόοι για την Κρήτη. Το ίδιο επρόκειτο να συμβεί και με τον Μουρούζη. Ανακλήθηκε η αόριστη άδεια που είχε και διατάχθηκε να παρουσιασθεί σε τακτική προθεσμία στο υπουργείο Στρατιωτικών. Ο Μουρούζης δεν πήγε, παρέμεινε στην Κρήτη πολεμώντας με τους επαναστάτες. Έτσι παραπέμφθηκε και αυτός στο στρατοδικείο. Όταν τα πράγματα ησύχασαν πρόσκαιρα στη Μεγαλόνησο και ο Μουρούζης έκρινε ότι η παρουσία του δεν ήταν απαραίτητη εκεί, γύρισε στην Αθήνα. Στις 5 Οκτωβρίου 1896 έγινε η δίκη του στο στρατοδικείο. Στη δίκη ο Μουρούζης απολογήθηκε με αξιοπρέπεια τονίζοντας ότι δεν του ήταν δυνατό ν’ αγνοήσει τη φωνή της υπόδουλης Κρήτης και να μην τρέξει προς ενίσχυσή της. Μετά την απολογία του αθωώθηκε και ο πρόεδρος του Στρατοδικείου συνταγματάρχης Αντωνιάδης, κάλεσε τον Μουρούζη και τον συνεχάρη για τον έντιμο, ειλικρινή και θαρραλέο τρόπο με τον οποίο απολογήθηκε.
Η φιλονικία του με τον πρίγκιπα Νικόλαο, ο οποίος είχε την εποχή εκείνη βαθμό αντισυνταγματάρχη και ήταν διοικητής του πρώτου συντάγματος πυροβολικού, έγινε στις 15 Ιουλίου 1901. Ήταν Κυριακή και το βράδυ της ημέρας εκείνης ο πρίγκιπας Νικόλαος βρισκόταν στο σαλόνι του ξενοδοχείου Μελά της Κηφισιάς με τον υπασπιστή του και λοχαγό του Πυροβολικού Αντώνιο Πάλλη.
Στο ίδιο σαλόνι αλλά σε άλλο τραπέζι, καθόταν ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης με τον υπουργό Εξωτερικών Άθω Ρωμάνο.
Ξαφνικά όρμησε μέσα ο Μουρούζης, συνοδευόμενος από τους ανθυπιλάρχους Βάσσο κια Μάνο. Κατευθύνθηκε αγριεμένος προς τον Πάλλη και με τα δύο του χέρια τον έπιασε από τον λαιμό κι΄άρχισε να τον σφίγγει και να τον κουνάει με βιαιότητα. Ο πρίγκιπας Νικόλαος μπήκε στην μέση για να προστατεύσει τον Πάλλη και κτύπησε τον Μουρούζη με το μπαστούνι του. Ο Μουρούζης στράφηκε τότε εναντίον του, του είπε τη φράση «είσαι ένας δειλός πρίγκηψ» και έδειχνε έτοιμος να του επιτεθεί. Τότε ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης διέταξε τους ανθυπιλάρχους Μάνο και και Βάσσο να παρέμβουν και να απομακρύνουν τον μαινόμενο Μουρούζη.
Τα ανάκτορα και η κυβέρνηση δεν ήθελαν να εξαγριώσουν τον Μουρούζη και καταβάλλανε προσπάθεια να βρουν κάποιο τρόπο να επιλυθεί το ζήτημα ανώδυνα. Έγινε δε φιλική υπόδειξη στους ξένους ανταποκριτές να μην τηλεγραφήσουν την είδηση στο εξωτερικό. Φυσικά τα νέα διαδόθηκαν αστραπιαία στην Αθήνα και έγιναν το κύριο θέμα των συζητήσεων στα κέντρα και στα σπίτια.
Το επεισόδιο της Κηφισιάς, σύμφωνα με αυτά που έγραφαν οι εφημερίδες, που τους είχαν ζητήσει να μην γράψουν την αλήθεια, για να μην βρουν ευκαιρία οι εχθροί της νέας βασιλικής δυναστείας να την κατηγορήσουν αδίκως, εμφάνισαν την συμπλοκή ως μια διαφορά αποκλειστικώς μεταξύ Μουρούζη και Πάλλη στην οποία μοιραία αναμίχθηκε και ο πρίγκιπας Νικόλαος. Η αλήθεια όμως ήταν πως ο στόχος του Μουρούζη ήταν ο πρίγκιπας Νικόλαος τον οποίο θεωρούσε ερωτικό του αντίπαλο.
Αλλά το επεισόδιο αυτό έμελλε να έχει και συνέχεια. Το ρόλο του προσβεβλημένου ανέλαβε να παίξει ο Πάλλης. Και την νύχτα της 16 Ιουλίου άρχισαν συνεννοήσεις των μαρτύρων των δύο αντιπάλων για τη διεξαγωγή μονομαχίας. Μάρτυρες του Πάλλη ήσαν ο Βαρούχας και Χατζόπουλος και του Μουρούζη ο Ιωάννης Ράλλης, δικηγόρος και αργότερα πολιτικός και πρωθυπουργός στην Κατοχή και ο Γ. Αναστασόπουλος, δικηγόρος και βουλευτής Μεγαρίδος.
Με μυστικότητα και πολλές προφυλάξεις οι τέσσερις μάρτυρες πραγματοποίησαν πολλές συναντήσεις, υπογράψανε τα σχετικά πρωτόκολλα, καθόρισαν τις λεπτομέρειες, τον τόπο της μονομαχίας, τα όπλα – ο Πάλλης ως «προσβεβλημένος» διάλεξε το πιστόλι – την ημέρα και την ώρα. Όλα αυτά έγιναν αντιμετωπίζοντας μεγάλες δυσκολίες γιατί η αστυνομία γνώριζε τα ονόματα των μαρτύρων και παρακολουθούσε κάθε τους κίνηση. Κατόρθωσαν όμως οι μάρτυρες να παραπλανήσουν την αστυνομία και η μονομαχία έγινε το πρωί της 18ης Ιουλίου 1901 στις «Τρεις γέφυρες», στα Νέα Λιόσια, κοντά στον Πύργο της Βασιλίσσης. Ο Μουρούζης έφθασε πρώτος και έφιππος. Μετά από λίγα λεπτά κατέφθασε και ο Πάλλης, οι μάρτυρες και ένας γιατρός.
Για να καθορίσουν την θέση που θα έπαιρνε ο κάθε αντίπαλος οι μάρτυρες έριξαν μια δεκάρα κορώνα ή γράμματα. Η τύχη ευνόησε τον Μουρούζη γιατί είχε τον ήλιο πίσω του. Σε απόσταση 20 μέτρων από τον Μουρούζη πήρε θέση ο Πάλλης. Όταν οι αντίπαλοι επιβεβαίωσαν τον Βαρούχα πως ήσαν έτοιμοι, αυτός έδωσε το παράγγελμα:« Πυρ! ένα, δύο, τρία.» Αλλά πριν προλάβει να μετρήσει μέχρι το τρία ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Είχε εκπυρσοκροτήσει το πιστόλι του Πάλλη, πριν στοχεύσει τον Μουρούζη, και η σφαίρα είχε κατευθυνθεί προς το έδαφος. Ο Μουρούζης μπορούσε να έχει πυροβολήσει τον αντίπαλό του όσο ο Βαρούχας μετρούσε και ο μαρτυράς του, Αναστασόπουλος τον προέτρεψε να το κάνει. «Μονομαχώ… δεν δολοφονώ» του απάντησε ο Μουρούζης.
Οι μάρτυρες του Πάλλη γέμισαν πάλι το πιστόλι του και η διαδικασία επαναλήφθηκε. Στην λέξη δύο, και οι δύο αντίπαλοι πυροβόλησαν. Η σφαίρα του Πάλλη πέρασε ξυστά από τον ώμο του Μουρούζη, όμως η σφαίρα του Μουρούζη πέτυχε τον Πάλλη στον δεξιό μηρό. Όταν εξέτασε την πληγή ο γιατρός που παρίστατο της μονομαχίας, διαπίστωσε πως η σφαίρα είχε προσκρούσει σε ένα μεταλλικό αντικείμενο και είχε εκτραπεί προς το έδαφος προκαλώντας μόνο έναν ελαφρύ τραυματισμό στον μηρό του Πάλλη. Το μεταλλικό αντικείμενο ήταν μια ασημένια τσιγαροθήκη που είχε κάνει δώρο ο Νικόλαος στον Πάλλη. Ο πρίγκιπας Νικόλαος είχε αναχωρήσει από το μεσημέρι της ίδιας ημέρας που διεξήχθη η μονομαχία στην Ιταλία με δυόμιση μήνες κανονικής άδειας από τον Στρατό.
Οι μάρτυρες ζήτησαν στους δύο αντιπάλους να συμφιλιωθούν αλλά ο Μουρούζης το αρνήθηκε κατηγορηματικώς. Αφού παρέδωσε το άλογό του στον Ράλλη πήγε και παραδόθηκε στο Φρουραρχείο. Παρέμεινε φυλακισμένος για τρεις ημέρες … αλλά όταν άρχιζε να βραδιάζει το έσκαγε από το κελί του και πήγαινε να γλεντήσει σε διάφορα εξοχικά κέντρα!
Διαδόθηκε επίσης πως ο βασιλιάς Γεώργιος που βρισκόταν στο Αιξ-λε-Μπαιν για τα ετήσια ιαματικά λουτρά του, έστειλε τηλεγράφημα να κλείσει η υπόθεση για να μην διασύρεται το βασιλικό κύρος. Η διάδοση διαψεύστηκε με μία επίσημη ανακοίνωση που έλεγε ότι «τα γραφέντα ότι ελήφθη τηλεγράφημα του Βασιλέως σχετικό με το επεισόδιο δεν είναι ακριβή, διότι η Α. Μεγαλειότης δεν έλαβεν ακόμη γνώσιν των λυπηρών σκηνών της Κηφισιάς». Όμως μάλλον οι διαδόσεις ήσαν πραγματικές και όχι η ανακοίνωση γιατί ακόμη και όταν ο Γεώργιος Α΄βρισκόταν στο εξωτερικό ελάμβανε καθημερινώς πλήρη αναφορά για όλες τις υποθέσεις της χώρας αλλά και τα νέα της οικογένειάς του.
Τελικά η υπόθεση «κουκουλώθηκε». Μεταξύ κυβερνήσεως και Μουρούζη συμφωνήθηκε να τερματισθεί η υπόθεση χωρίς δίκη, γιατί αν πραγματοποιείτο θα γινόταν γνωστός ο ρόλος που διαδραμάτισε ο πρίγκιπας Νικόλαος. Το ζήτημα λύθηκε στο στάδιο της εξετάσεως των μαρτύρων και της απολογίας του Μουρούζη ενώπιον του εισηγητού του στρατοδικείου. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης στην κατάθεσή του ανέφερε ότι «δεν ενθυμείται να ήκουσε τον Μουρούζη να εξυβρίζη τον Νικόλαον και ότι δεν απεκόμισε την εντύπωσι πως ο ίλαρχος είχε πρόθεσιν να φονεύση τον Πάλλην». Ο ίδιος ο Πάλλης διέψευσε κατηγορηματικά ότι ο Μουρούζης προσπάθησε να τον πνίξει, καταθέτοντας πως μόνο τον λαιμοδέτη του τράβηξε. Την ίδια είπε και ο Μουρούζης στην δική του κατάθεση.
Στις 26 Ιουλίου 1901 βγήκε απαλλακτικό βούλευμα και ο θερμόαιμος ίλαρχος αφέθηκε ελεύθερος. Προφανώς στην συμφωνία υπήρχε ο όρος να φύγει από την Ελλάδα ο Μουρούζης για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Πράγματι μετά από λίγο καιρό ο Μουρούζης ανεχώρησε για πάντα από την Ελλάδα συνεχίζοντας την περιπετειώδη ζωή του στο εξωτερικό. Πέθανε στο Παρίσι στις 9 Φεβρουαρίου 1907 κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες και κατά τον στενό συγγενή του Περικλή Αργυρόπουλο, αυτοκτόνησε. Η κηδεία του έγινε στις 20 Φεβρουαρίου στην Αθήνα με στρατιωτικές τιμές. Ο πρίγκιπας Νικόλαος παντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο την μεγάλη δούκισσα Ελένη Βλαντιμίροβνα της Ρωσίας και δημιούργησε μια πολύ όμορφη οικογένεια. Όσο για κατοπινή ζωή της γοητευτικής και αριστοκρατικής κυρίας των Αθηνών, η οποία προτίμησε τον πρίγκιπα Νικόλαο από τον πρίγκιπα Μουρούζη, δεν θα την μάθουμε ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Τέπη Πιστοφίδου
Φωτογραφίες : Φωτογραφικό αρχείο Ε.Λ.Ι.Α.
Βιβλιογραφία:1) Κώστα Μάγερ, Ελληνικά Δημοσιογραφικά Ανέκδοτα, Τόμος Πρώτος, Αθήνα 1970.
2) Περικλέους Αργυρόπουλου, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1970
3) Ο πραγματικός Γεώργιος Μουρούζης, Φλορίν Μαρινέσκου και Άννα Αγγ. Στεφανάτου, άρθρο από το Δελτίο της
Εραλδικής και Γενεαλογικής Εταιρίας της Ελλάδος, Αθήναι 2001.
4) Μαρία Μαρκογιάννη, Ματιές στην Αθήνα που έφυγε, Τόμος Β΄, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1996.
5) Δημητρίου Γατόπουλου, Οι μονομαχίαι εις την Ελλάδα, Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου.
6)Δημητρίου Σκουζέ, Η Αθήνα που έφυγε, Αθήνα 1965.