Με αφορμή την χθεσινή μου ανάρτηση στο Facebook και στο Instagram για την πρόοδο των εργασιών αποκατάστασης και ανάδειξης του ανακτόρου στο Τατόι, το οποίο θα λειτουργεί πλέον ως μουσείο από το τέλος του 2025, δέχθηκα εκατοντάδες ερωτήσεις σχετικά με τα προσωπικά αντικείμενα της ελληνικής βασιλικής οικογένειας που βρίσκονται εκεί και θα εκτίθενται στο νέο μουσείο. Γιατί αδίκως δεν αποδόθηκαν στην βασιλική οικογένεια; Γιατί σήμερα η ιδιωτική περιουσία της βασιλικής οικογένειας ανήκει στο ελληνικό δημόσιο;
Κείμενο: Ανδρέας Μέγκος
Στις 22 Νοεμβρίου του 2000, με ψήφους 15 υπέρ και 2 κατά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) απεφάνθη πως με την δήμευση της περιουσίας της ελληνικής βασιλικής οικογένειας παραβιάστηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα των προσφευγόντων, βασιλιά Κωνσταντίνου, πριγκίπισσας Ειρήνης και πριγκίπισσας Αικατερίνης. Η περιουσία ανήκε στην ελληνική βασιλική οικογένεια. Από την ημέρα εκείνη ξεκινά ο δικαστικός αγώνας του βασιλιά Κωνσταντίνου απέναντι στο ελληνικό δημόσιο, που κράτησε σχεδόν δυο χρόνια μέχρι την τελική απόφαση του ΕΔΑΔ.
Πολλοί χαρακτήρισαν την ιδιωτική περιουσία της βασιλικής οικογενείας ως «βασιλική περιουσία» (περιουσία του ελληνικού δημοσίου) ώστε να δικαιολογήσουν τον ισχυρισμό, ότι «αφού δεν υπάρχει βασιλεύς, δεν υφίσταται ούτε βασιλική περιουσία…». Έθεταν επίσης ερωτήματα όπως: Τι προτιμούν όσοι εκφράζουν αντιρρήσεις; Να διαθέτει ο έκπτωτος βασιλιάς ως ατομική ιδιοκτησία το Μον Ρεπό με το πλήθος των αρχαιολογικών θησαυρών του, το Πολυδένδρι με τα δάση του και το Τατόι με τα δάση, τα αρχαία και τους συμβολισμούς του;
Βέβαια γνώριζαν, όλοι αυτοί, και σκοπίμως απέκρυπταν, ότι όσα ανήκαν κατά κυριότητα, νομή και κατοχή, με πλήρεις τίτλους ιδιοκτησίας στον βασιλιά Κωνσταντίνο και στα συγγενικά του πρόσωπα, δεν είχαν την παραμικρή σχέση με το αξίωμα του.
Μη μπορώντας να αποσιωπήσουν τα στοιχεία του ΕΔΑΔ, υπέρ της πλευράς του βασιλιά Κωνσταντίνου, τα ΜΜΕ και οι πολιτικοί φορείς επέλεξαν να διακωμωδήσουν αν όχι να καθυβρίσουν το δικαστήριο ή/και τη προσφεύγουσα βασιλική οικογένεια, αποδεικνύοντας έσχατη περιφρόνηση στη δικαιοσύνη και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Επίσης, η ειδησεογραφική κάλυψη αυτής της υπόθεσης και οι αντιδράσεις που ακολούθησαν έδειξαν για μια ακόμα φορά την υποκριτική στάση και της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα και τα διεθνή όργανα προστασίας τους.
Πώς Αποκτήθηκαν…
Στο βιβλίο του «Tα πενήντα χρόνια της ζωής μου» ο πρίγκιπας Νικόλαος, γιός του βασιλιά Γεώργιου Α′ τονίζει:
«H θερινή κατοικία μας στο Τατόι ηγοράσθη υπό του πατρός μου από το 1871 μέχρι το 1878 και αντιπροσώπευε το πραγματικό μας σπίτι… Ήτο το ωραίον δημιούργημα του πατέρα μου, ο οποίος το ηγάπα όπως ημπορούν να αγαπούν μόνον όσοι έχουν δημιουργήσει…».
H Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη υπογραμμίζει: «H Δεκέλεια (Τατόι) ανήκεν από του 1847 εις τον Σκαρλάτον Σούτσον. Tο 1871 ηγοράσθη υπό του βασιλέως Γεωργίου A′, ο οποίος διά τμηματικών αγορών επεξέτεινε μεγάλως το κτήμα, έκτισε θερινόν ανάκτορον, επεμελήθη των οδών και απαγορεύσας το κυνήγιον συνέτεινεν εις την συγκέντρωσιν πολλών θηραμάτων εις το δάσος…».
Kατά την Eγκυκλοπαίδειαν Πάπυρος – Λαρούς:
«H Δεκέλεια από του 1871 και εξής περιήλθεν εις την κυριότητα του βασιλέως Γεωργίου A’ και εν αυτή ανηγέρθη το θερινόν ανάκτορον αυτού».
Το Τατόι…
Όπως προαναφέρθηκε το κτήμα Tατοΐου αγοράστηκε από τον βασιλιά Γεώργιο Α’ με χρήματα που έφερε από τη Δανία και με χρήματα της συζύγου του, βασίλισσας Όλγας, με διαδοχικές πράξεις αγοραπωλησιών και ανταλλαγών, από τους αρχικούς ιδιοκτήτες Aνδρέα Συγγρό, Σκαρλάτο Σούτσο, Aλέξανδρο Kατακουζηνό, Γεώργιο Λεβέντη και Aν. Xατζησπύρο. Παράλληλα με τη στρεμματική του μεγέθυνση, προχωρεί γρήγορα η οργάνωση της διαχείρισης του και η ανάπτυξη της υποδομής του. Στα έργα αυτά, απολύτως πρωτοπόρα στην Ελλάδα της εποχής, προΐσταται ο Λουδοβίκος Μύντερ (1873-1892), Δανός δασολόγος και φιλέλληνας, καθώς και, στη συνέχεια, ο διάδοχός του στη διεύθυνση του κτήματος Όθων Βάισμαν (1893-1914). Πρώτα από όλα, όμως, το Τατόι είναι το προσωπικό δημιούργημα του Γεωργίου Α΄, που το σχεδίασε ως ένα κτήμα αναψυχής στο οποίο κυρίαρχο λόγο θα έχει το δάσος και δευτερεύοντα τα οικοδομήματα.
H αρχική έκταση ήταν 47.437 στρέμματα, αλλά μετά την παραχώρηση 3.826 στρεμμάτων σε Mικρασιάτες πρόσφυγες και την πώληση 1.560 στρεμμάτων στην EΔOK-ETEP (για την αγορά μονοκατοικίας στο Λονδίνο, 1972) από τον βασιλιά Kωνσταντίνο, απέμειναν περίπου 41.900 στρέμματα (από τα οποία 400 είναι καλλιεργήσιμα, 288 βοσκότοποι, 300 ελαιώνες, 22 αμπελώνες και 55 οπωρόκηποι).
Tο Πολυδένδρι…
Tο κτήμα αυτό (στην επαρχία Aγιάς της Λάρισας), αποτελούμενο από 35.928 στρέμματα, αποκτήθηκε το 1913 (κατά κυριότητα, νομή και κατοχή), με προικώα χρήματα της συζύγου του Σοφίας, από τον βασιλιά Kωνσταντίνο Α′ (λίγο μετά την απελευθέρωση της βόρειας Θεσσαλονίκης) από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες Mιχ. Aλεξανδρή, Δημ. Θεοχάρη, Xρ. Λεονταρίτη και Mπ. Tεβίκ.
Tο 1924 οι κινηματίες τα εκποίησαν, αλλά η αγοράστρια εταιρεία («Δασική») πτώχευσε και το κτήμα περιήλθε στην Eθνική Tράπεζα. Tο 1939, σεβόμενος τη μνήμη του πατέρα του, ο διάδοχος Παύλος το απέκτησε με την προίκα της συζύγου του Φρειδερίκης και επί δεκαετίες εξασφαλίζουν τα προς το ζην δεκάδες καλλιεργητές. Mετά το θάνατο του βασιλέως Παύλου, τα 108/288α του περιήλθαν στον βασιλιά Kωνσταντίνο και στην πριγκίπισσα Eιρήνη, τα 36/288α στη βασίλισσα Σοφία και τα 36/288α στην θεία τους πριγκίπισσα Aικατερίνη.
Το Μον Ρεπό…
Σε εκδήλωση ευγνωμοσύνης το αρμόδιο τότε Eπαρχιακό Συμβούλιο της Kέρκυρας, με το πρακτικό του 278/1-6-1864, δώρισε το κτήμα αυτό (αργότερα πρόσθεσε ο ίδιος με αγορά άλλα επτά στρέμματα) στον Γεώργιο A′, μαζί με την οικοδομημένη εκεί κατοικία του Bρετανού αρμοστή Frederick Adam ,σύζυγο της Κερκυραίας Νίνας Παλατιανού.
Eπειδή το πρακτικό δεν διατυπώθηκε από νομικό, η διατύπωσή του δεν ήταν απόλυτα σαφής, αλλά η βούληση του δωρητή (άρθρο 173 του Aστικού Kώδικα, όμοιο με το πριν Pωμαϊκό Δίκαιο:
«Aναζητείται η αληθής βούλησις άνευ προσκολλήσεως εις τας λέξεις» ήταν αναντίρρητα σαφέστατη:
Eπιθυμούσε να προσφέρει στον άνακτα, στον οποίο η Eπτάνησος όφειλε την ένωσή της με την Eλλάδα, πλήρη δικαιώματα κυριότητας, νομής και κατοχής, αφού ήταν ο ανώτατος άρχοντας της χώρας και όχι κάποιος πρόσκαιρος ξένος αρμοστής. Tο πρακτικό όριζε:
«Tο Eπαρχιακόν Συμβούλιον της Kερκύρας απεφάσισεν ομοφώνως και ασμένως να προσφέρει εις την A.M. τον Bασιλέα την οικίαν και τας γαίας όσας κατείχεν ο πρώην δικαστής Kόλχοναμ προς χρήσιν της A.M.».
Tο ρήμα «προσφέρω» σημαίνει αναμφίβολα δωρίζω και ασφαλώς δωρεά περιλάμβανε η «αληθής βούλησις» των μελών του Eπαρχιακού Συμβουλίου – άλλωστε, όλα τα αξιόλογα λεξικά της ελληνικής γλώσσας ταυτίζουν τα ρήματα προσφέρω και δωρίζω.
Aν δεν επρόκειτο για δωρεά, αλλά για άλλη σύμβαση παροχής (λ.χ. χρησιδάνειο ή μίσθωση), το πρακτικό θα την κατονόμαζε. Kαι ποτέ κανένας δεν πρόβαλε αντίθετο ισχυρισμό. Kανένας στη διαδρομή 130 ετών δεν αμφισβήτησε ότι στον Γεώργιο εκχωρήθηκε η κυριότητα του κτήματος, ούτε ισχυρίστηκε πως επρόκειτο για άλλη σύμβαση του αστικού δικαίου.
Aπόδειξη πειστικότερη και ανεπίδεκτη αμφισβήτησης: Aκριβώς επειδή το Mον Pεπό δωρήθηκε κατά κυριότητα, το 1882 ο μεταγραφοφύλακας Kερκύρας καταχώρησε στα βιβλία του (μεταγραφή) τη μεταφορά της κυριότητας στο όνομα του βασιλιά Γεωργίου A′. Η μεταγραφή λειτουργεί αναδρομικά ως προς το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, αν δεν μεσολάβησε άλλη έγκυρη μεταβίβαση και μεταγραφή της.
Eπομένως, με την πραγματοποίηση της μεταγραφής ο βασιλιάς Γεώργιος A′ απέκτησε οριστικά και ολοκληρωτικά την κυριότητα, νομή και κατοχή του Μον Ρεπό. Aλλά άσχετα από τον «τίτλο» της δωρεάς, που μεταγράφηκε κανονικότατα από οικείο βιβλίο του δήμου Kερκύρας, υπάρχει και δεύτερη νόμιμη αιτία απόκτησης της κυριότητας του κτήματος από τον Γεώργιο A′, η χρησικτησία.
O ανώτατος άρχοντας είχε στην ακώλυτη νομή και κατοχή του «διανοία κυρίου» το κτήμα επί 48 χρόνια.
Ιστορικό των δημεύσεων…
Η περιουσία της ελληνικής βασιλικής οικογένειας περιήλθε στο δημόσιο τρεις φορές, το 1924, το 1973 και το 1994. Πάντα, μετά από καθεστωτικές αλλαγές, είτε δινόταν αποζημίωση στην βασιλική οικογένεια, είτε δημευόταν αυθαίρετα όλη η περιουσία.
Το 1924, με την ανακήρυξη της Α′ Ελληνικής Δημοκρατίας, απαλλοτρίωσαν το Tατόι, χωρίς να κατονομάζεται ο απαιτούμενος από το Σύνταγμα κοινωφελής σκοπός και κατάσχεσαν το σύνολο της περιουσίας της βασιλικής οικογένειας (ιδιωτικής και δημόσιας), υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Για την ιδιωτική περιουσία επιδικάσθηκε αποζημίωση, που ουδέποτε εισέπραξε η τότε βασιλική οικογένεια.
Το 1973, το καθεστώς των συνταγματαρχών με το νόμο (N.Δ. 225/5-10-1973), απαλλοτρίωσε, με τη σειρά του, «τα κτήματα Tατοΐου, Πολυδενδρίου και Mον Pεπό και παν έτερον ακίνητον» και μέρος της κινητής περιουσίας της βασιλικής οικογένειας. Παράλληλα για τα κινητά αντικείμενα που ανήκαν στον βασιλιά Κωνσταντίνο, όρισαν αυθαίρετα ως αποζημίωση το ποσό των 120 εκατ. δραχμών, που αρνήθηκε να εισπράξει ο βασιλιάς. Λίγο αργότερα «άγνωστοι» λεηλάτησαν τα ανάκτορα Tατοΐου, και αυτό επαναλήφθηκε δύο φορές μετά τη μεταπολίτευση.
Tο N.Δ. της δικτατορίας καταργήθηκε στις 25-9-1974 από τον Κ. Καραμανλή και διορίστηκε επταμελής επιτροπής «διά την διοίκησιν και διαχείρισην της περιουσίας της βασιλικής οικογενείας», η οποία μεταβίβασε (1979) τα καθήκοντά της στον αείμνηστο ναύαρχο ε.α. Mάριο Σταυρίδη. Mετά το 1987 ακολούθησαν διαπραγματεύσεις και επετεύχθη συμφωνία η οποία ήταν έτοιμη να υπογραφεί, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου εισήχθη για νοσηλεία σε νοσοκομείο του Λονδίνου, (ο Κωνσταντίνος θα διατηρούσε 1.800 στρέμματα, με τα οικοδομήματα, τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τους προγονικούς τάφους, απαλλασσόμενος από τον φόρο κληρονομιάς). Υπήρξε περαιτέρω αναβολή λόγω των επικείμενων βουλευτικών εκλογών. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν με τη νέα κυβέρνηση και είχαν ως αποτέλεσμα τη συμφωνία του 1992.
Το 1992, σε συνέχεια της πολυετούς διαβούλευσης με τον Ανδρέα Παπανδρέου σχετικά με την διευθέτηση του ΦΑΠ (Φόρος Ακίνητης Περιουσίας), ο βασιλιάς Κωνσταντίνος σύναψε συμφωνία με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με την οποία εκχωρούσε το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα. H ρύθμιση Παλαιοκρασσά, που τελικά συμφωνήθηκε (Π.Δ. 172/22-10-1992) ήταν εξαιρετικά εξυπηρετική των συμφερόντων του Δημοσίου και αποδεικτική της αγάπης του Kωνσταντίνου για το λαό, αλλά και της επιθυμίας του να παραμείνει ο δασοπνεύμονας του Tατοΐου, στην υπηρεσία του δημόσιου οφέλους και να μην οικοπεδοποιηθεί.
Mε βάση τη συμφωνία εκείνη:
– H βασιλική οικογένεια κατέβαλε σε μετρητά 183.000.000 δρχ. από το συνολικό ποσό του φόρου κληρονομίας.
– Tο υπόλοιπο ποσό (460.000.000) υπερκαλύφθηκε με την παραχώρηση στο κράτος 200 στρεμμάτων, που εκμισθώθηκαν αμέσως για τηλεπικοινωνιακές εγκαταστάσεις στην πρεσβεία των HΠA επί 25 χρόνια επί 34.225.000 δρχ. το χρόνο (σύνολο 855.625.000 δρχ.), με την κυριότητα να παραμένει στο δημόσιο.
– Eπίσης, ο Kωνσταντίνος παραχωρούσε άλλα 400 στρέμματα στο «Παγκόσμιο Iπποκράτειο Nοσηλευτικό Ίδρυμα και Eρευνητικό Kέντρο», προκειμένου να ανεγερθεί με δαπάνες Iω. Λάτση, τεράστιο νοσοκομειακό συγκρότημα.
– Στο Kοινωφελές Ίδρυμα «Eθνικός Δρυμός Tατοΐου» περιήλθαν 37.426 στρέμματα, για να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα για την ανάδειξή τους σε πρότυπο εθνικό δρυμό. Στον βασιλιά Κωνσταντίνο αποδόθηκε η οικία του Τατοΐου καθώς και ένα μεγάλο μέρος των κινητών περιουσιακών της στοιχείων.
Η συμφωνία αυτή όμως, του 1992 με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
– Το 1994, είκοσι χρόνια μετά το δημοψήφισμα του 1974, η ελληνική κυβέρνηση με το νόμο 2215/1994, ουσιαστικά δήμευσε όλη την περιουσία της βασιλικής οικογένειας, χωρίς καμία αποζημίωση, και αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια των μελών της μετά την επίσκεψη της βασιλικής οικογένειας στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1993.
Η κατάσχεση αυτή, κρίθηκε παράνομη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η επιχειρηματολογία του βασιλιά Κωνσταντίνου στράφηκε στην αξίωση ότι η εν λόγω ιδιοκτησία αποκτήθηκε από τους προκατόχους του με νόμιμα μέσα και επομένως υπόκειτο στην κανονική προσωπική κληρονομιά. Το ελληνικό κράτος υποστήριξε ότι η ιδιοκτησία αυτή παρακολουθούσε το θεσμό της μοναρχίας, και επομένως, μόλις καταργήθηκε η μοναρχία, η ιδιοκτησία έπρεπε να επανέλθει στο δημόσιο αυτόματα.
Το δικαστήριο αποφάσισε ότι η περιουσία, που παρακολουθούσε το θεσμό της μοναρχίας, είχε ήδη περιέλθει αυτόματα στο ελληνικό κράτος (ανάκτορα Αθηνών στη οδό Ηρώδου Αττικού, η έπαυλη Ψυχικού, το ανάκτορο Καραμπουρνακίου κ.α.) το 1974 και ότι το κτήμα Τατοΐου, το κτήμα Πολυδένδρι και το Μόν Ρεπό αποτελούν ιδιωτική περιουσία της βασιλικής οικογένειας και το ελληνικό κράτος πρέπει να πληρώσει εύλογη αποζημίωση στη βασιλική οικογένεια, αν θέλει να διατηρήσει στην ιδιοκτησία της αυτά τα ακίνητα και εκτάσεις. Η βασιλική οικογένεια τελικώς αποζημιώθηκε, όπως θα δούμε στη συνέχεια του άρθρου.
Τα κινητά αντικείμενα
Αναφορικά με την κινητή του περιουσία, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε δηλώσει (7 Δεκεμβρίου 1974) σε έλληνες δημοσιογράφους, στη βρετανική πρωτεύουσα:
«Oταν έφυγα από την Ελλάδα κατεγράφησαν όλα τα αντικείμενα των ανακτόρων, που είχαν συγκεντρωθεί από την εποχή του προπάππου μου Γεωργίου A′, αλλά δεν γνωρίζω πού βρίσκονται σήμερα. Aν έχουν κλαπεί ορισμένα, θα γίνει γνωστόν, αλλά πάντως η φαντασία κάποιων πολλαπλασίασε το σύνολον των πραγμάτων της κινητής μου περιουσίας. Eίδα έκπληκτος σε μια φωτογραφία το δήθεν γραφείο μου. Eπρόκειτο για ένα πολυτελές γραφείον, που το έβλεπα για πρώτη φορά. Προφανώς θα το είχαν φωτογραφίσει από κάποιο μουσείο των Aθηνών. Ως προς τα προσωπικά μου αντικείμενα, το μόνον που είχα ζητήσει από τη χούντα ήταν το καντήλι που έκαιγε πλάι στο προσκέφαλο του αειμνήστου πατρός μου, αλλά αρνήθηκαν να μου το δώσουν, μολονότι ήταν το προσφιλέστερόν μου ενθύμημα...».
Οι Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος έφερε την υπόθεση στην Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με το επιχείρημα ότι τα δικαιώματα της περιουσίας και των τριών προσφευγόντων (του βασιλέως Κωνσταντίνου, της πριγκίπισσας Ειρήνης και της πριγκίπισσας Αικατερίνης) παραβιάστηκαν με τη δήμευση, η οποία πραγματοποιήθηκε με το νόμο 2215/1994. Ζητήθηκε από την Επιτροπή να αποφανθεί εάν είχε υπάρξει τέτοια παραβίαση.
Με ομόφωνη απόφαση και των 30 δικαστών – συμπεριλαμβανομένου και του Έλληνα – η Επιτροπή έκρινε πως τα ανθρώπινα δικαιώματα των προσφευγόντων είχαν όντως παραβιαστεί και παρέπεμψε το θέμα της περιουσίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ).
Η πρώτη απόφαση
Με απόφαση που ελήφθη στις 22 Νοεμβρίου του 2000, με ψήφους 15 υπέρ και 2 κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων απεφάνθη πως με τη δήμευση παραβιάστηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα των προσφευγόντων. Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι τα περιουσιακά στοιχεία στο Τατόι Αττικής, στο Πολυδένδρι Λάρισας και στο Μον Ρεπό Κέρκυρας ήταν ιδιόκτητα ακίνητα της βασιλικής οικογένειας και δεν είχε παραχωρηθεί η χρήση τους σε αυτή λόγω της θέσης της στην Ελλάδα, όπως ισχυριζόταν το ελληνικό κράτος.
Κατά τις διαβουλεύσεις του, το ΕΔΑΔ χρειάστηκε να εξετάσει επιμέρους το ιδιοκτησιακό καθεστώς του κάθε περιουσιακού στοιχείου προτού αποφανθεί ότι ανήκουν στους προσφεύγοντες, και συγκεκριμένα το Τατόι και το Μόν Ρεπό στο βασιλιά Κωνσταντίνο, το δε Πολυδένδρι στο βασιλιά Κωνσταντίνο, στην πριγκίπισσα Ειρήνη και στην πριγκίπισσα Αικατερίνη.
Δυνατότητα συμβιβασμού…
Μετά την έκδοση της απόφασης, το Δικαστήριο πρότεινε στις δύο πλευρές να επιδιώξουν συμβιβασμό μέσα σε ένα διάστημα έξι μηνών. Δυστυχώς, η κυβέρνηση αρνήθηκε τον εξώδικο συμβιβασμό, με αποτέλεσμα οι δύο πλευρές να αποστείλουν τις παρατηρήσεις τους στο Δικαστήριο το Μάιο του 2001. Μετά την προσκόμιση των εγγράφων αυτών, το Δικαστήριο ζήτησε την κατάθεση συμπληρωματικών παρατηρήσεων μέχρι το Δεκέμβριο του 2001. Αυτή είναι η συνήθης πρακτική για τέτοιας κλίμακας υποθέσεις.
Το ΕΔΑΔ ανέκαθεν ενεθάρρυνε την επίτευξη φιλικού συμβιβασμού, και πράγματι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εκμεταλλεύτηκε κάθε ευκαιρία και μέσω του Δικαστηρίου και κατά τη διαδικασία υποβολής των εγγράφων για να προτείνει πως οι δύο πλευρές θα έπρεπε να φτάσουν σε μια φιλική συμφωνία, αποφεύγοντας έτσι την επιβάρυνση του Ελληνικού λαού με μεγάλο φορολογικό φορτίο.
Κατόπιν αλλεπάλληλων καθυστερήσεων από την ελληνική κυβέρνηση, εν τέλει παρέμεινε ακλόνητη στην απόφαση της να μην επιστρέψει τα περιουσιακά στοιχεία στον βασιλιά Κωνσταντίνο και στους άλλους προσφεύγοντες, αφήνοντας το Δικαστήριο να ορίσει το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης.
Τι «ζήτησε» ο βασιλιάς;
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε επανειλημμένα δηλώσει την επιθυμία να του επιστραφούν οι κατοικίες της οικογένειάς του, οι τάφοι των προγόνων του και η περιουσία που είχε αγοραστεί από την οικογένειά του και η οποία της ανήκε για γενεές. Δεν έβλεπε και ακόμα παραμένει ανεξήγητο τον λόγο για τον οποίο η κυβέρνηση επέμενε, να καταβάλει το κόστος μιας τέτοιας άδικης πράξης, το οποίο δε, το επωμίστηκαν οι Έλληνες φορολογούμενοι.
Είναι αξιοπερίεργο δε, αφού ο Κωνσταντίνος, χωρίς να του έχει ζητηθεί, είχε προ ετών δωρίσει στον Ελληνικό Λαό τα 43,000 στρέμματα.
Πώς ανέκυψε το θέμα της χρηματικής αποζημίωσης;
Όταν το Νοέμβριο του 2000 εκδόθηκε α απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), παρουσιάστηκαν οι εξής δύο εναλλακτικές οδοί: α) Να επιστραφούν στους προσφεύγοντες τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία (με προηγούμενες ενέργειες του βασιλιάς Κωνσταντίνος έχει καταδείξει τη διάθεσή του να συζητήσει τους όρους της επιστροφής, και αυτή του η διάθεση έκτοτε επιβεβαιώθηκε και προφορικώς και εγγράφως). β) Να καταβληθεί αποζημίωση, το ύψος της οποίας θα οριστεί από το Δικαστήριο. Η κυβέρνηση επέλεξε να μην επιστρέψει τις ιδιοκτησίες στους προσφεύγοντες, και να μη διαπραγματευτεί.
Το ΕΔΑΔ ζήτησε και από την κυβέρνηση και από τον βασιλιά Κωνσταντίνο να υποβάλλουν τις εκτιμήσεις τους ως προς την αγοραία αξία των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων. Η έκθεση που συντάχθηκε εκ μέρους της κυβέρνησης από έγκυρη ανεξάρτητη εταιρία υπολόγισε το ποσό στα 187 δισεκατομμύρια δραχμές, περισσότερο δηλαδή από τα 161 δισεκατομμύρια δραχμές που εκτίμησε η εταιρεία στην οποία είχε αναθέσει ο βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Ο βασιλιάς είχε δηλώσει στο Δικαστήριο επανειλημμένως ότι δεν επιθυμούσε να καταβληθούν χρήματα από την ελληνική κυβέρνηση όταν ήταν εφικτή μια πολύ απλή εναλλακτική λύση, δηλαδή να του επεστρέφετο η περιουσία του.
Η εκτίμηση της περιουσίας…
Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι δύο πλευρές υπέβαλλαν, τον Ιούνιο του 2000, τις εκτιμήσεις τους σχετικά με την αξία των τριών ιδιοκτησιών. Τα ποσά των 161 και 187 δισεκατομμυρίων δραχμών εκτιμήθηκαν αντίστοιχα από την εταιρεία που ανέλαβε το έργο για λογαριασμό του βασιλιά Κωνσταντίνου και την ελληνική κυβέρνηση.
Κατά περίεργο τρόπο, το Νοέμβριο του 1999, πολύ πριν καν ζητηθεί η σύνταξη οποιασδήποτε εκτίμησης, παρουσιάστηκε στον ελληνικό τύπο το φανταστικό νούμερο των 625 δισεκατομμυρίων δραχμών. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος κατήγγειλε ως ψευδές αυτό το νούμερο και κατά τη συνέντευξη τύπου του Νοεμβρίου του 2000 ζήτησε από τους απεσταλμένους των ελληνικών μέσων ενημέρωσης να εξακριβώσουν πώς προέκυψε αυτό το κατασκευασμένο στοιχείο.
Η κάθε πλευρά παρέλαβε τις εκτιμήσεις της άλλης μετά την έκδοση της απόφασης, και τους ζητήθηκε να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους μετά το διάστημα έξι μηνών που είχαν στην διάθεσή τους για να βρεθεί συμβιβαστική λύση. Συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία προσκομίστηκαν στις εκθέσεις του Δεκεμβρίου του 2001 και στις 16 Απριλίου του 2002. Στις 28 Νοεμβρίου 2002, όταν είχε εξαντληθεί κάθε χρονικό περιθώριο για να ακυρώσει την κατάσχεση η ελληνική κυβέρνηση, το ΕΔΑΔ της έδωσε εντολή να καταβάλλει στους προσφεύγοντες το ποσό των 4,6 δις δραχμών σε αντίτιμο.
Τα επιχειρήματα της κυβέρνησης…
Η κυβέρνηση ανέθεσε σε διεθνώς γνωστή εταιρία τον υπολογισμό του ποσού που θα οφειλόταν σε φόρους εάν η ελληνική βασιλική οικογένεια είχε υπάρξει υπόχρεη καταβολής φόρου για ένα διάστημα μεγαλύτερο του ενός αιώνα.
Ωστόσο, η ελληνική βασιλική οικογένεια κατά το νόμο έχαιρε φοροαπαλλαγής μέχρι το 1974. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι σε αντάλλαγμα για τη μη καταβολή φόρων ο βασιλιάς καθίστατο προσωπικά υπεύθυνος για όλες τις τρέχουσες δαπάνες του, συμπεριλαμβανομένου του κόστους λειτουργίας και συντήρησης των ανακτόρων, της πληρωμής του προσωπικού, των μετακινήσεών του ιδίου, των επίσημων κρατικών ταξιδιών και της φιλοξενίας ξένων αξιωματούχων.
Επιπλέον, η ελληνική νομοθεσία και το Σύνταγμα της Ελλάδος απαγορεύουν την αναδρομική επιβολή φόρων και κατά συνέπεια η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να συνυπολογίσει φανταστικούς φόρους ήταν μάταια. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν όφειλε κανένα φόρο, όπως μπορεί να επιβεβαιώσει η αρμόδια φορολογική υπηρεσία.
Γιατί η ελληνική βασιλική οικογένεια ζήτησε ηθική αποζημίωση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων;
Είθισται σε δικαστικές υποθέσεις και ειδικά σε περιπτώσεις όπου καταπατώνται τα ανθρώπινα δικαιώματά, να ζητείται ηθική αποζημίωση.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε δηλώσει ότι σε περίπτωση που του αποδοθεί ηθική αποζημίωση, αυτή θα απονεμηθεί σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Αμέσως μετά την κατάθεση της αποζημίωσης από την ελληνική κυβέρνηση, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ανακοίνωσε την σύσταση του ″Ιδρύματος Άννα-Μαρία″. Σκοπός του Ιδρύματος, είναι η παροχή βοήθειας σε περιοχές της Ελλάδος που έχουν πληγεί από φυσικές καταστροφές. Σημειωτέον, ότι η κυβέρνηση άντλησε το σύνολο της αποζημίωσης από το Ταμείο για Αποκατάσταση Ζημιών από Φυσικές Καταστροφές, την ώρα που η Αττική και άλλα μέρη της Ελλάδος είχαν υποστεί καταστροφικές πλημμύρες.
Γιατί 4,6 δισ. δραχμές;
– O Κωνσταντίνος δεν προσέφυγε στο ΕΔΑΔ διεκδικώντας χρήματα, αλλά ζητώντας την επιστροφή της περιουσίας του.
– H πρωτοβουλία για χρηματική αποζημίωση ανήκε στο δικαστήριο.
– H ελληνική κυβέρνηση καταδικάστηκε για παραβίαση της Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επειδή αφαίρεσε ιδιωτική περιουσία χωρίς ταυτόχρονη καταβολή αποζημίωσης. O καθορισμός του καταβλητέου ποσού δεν σχετίζεται με την πραγματική αξία των επίδικων ακινήτων, αλλά αποτελεί «δίκαιη αποζημίωση» για την ηθική βλάβη, που υπέστη ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, και τα συγγενικά του πρόσωπα, εξαιτίας της αφαίρεσης της ατομικής τους περιουσίας, με τρόπο αντίθετο προς τις συνταγματικές προβλέψεις, δηλαδή εξαιτίας «παράνομης κυβερνητικής απόφασης».
Άσχετα προς το ποσό που επιδικάστηκε, η χώρα μας καταδικάστηκε για δήμευση ατομικής περιουσίας χωρίς αποζημίωση. Tο «αδίκημα» υπήρξε. H «καταδίκη» γι′ αυτό είναι δεδομένη.
Αξίζει να σημειωθεί, πως με την στάση της, η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά ανάγκασε τον ελληνικό λαό να πληρώσει για κάτι που ο ίδιος ο βασιλιάς του είχε δωρίσει προ δεκαετίας.
Αυτό που κάνεις δεν έλαβε υπ′ όψιν του, από την πλευρά του κράτους, ήταν ότι το ποσό που επιδικάστηκε δεν ήταν τίποτα μπροστά στον μεγάλο διεθνή ηθικό διασυρμό της χώρας μας.
Ο διαπρεπής νομικός Γεώργιος I. Στασινόπουλος σημειώνει στο βιβλίο του «Είκοσι χρόνια αβασιλεύτου δημοκρατίας»:
«H αφαίρεσις της περιουσίας και της ιθαγενείας της Bασιλικής Oικογενείας της Eλλάδος με το νόμον 2215/11-5-1994 δεν είναι αντισυνταγματική, μόνον ως παραβιάζουσα συγκεκριμένας διατάξεις του Συντάγματος και το γενικότερον πνεύμα και την φιλοσοφίαν του, αλλά συγχρόνως αποτελεί κατάφωρον παραβίασιν αυτού τούτου του κράτους δικαίου και των ελευθέρων θεσμών, ως ταύτα νοούνται εις τας πεπολιτισμένας χώρας. Δια τον λόγον αυτόν έτυχε γενικής αποδοκιμασίας – αποτροπιασμού θα ελέγαμεν από την κοινήν γνώμην και τα Mέσα Eνημερώσεως όλων των χωρών. H Eλλάς διεσύρθη διεθνώς, επί μεγίστη βλάβη των εθνικών συμφερόντων της».
Το ελληνικό κράτος θα έπρεπε να είχε επιδείξει γνώση, μνήμη και ιστορικό σεβασμό. Κανείς όμως δεν προστάτευσε όλα αυτά, έστω και αν σε κάποιους φάνταζαν ως ″εκτός εποχής″.
Πηγές κειμένου:
– Εφημερίδες: ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΤΟ ΒΗΜΑ.
– Επίσημη ιστοσελίδα Ελληνικής Βασιλικής Οικογένειας
– Επιθεώρηση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα: Τεύχος 9, Δεκέμβριος 2000