Κείμενο Βασίλη Καζάντζη. Το κείμενο αυτό γράφτηκε μία εβδομάδα μετά τον θάνατο του πρίγκιπος Γεωργίου.
Θα αντιγράψουμε ένα μεγάλο μέρος αυτού γιατί μεταφέρει με τρόπο μοναδικό την προσωπικότητα και το περιβάλλον όπου έζησε
ο πρίγκιπας Γεώργιος με την σύζυγό του Μαρία Βοναπάρτη και τα παιδιά τους κάθε φορά που διέμεναν στην Ελλάδα. Δυστυχώς το κτίριο δεν υπάρχει πια και ευχόμαστε τα ιστορικά κειμήλια που περιείχε να έχουν διασωθεί από τους απογόνους του πρίγκιπος. Ευτυχώς έχουμε την μοναδική τεκμηρίωση του εσωτερικού χώρου από το αφιέρωμα που παρουσίασε το περιοδικό «Εικόνες».
Το ανάκτορο του πρίγκιπος Γεωργίου
Το ανάκτορο του πρίγκιπος Γεωργίου στην οδό Ακαδημίας και Δημοκρίτου κλείνει εκατό χρόνια ελληνικής ιστορίας με ρίζες και κλαδιά που απλώνονται άλλα διακόσια χρόνια πίσω που έχουν κατασταλάξει στους τοίχους και στα μάρμαρα, στις κόχες και στα περβάζια. Σκεπασμένο με λευκό σεντονόπανο, αδειανό το σιδερένιο κρεβάτι του θαλασσινού. Το κοιτάνε οι άγιοι : ο άγιος Νικόλαος, η αγία Βαρβάρα, η αγία Αικατερίνη, ο άγιος Στυλιανός και στη μέση παρήγορη και παρηγορήτρα η Μεγαλόχαρη. Ταμένος στην ευλάβεια της ορθοδοξίας από μικρός ο δευτερότοκος γιος μιας βασίλισσας βαθιά θρησκευόμενης, παρέδωσε το πνεύμα με την πεποίθηση πως υπηρέτησε τίμια, χρόνια ογδόντα οκτώ συναπτά, το Θεό, την πατρίδα και τον άνθρωπο.
Είναι απλή η διαρρύθμιση του Ανακτόρου της οδού Ακαδημίας : δύο σάλες. μία σέρα, μία τραπεζαρία, το γραφείο του πρίγκιπος και το γραφείο του υπασπιστή στον πρώτο πάτωμα. Τα ιδιαίτερα διαμερίσματα στο δεύτερο: αριστερά της πριγκίπισσας ( λουτρό, υπνοδωμάτιο, μπουντουάρ, σαλόνι, μικρή τραπεζαρία) δεξιά του πρίγκιπα, (σπουδαστήριο, λουτρό, υπνοδωμάτιο). Στο τρίτο όροφο είναι τα δωμάτια για τα παιδιά, τα εγγόνια και τους φιλοξενουμένους.
Δόκιμος στην πρώτη τάξη, ήταν ο υπασπιστής του πρίγκιπος, ο Ναύαρχος Βανδώρος, και κρατούσε την ουρά της νύφης στους γάμους του πρίγκιπος Γεωργίου, σ΄αυτή την ίδια την Μητρόπολη των Αθηνών , όπου πενήντα χρόνια αργότερα ήταν γραφτό να σταθεί με το σπαθί κατεβασμένο σιμά στο πριγκιπικό φέρετρο. Τον ίδιο χρόνο, το 1907, αγοράστηκε το ανάκτορο της οδού Ακαδημίας, για να στεγάσει το νιόπαντρο ζευγάρι.
Σε τούτα τα σαλόνια με τους μεγάλους καθρέπτες και τις χρυσωμένες ‘αμπίρ’ πολυθρόνες, μια κοινωνία ολόκληρη έζησε, χάρηκε, πικράθηκε και πέρασε. Τσιγαροθήκες, που σαν τις ανοίξεις παίζουν απλές γαλλικές μελωδίες, πελώρια άλμπουμ από ταρταρούγα με ακουαρέλες, καλειδοσκόπια και πανοραμικά κουτιά με απόψεις απ΄τον πύργο του Άιφελ, εσκαμπώ χωρίς ερεσίνωτο για να μην τσαλακώνονται τα «πουφ» των κυριών, ρολόγια «ροκοκό» σταματημένα στις πιο απίθανες ώρες. Δεν ξαναμαζεύονται τούτα τα απίθανα πράγματα και να το ήθελε κανείς απ΄την μία μέρα στην άλλη. Σφυρίχτρες, πίπες, καντηλέρια, σταχτοδοχεία, χαρτοκόπτες, γόνδολες, άγκυρες, μελανοδοχεία σε σχήμα πουλιού, μελανοδοχεία σε ράχη χελώνας – πάντα οι τεχνίτες εκείνης της εποχής προσπαθούσαν να φτιάξουν κάτι που να μοιάζει με κάτι άλλο.
Το άνθος μαραίνεται – το φύλλον ξηραίνεται, ο κόσμος περνά
Και μόνος ο θάνατος – επλάσθη αθάνατος, αυτός δεν γερνά….
Ένας ίσκιος λες και πλανάται στα γιαπωνέζικα μαύρα παραβάν με τα λευκά παγόνια, στ΄αραχνοΰφαντα ινδιάνικα λαμπρεκέν, στα μεγάλα ασημένια σαμοβάρια, στα κρόσσια και στις πορσελάνες, στα κορνιζαρισμένα λαγοπόδαρα και στους χαυλιόδοντες των ελεφάντων μπρος στο τζάκι.
Ταξιδευτής ακούραστος ο πρίγκιπας, δεν άφησε γωνιά της γης χωρίς να της πάρει ένα θυμητάρι. Σ΄ανάκτορα εξωτικά, στην Ιαπωνία, στο Σιάμ, στην Φορμόζα, υπάρχουνε υφαντά σφακιανά και γιαννιώτικα γιορντάνια που έστελνε σ΄αντιγύρισμα των όσων αμέτρητων μικροθησαυρών μάζευε με την μανία του συλλέκτη. Ως και τα βάθη της Αφρικής βρέθηκε κάποτε ψάχνοντας για δέρματα πολύτιμα. Κ΄έτσι καθώς στεκότανε ένα βράδυ εκεί, σ΄ έναν καταυλισμό αγρίων με την συντροφιά του, παρακολουθώντας τον χορό τους κι αναρωτιόταν σε τι γλώσσα θα κουβέντιαζε μαζί τους , άκουσε έναν από αυτούς να σερβίρει στον διπλανό του, που τον είχε πατήσει μέσα στην παραζάλη του χορού, μια ελληνικότατη βρισιά. Σίμωσε, κοίταξε καλά τον υβριστή. _ «Δεν είμαστε μαύροι Υψηλότατε, του εξήγησε μια τραγουδιστή φωνή. Κεφαλλονίτες είμαστε, κ΄ ήρθαμε εδώ με τον φίλο μου τον Μεμά για ν΄αγοράσουμε τομάρια……».
Πληθωρισμός και ευαισθησία
Τούτο το ανάκτορο είναι μια θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στον ανδρικό πληθωρισμό της εποχής και στην γυναικεία ευαισθησία. Χρειάστηκαν το γούστο και η έμφυτη καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία της πριγκιπισσας Μαρίας για να εξισορροπηθούν τα αναρίθμητα αντικείμενα που βλέπει κανείς εκτεθειμένα. Ένας μπρούτζινος Ναπολέων, μία πορσελάνη Μιγκ, ένα γραφείο βικτωριανό, μια καρυδένια κονσόλα «Κουήν Άνν» και μία βιβλιοθήκη από φυσική οξιά, με φόντο κουρτίνες στο χρώμα του μελιού και χαλιά γαλαζοκόκκινα, είναι στ΄αλήθεια ένα κατόρθωμα εσωτερικής διακοσμητικής, ιδίως αν υπολογίσει κανείς και τις εκατοντάδες των ελαιογραφιών και των φωτογραφιών που σκεπάζουν τους τοίχους. Ο πρίγκιπας ήταν της σχολής εκείνης που πιστεύει πως οι τοίχοι δεν πρέπει να μένουν αδειανοί και είδα πάνω στο γραφείο του ένα τενεκεδάκι με λογής – λογής καρφιά και δύο σφυράκια, με τα οποία αναρτούσε μόνος του τις φωτογραφίες που κοσμούν το Ανάκτορο της οδού Ακαδημίας, από την είσοδο μέχρι το λουτρό. Τούτο το λουτρό ήταν ένας χώρος πολύ σημαντικός για τον παλιό θαλασσινό. Από μικρόν τον είχε ασκήσει ο μεγάλος φίλος του και ουσιαστικός πνευματικός του πατέρας, ο θείος του, πρίγκιπας Βάλντεμαρ της Δανίας , στη ζωή της υπαίθρου και στην άθληση. Στο λουτρό της οδού Ακαδημίας βλέπει κανείς μια παμπάλαια ζυγαριά όπου προσεκτικά ζυγιζότανε κάθε πρωί, ελέγχοντας το βάρος του και ρυθμίζοντας ανάλογα την πρωινή γυμναστική του. Μέχρι το 1955 συνήθιζε ανεβαίνει πάντα τις σκάλες δυο – δυο και να παίρνει τον δρόμο του Λυκαβηττού τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Μα η μεγάλη του αδυναμία ήταν οι περίπατοι στο Λαιμό της Βουλιαγμένης, όπου συχνά τα χειμωνιάτικα απογεύματα έβλεπε κανείς το πριγκιπικό αυτοκίνητο σταματημένο έξω απ΄του Ολυμπίτη (ταβέρνα στο Μ. Καβούρι όπου σύχναζαν πολιτικοί και επώνυμοι).
Άλλη αδυναμία του πρίγκιπα ήταν η κλασική μουσική. Τον τελευταίο καιρό που του άρεσε περισσότερο να μένει στο σπίτι, τ΄άρεσε ν΄ακούει τον ‘Μπόρις Γκουντούνωφ’ του Ρίμσκυ Κόρσοκωφ και να διευθύνει μόνος νοερά τα «Τούτι» του φινάλε.
Κι΄άλλους δίσκους κλασικής μουσικής μαζί μ΄ένα παλιό φορητό γραμμόφωνο και μια ογκώδη δανέζικη γραφομηχανή βλέπει κανείς στο μικρό σπουδαστήριο του πρώτου ορόφου που είναι το χαρακτηριστικό δωμάτιο όλου του Ανακτόρου – ένας συνδυασμός τουαλέτας και μικρού ησυχαστηρίου – μ΄ένα μεγάλο καθρέφτη ορθό καταμεσής για το ντύσιμο κ΄έναν μικρότερο σε πλάγια γωνία για το χτένισμα και μια μεγάλη δερμάτινη βυσσινιά πολυθρόνα με κινητό αναλόγιο για το διάβασμα. Εδώ οι φωτογραφίες των τοίχων έχουν χαρακτήρα πιο προσωπικό – τ΄αδέρφια, τα ξαδέρφια, οι Γλίξμπουργκ, οι Μπάντεν- Μπάντεν, οι Ρομανώφ, και παντού παρών στους τοίχους ο πνευματικός πατέρας, ο πρίγκιπας Βάλντεμαρ. Πότε επίσημος, πότε γελαστός, πότε σε μια κορφή, πότε δίπλα σε μια λίμνη, πότε μ΄ένα πηλήκιο ναυτικό, πότε στο κρεβάτι της αρρώστιας….. Όταν ο πρίγκιπας Γεώργιος παρέδωσε το πνεύμα στον Πλάστη του, η πριγκίπισσα Μαρία σίμωσε και έβαλε στα σταυρωμένα χέρια του ένα εικόνισμα της Παναγίας κ΄έναν Σταυρό. Ήταν ο ίδιος σταυρός που είχε χαρίσει κάποτε στον νεαρό πρίγκιπα ο θείος Βάλντεμαρ, όταν τον κατηχούσε σχετικά με την μυστική δύναμη της ένθερμης προσευχής.
Μια απόπειρα κ΄ένα δώρο του Μικάδου (ο αυτοκράτωρ της Ιαπωνίας)
Πάνω σ΄ένα μπαγιού, σκεπασμένο με μάρμαρο με ρόδινες αποχρώσεις, είναι ένας τεράστιος ελέφαντας από πορσελάνη που έχει στη ράχη του ολόκληρη παγόδα χρυσοστόλιστη. Έχει και αυτός την ιστορία του, όπως όλα τα πράγματα μέσα σε τούτο το σπιτικό, και η φωτογραφία που βρίσκεται δίπλα του, δύο νεαρών παιδιών με στολή δοκίμου, έχει απόλυτη σχέση με αυτή την ιστορία.
Ο ένας είναι ο πρίγκιπας Γεώργιος , – ο Τζώρτζη, όπως τον ονόμαζαν τότε – ο άλλος ο Τσάρεβιτς, ο Νίκυ……
Ήταν το 1891, μετά την επίσκεψη του τότε διαδόχου του ρωσικού θρόνου στην Αθήνα, όταν ο μέλλων ατυχής αυτοκράτωρ της Ρωσίας, δόκιμος ακόμη, περιόδευσε με τον πρίγκιπα Γεώργιο στην Άπω Ανατολή σ΄ένα εκπαιδευτικό ταξίδι. Το πλοίο τους το ‘Πάμιατ Αζόβα’ είχε αγκυροβολήσει στο μεγάλο λιμάνι του Κόμπε, και οι υψηλοί ταξιδιώτες με την συνοδεία τους προχώρησαν στην ενδοχώρα για να επισκεφθούν την ιστορική πολίχνη Οτσού, στις όχθες της λίμνης Βίβα.
Όταν έφυγαν από την νομαρχία, μετά το επίσημο πρόγευμα, ένας από τους Ιάπωνες αστυνομικούς αποσπάσθηκε από την παράταξη και όρμησε πάνω στο ανθρωποκίνητο δίτροχο στο οποίο βρισκόταν ο Τσάρεβιτς και ο πρίγκιπας Γεώργιος. Ο γιγαντόσωμος αυτός αστυνομικός, που ανήκε στην τάξη των ευγενών, των Σαμουράϊ και μισούσε κάθε ξένο, με το τεράστιο ξίφος στα δυο του χέρια κατάφερε ένα ισχυρό κτύπημα στο κεφάλι του Τσάρεβιτς και θα κατάφερε και δεύτερο εάν ο πρίγκιπας Γεώργιος δεν είχε την ετοιμότητα να τον ρήξη κάτω αναίσθητο χτυπώντας τον δυνατά με το μπαστούνι του.
«Σας ευχαριστώ που διαφυλάξατε την ιστορία της Ιαπωνίας από μιαν κηλίδα, η οποία ουδέποτε θα ηδύνατο να εξαληφθεί», είπε στον πρίγκιπα Γεώργιο ο Μικάδος την επομένη, όταν τον συνεχάρη για την ετοιμότητά του. Κι αργότερα του έστειλε τον αναμνηστικό αυτό τελετουργικό ελέφαντα.
Αλλά΄υπάρχει και συνέχεια στην συγκινητική αυτή ιστορία. Όταν ο πρίγκιπας Πέτρος (γιος του Γεωργίου), πριν λίγα χρόνια σε μίαν από τις πάμπολλες περιοδείες του, ξαναβρέθηκε στην Ιαπωνία, επισκέφθηκε αυτή την μικρή πολίχνη το Οτσού, – και να τι έγραψε ο ίδιος σε μία επιστολή του : ‘ Ο διοικητής μου επέδειξεν ένα κιβώτιον, το οποίον είναι από πολλών ετών τοποθετημένον εις ασφαλές μέρος και το απεσφράγισεν επίτηδες δια να μου δείξει το περιεχόμενον του. Εντός αυτού υπάρχει ένα μικρόν ξύλινο κάθισμα, επί του οποίου, ως μου εξήγησε, εκάθησε ο Τσάρεβιτς, μετά τον τραυματισμό του, καθώς και το μανδήλιον του πατρός μου με το μονόγραμμά του, φέρον ακόμα τας κηλίδας αίματος εκ της πληγής του Ρώσου Διαδόχου. Μέχρι το 1945, μου προσέθεσε ο Ιάπων υπήρχε εντός του κιβωτίου και το ξίφος του δολοφόνου αστυνομικού, το οποίον όμως κατόπιν περιήλθε εις την κατοχήν των αμερικανικών στρατιωτικών αρχών.’
Η σφραγίδα της Κρήτης
Σε τοίχους και βιβλιοθήκες, σε αρχεία και εταζέρες , σε βιτρίνες και κορνίζες η σφραγίδα της Κρήτης. Το μπούστο ενός γέρου- Κρητικού, εκεί ένα κάπως πρωτόγονο σκίτσο κάποιου Σφακιανάκη, στη μία κορνίζα το ψήφισμα της Συνελεύσεως, στην άλλη ένας λεβέντης βρακοφόρος. Σε μια κρυστάλλινη βιτρίνα ένα θηκάρι, πάνω από μιαν άλλη τρεις σημαίες μικρές : της Δανίας, της Ελλάδος, της Κρητικής Συμπολιτείας. Μ΄αυτές τις δύο τελευταίες σημαίες τυλιγμένη, ταξίδεψε με το αντιτορπιλικό «Νίκη», η σορός του πρίγκιπος, από την Τουλώνα της Γαλλίας προς το λιμάνι του Πειραιώς.
Και σ΄ένα άλλο σπιτάκι της οδού Δρυάδων, στου Ζωγράφου, ένας γέρος αγωνιστής, ο Κωνσταντίνος Φραγκούλης, ο συχνότερος επισκέπτης του Ανακτόρου της οδού Ακαδημίας, 92 χρονών σήμερα ( το 1957) ξανατραγούδησε την αγαπημένη μαντινάδα του πρίγκιπος Γεωργίου της Ελλάδος :
Αλιγαριές , αλιγαριές
Αγέρα φέρνουν οι στεριές….
Ανάμεσα στα κυπαρίσσια και στις ροδοδάφνες των βασιλικών τάφων του Τατοΐου αναπαύεται ο πρίγκιπας Γεώργιος. Το ανάκτορο της οδού Ακαδημίας δεν διασώθηκε τελικά. Μετά τον θάνατο του πρίγκιπος, ο γιος του Πέτρος, σε επιστολή του προς τον ιστορικό και δημοσιογράφο Ανδρέα Σκανδάμη εξέφραζε την επιθυμία του να πουληθεί…..
Για κάποιο χρονικό διάστημα ακόμη τα πορτραίτα του Γεωργίου που ήσαν κρεμασμένα στους τοίχους του ανακτόρου του, τον παρουσίαζαν ακόμη ολοζώντανο, με την ωραία του μορφή, το καλοκάγαθο ύφος του, την παλικαρίσια του ιδιοσυγκρασία. Αντιπροσώπευε – ο ίδιος – μιαν ολόκληρη εποχή. Και ο θάνατός του το τέλος αυτής.
Έρευνα και επιμέλεια: Τεπη Πιστοφιδου